Η Κοίμηση της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου

15η Αυγούστου

Μετά τη Σταύρωση του Κυρίου η Υπεραγία Θεοτόκος διέμενε στην οικία του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Ιησού, ύστερα από εντολή δική Του. Εκεί έμενε ο Ιωάννης μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα του Σαλώμη που ήταν συγγενής της Θεοτόκου. Όταν ο Χριστός θέλησε να πάρει τη Μητέρα Του κοντά Του στη βασιλεία των ουρανών, έστειλε σε αυτήν τρεις ημέρες πριν από την κοίμησή της έναν άγγελο. Η Θεοτόκος δέχτηκε το μήνυμα με μεγάλη χαρά, καθώς είχε φτάσει πλέον η ώρα που θα συναντούσε ξανά τον Υιό της, και πήγε αμέσως να προσευχηθεί στο όρος των Ελαιών, όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Χριστός. Όταν επέστρεψε στην οικία του Ιωάννη, έκανε γνωστό το μήνυμα του αγγέλου και άρχισε με επιμέλεια και χαρά να ετοιμάζεται για τη μετάβασή της στον ουρανό. Την τρίτη ημέρα, λίγο προτού η Θεοτόκος κοιμηθεί, ακούστηκε δυνατή βροντή και εμφανίστηκαν νέφη τα οποία μετέφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα της οικουμένης στο σπίτι του Ιωάννη! Όταν η Παναγία κοιμήθηκε, οι Απόστολοι με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν σε ένα μνήμα στη Γεθσημανή. Τρεις ημέρες μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, έφτασε στα Ιεροσόλυμα ο απόστολος Θωμάς, ο οποίος θέλησε να προσκυνήσει το πανάγιο σκήνωμα της Παναγίας. Όταν οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο, διαπίστωσαν ότι το σώμα της Παναγίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς!

Περισσότερα...

Μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, κατ’ εντολή του Ίδιου, παρέλαβε την παναγία Μητέρα Του ο ευαγγελιστής Ιωάννης “εις τα ίδια”, δηλαδή στο σπίτι του, όπου έμενε αυτός με τον αδελφό του Ιάκωβο και με τη μητέρα τους, τη Σαλώμη, στενή συγγενή της Θεοτόκου. Εκεί έμενε η Παναγία και μετά την κατάβαση του Αγίου Πνεύματος και κατά τους ειρηνικούς καιρούς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και κατά τους διωγμούς της. Όταν ήρθε η ώρα της εξόδου της απ’ αυτόν τον κόσμο – το ακριβές έτος μένει άγνωστο – άγγελος Κυρίου της το γνώρισε προ τριών ημερών. Η είδηση υπήρξε για εκείνη καθ’ υπερβολήν χαρμόσυνη, διότι έμελλε να πάει στον Υιό της και να είναι πλέον για πάντα κοντά Του, κατ’ εξοχήν μέτοχος της δόξας και συγκοινωνός της βασιλείας Του. Αφού ανέβηκε στο όρος των Ελαιών και προσευχήθηκε εκεί που και ο Ιησούς είχε τόσες φορές υψώσει το βλέμμα Του προς τον ουρανό, επέστρεψε στο σπίτι του Ιωάννη.

Εκεί γνωστοποίησε την επικείμενη κοίμησή της κι αμέσως οι γυναίκες ξέσπασαν σε θρήνους. Αλλά η παναγία Μητέρα μας τους παρηγόρησε όλους υπενθυμίζοντας ότι μεταβαίνει στον Κύριο και Υιό της και βεβαιώνοντας ότι κοντά Του δε θα πάψει να πρεσβεύει πάντα για τη σωτηρία των αμαρτωλών και την ενίσχυση των θλιμμένων και εγκαταλελειμμένων. Έπειτα πήρε τους δύο χιτώνες της – αυτά είχε μόνο απ’ τον κόσμο η Δέσποινα – και τους έδωσε σε δύο φτωχές χήρες που έμεναν κοντά και τον περισσότερο καιρό τον πέρασαν μαζί της.

