Η σφράγιση των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων
|
1 Και μετὰ τοῦτο εἶδον τέσσαρας ἀγγέλους ἑστῶτας ἐπὶ τὰς τέσσαρας γωνίας τῆς γῆς, κρατοῦντας τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τῆς γῆς, ἵνα μὴ πνέῃ ἄνεμος ἐπὶ τῆς γῆς μήτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης μήτε ἐπὶ πᾶν δένδρον. |
1 Ύστερα απ’ αυτό είδα τέσσερις αγγέλους να στέκονται στις τέσσερις γωνιές της γης και να κρατούν τους τέσσερις ανέμους της γης για να μη φυσάει στη γη, μήτε στη θάλασσα, μήτε σε κανένα δέντρο. |
2 καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἀναβαίνοντα ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου, ἔχοντα σφραγῖδα Θεοῦ ζῶντος, καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ τοῖς τέσσαρσιν ἀγγέλοις, οἷς ἐδόθη αὐτοῖς ἀδικῆσαι τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, |
2 Και είδα έναν άλλο άγγελο να βγαίνει από ῾κει που ανατέλλει ο ήλιος, κροτώντας τη σφραγίδα του ζωντανού Θεού. Αυτός έκραξε με δυνατή φωνή στους τέσσερις αγγέλους που είχαν εντολή να καταστρέψουν τη γη και τη θάλασσα: |
3 λέγων· μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. |
3 «Μην καταστρέψετε τη γη μήτε τη θάλασσα μήτε τα δέντρα, ώσπου να σφραγίσουμε αυτούς που ανήκουν στο Θεό μας, βάζοντας σημάδι στο μέτωπό τους». |
4 Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ· |
4 Κι άκουσα πόσοι ήταν αυτοί που σφραγίστηκαν: εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες απ’ όλες τις φυλές του Ισραήλ. |
5 ἐκ φυλῆς Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι, ἐκ φυλῆς Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Γὰδ δώδεκα χιλιάδες, |
5 Από τη φυλή Ιούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, από τη φυλή Ρουβήν δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Γαδ δώδεκα χιλιάδες,
|
6 ἐκ φυλῆς Ἀσὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες, |
6 από τη φυλή Ασήρ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Νεφθαλείμ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Μανασσή δώδεκα χιλιάδες,
|
7 ἐκ φυλῆς Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Λευῒ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰσσάχαρ δώδεκα χιλιάδες, |
7 από τη φυλή Συμεών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Λευί δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ισσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,
|
8 ἐκ φυλῆς Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Ἰωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἐκ φυλῆς Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες ἐσφραγισμένοι. |
8 από τη φυλή Ζαβουλών δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Ιωσήφ δώδεκα χιλιάδες, από τη φυλή Βενιαμίν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι.
|
Το αμέτρητο πλήθος των πιστών |
9 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὄχλος πολύς, ὃν ἀριθμῆσαι αὐτὸν οὐδεὶς ἐδύνατο, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου, περιβεβλημένους στολὰς λευκάς, καὶ φοίνικες ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν· |
9 Ύστερα απ’ αυτά, είδα ένα αμέτρητο πλήθος — που κανείς δεν ήταν σε θέση να το μετρήσει — από κάθε έθνος, φυλή, λαό και γλώσσα, να στέκεται μπροστά στο θρόνο και στο Αρνίο· φορούσαν λευκές στολές, κρατούσαν φοινικόκλαδα στα χέρια τους |
10 καὶ κράζουσι φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένῳ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ τῷ ἀρνίῳ. |
10 και έκραζαν με δυνατή φωνή: «Η σωτηρία είναι στα χέρια του Θεού μας, που κάθεται στο θρόνο, και του Αρνίου!»
|
11 καὶ πάντες οἱ ἄγγελοι εἱστήκεισαν κύκλῳ τοῦ θρόνου καὶ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν τεσσάρων ζῴων, καὶ ἔπεσαν ἐνώπιον τοῦ θρόνου ἐπὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν τῷ Θεῷ |
11 Όλοι οι άγγελοι που στέκονταν γύρω από το θρόνο, από τους πρεσβυτέρους κι από τα τέσσερα όντα, έπεσαν μπροστά στο θρόνο με τα πρόσωπα καταγής και προσκύνησαν το Θεό, |
12 λέγοντες· ἀμήν· ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. |
12 λέγοντας: «Αληθινά, ευλογία και δόξα και σοφία,ευχαριστία και τιμή και δύναμη και ισχύς ανήκουν για πάντα στο Θεό μας. Αμήν».
|
13 Καὶ ἀπεκρίθη εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγων μοι· οὗτοι οἱ περιβεβλημένοι τὰς στολὰς τὰς λευκὰς τίνες εἰσὶ καὶ πόθεν ἦλθον; |
13 Τότε ένας από τους πρεσβυτέρους μου είπε: «Ποιοι είναι αυτοί που φορούν λευκή στολή κι από πού ήρθαν;» |
14 καὶ εἴρηκα αὐτῷ· κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου. |
14 Εγώ του απάντησα: «Κύριέ μου, εσύ ξέρεις». Τότε αυτός μου είπε: «Αυτοί είναι εκείνοι που πέρασαν το μεγάλο διωγμό· έπλυναν τη στολή τους και τη λεύκαναν με το αίμα του Αρνίου. |
15 διὰ τοῦτό εἰσιν ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ λατρεύουσιν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ. καὶ ὁ καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου σκηνώσει ἐπ’ αὐτούς. |
15 Γι’ αυτό στέκονται μπρος στο θρόνο του Θεού και τον λατρεύουν μέρα και νύχτα στο ναό του, κι αυτός που κάθεται στο θρόνο θα ’ναι πάντα μαζί τους.
|
16 οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι, οὐδ’ οὐ μὴ πέσῃ ἐπ’ αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν καῦμα, |
16 Δε θα πεινάσουν πια, ούτε ποτέ θα διψάσουν· δε θα υποφέρουν από τον ήλιο ούτε από άλλον καύσωνα.
|
17 ὅτι τὸ ἀρνίον τὸ ἀνὰ μέσον τοῦ θρόνου ποιμαίνει αὐτούς, καὶ ὁδηγήσει αὐτοὺς ἐπὶ ζωῆς πηγὰς ὑδάτων, καὶ ἐξαλείψει ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. |
17 Tο Aρνίο που είναι στη μέση του θρόνου σαν καλός βοσκός θα τους κατευθύνει, και θα τους οδηγήσει στις νεροπηγές της ζωής. Ο Θεός θα εξαφανίσει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους».
|