Οι Ιουδαίοι έχουν ζήλο χωρίς επίγνωση
1 Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· 1 Αδελφοί, η σφοδρή επιθυμία της καρδιάς μου και η δέησή μου στο Θεό είναι να οδηγηθούν οι Ιουδαίοι στη σωτηρία.
2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν. 2 Γιατί μπορώ να βεβαιώσω πως έχουν ζήλο Θεού, αλλά χωρίς τη σω­στή γνώση.
3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. 3 Γι’ αυτό, στην πράξη αγνοούν το γεγονός πως μόνο ο Θεός μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δικαιωθούν με τα έργα τους. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν αποδέχτηκαν τη δικαίωση που προσφέρει ο Θεός μέσω του Χριστού.
Σωτηρία για όλους
4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. 4 Γιατί ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου, αφού εκπληρώνει το σκοπό του, δίνοντας τη σωτηρία σ’ όποιον πιστεύει.
5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· 5 Ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο ότι όποιος πράττει κατά τις εντολές τον νόμου, θα βρει σ’ αυτές τη ζωή
 6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ’ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· 6 Για τη δικαίωση όμως που πηγάζει από την πίστη, λέει: «Μην αναρω­τηθείς «ποιος μπορεί ν’ ανέβει στον ουρανό;» για να κατεβάσει δη­λαδή το Χριστό·
7 ἤ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ’ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. 7 ή «ποιος μπορεί να κατεβεί στον άδη;» για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς.
8 Ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ’ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν.  8 Δε χρειάζονται αυτά,γιατί , όπως λέει η Γραφή, κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου. Κι εννοεί το λόγο της πίστεως που κηρύττουμε.
9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ·  9 Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου πως ο Θεός τον ανάστησε από τους νεκρούς, θα βρεις τη σωτηρία.
10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 10 Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα οδηγείται στη σωτηρία.
11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ’ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.  11 Όπως λέει και η Γραφή: «Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν δε θα ντροπιαστεί».
12 οὐ γάρ ἐστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 12 Και δε γίνεται καμιά διάκριση αν είναι Ιουδαίος ή όχι, γιατί ο ίδιος είναι Κύριος για όλους, που σκορπά πλούσια τη χάρη του σ’ όλους όσοι τον επικαλούνται.
13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. 13 Γιατί οποιοσδήποτε επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί.
14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 14 Πώς όμως θα τον επικαλεστούν, αν δεν τον πιστέψουν; Και πώς θα τον πιστέψουν, αν δεν έχουν ακούσει γι’ αυτόν; Και πώς πάλι θ’ ακούσουν γι’ αυτόν, αν κάποιος δεν τους τον κηρύξει;
15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! 15 Και πώς θα κηρύξουν σωστά, αν δεν τους αποστείλει ο Κύριος; Γι’ αυτό προφήτεψε η Γραφή: «Πόσο όμορφος είναι ο ερχομός αυτών που φέρνουν τη χαρμόσυνη είδηση»! 
16 Ἀλλ’ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;  16 Μα το χαρμόσυνο αυτό μήνυμα δεν το δέχτη­καν όλοι. Όπως το έχει πει κιόλας ο Ησαΐας, «Κύριε, ποιος πίστεψε στο  κήρυγμά μας»;
17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 17 Επομένως, για να πιστέψει κανείς χρειάζεται ν’ ακούσει το κήρυγμα και το κήρυγμα γίνεται με το λόγο του Θεού.
18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν.

18 Αναρωτιέμαι όμως, μήπως οι Ιουδαίοι δεν άκουσαν το κήρυγμα; Και βέβαια το άκουσαν! Γιατί, λέει η Γραφή: «Σ’ όλη τη γη αντήχησε η φωνή τους και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους».

19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς.

19 Και πάλι αναρωτιέμαι: μήπως ο Ισραήλ δεν τα κατάλαβε; Tην α­πάντηση τη δίνει πρώτος ο Μωυσής: «Θα σας κάνω να ζηλέψετε ένα έθνος που δεν είν’ έθνος, θα σας κάνω να εξοργιστείτε μ’ έναν λαό χωρίς σύνεση».

20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι.

20 Κι ο Ησαΐας φτάνει στο σημείο να λέει: «Με βρήκαν αυτοί που δε μ’ αναζητούσαν. φανερώθηκα σ’ αυτούς που δε ρωτούσαν καν για μένα».

21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.

21 Για τον Ισραήλ, όμως, λέει: «Όλη την ημέρα άπλωνα τα χέρια μου σ’ ένα λαό ανυπάκουο, που μου αντιμιλά».