Κατά την τρίτη μέρα από την πρόρρηση του αγγέλου, λίγο πριν από την κοίμηση, συνέβη κατά την παράδοση γεγονός από τα πλέον θαυμάσια. Οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονταν σε μακρινούς τόπους κηρύττοντας και αγωνιζόμενοι για το Ευαγγέλιο. Ξαφνικά όμως δύναμη Πνεύματος Αγίου, σαν σύννεφο, τους άρπαξε και συναθροίστηκαν όλοι γύρω από την κλίνη που βρισκόταν η Θεοτόκος προσμένοντας τη στιγμή που θα έφευγε απ’ αυτόν τον κόσμο.

Όταν κοιμήθηκε και κλείστηκαν τα μάτια της, οι άγιοι Απόστολοι σήκωσαν το κρεβάτι που αναπαυόταν το σεπτό λείψανό της και το μετέφεραν στη Γεθσημανή, όπου ήταν ετοιμασμένο το μνήμα που θα δεχόταν το σεπτό σκήνωμά της. Και ενώ η αγία εκείνη συνοδεία πορευόταν άλλοτε ψάλλοντας και άλλοτε με σιωπή, ακούγονταν από ψηλά ύμνοι αγγελικοί, που διαλαλούσαν τη χαρά και την αγαλλίαση την οποία αισθάνονταν οι ουρανοί επειδή έμελλε να δεχτούν τη Μητέρα του Βασιλέα τους. Στο δρόμο τους όμως συνάντησαν κάποιους Ιουδαίους, οι οποίοι όταν πληροφορήθηκαν ότι το λείψανο ανήκε στη μητέρα του Ιησού, φούντωσε μέσα τους ο φανατισμός. Προχώρησαν μερικοί και θέλησαν να σταματήσουν το κρεβάτι πάνω στο οποίο βρισκόταν αυτή που γέννησε τον Λυτρωτή, τον οποίο η δική τους πώρωση παραγνώρισε και με τόση αγριότητα θανάτωσε. Αλλά μόλις πλησίασαν απέμειναν την ίδια στιγμή τυφλοί. Τα χέρια μάλιστα κάποιου που είχαν προλάβει να ακουμπήσουν το λείψανο κόπηκαν με αόρατη πληγή.

Το θαύμα αυτό άνοιξε τα πνευματικά μάτια των παθόντων. Έπεσαν στα γόνατα και γεμάτοι μετάνοια ζητούσαν συγχώρεση και ομολογούσαν τον Χριστό. Το θείο έλεος εκδηλώθηκε αμέσως με όλη του την επιείκεια και αγάπη. Ξαναβρήκαν την όρασή τους και τα χέρια του ανθρώπου εκείνου αποκαταστάθηκαν υγιή. Όταν έφτασαν στο χωριό Γεθσημανή, στη μέση της χαράδρας, μεταξύ του όρους Μόριο και του όρους των Ελαιών, μέσα σε τάφο λαξευτό κατέθεσαν το πανάγιο σκήνωμα της Θεοτόκου.

Κατά την ιστορία, την οποία βεβαιώνει η παράδοση, θεία οικονομία έκανε ώστε ένας από τους Αποστόλους, ο Θωμάς, και στην περίσταση αυτή να μείνει εκτός από την αθρόα σύναξη των άλλων. Έφτασε όμως κι αυτός μετά από τρεις μέρες και παρακάλεσε τους υπόλοιπους Αποστόλους να τον συνοδεύσουν στον τάφο για να προσκυνήσει το άγιο σώμα της Θεοτόκου. Η παράκλησή του εισακούστηκε, αλλά όταν άνοιξαν τον τάφο έμειναν έκπληκτοι και θαμπώθηκαν όλοι. Το σώμα έλειπε και μόνο το σεντόνι υπήρχε στο μνήμα. Η Παναγία αναστήθηκε και σωματικά αναλήφθηκε από τη γη στους ουρανούς.

Η γιορτή της κοίμησης της Θεοτόκου θεσπίστηκε τον 6ο αιώνα επί του αυτοκράτορα Μαυρίκιου.

Απολυτίκιον

Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς· καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.