Ο άγιος Αντώνιος ο Μέγας

17η Ιανουαρίου

Ανελάμβανε την υποστήριξη των αδικουμένων, έτσι ώστε να νομίζει κανείς ότι όχι εκείνοι, αλλά ο ίδιος ήταν ο αδικούμενος. Κατά τον ίδιο τρόπο πάλι ήταν ικανός να ωφελεί τους πάντες. Εν ολίγοις, είχε δοθεί σαν ιατρός από τον Θεό στην Αίγυπτο. Γιατί ποιος λυπημένος πήγαινε για να τον συναντήσει και δεν αναχωρούσε χαρούμενος; Ποιος μοναχός που λιποψύχησε από τον κόπο της άσκησης και πήγε σε αυτόν δεν έγινε περισσότερο δυνατός; Ποιος πειραζόμενος από δαιμόνιο ήρθε σε αυτόν και δεν απαλλάχτηκε από αυτό;

Ο άγιος Αντώνιος έζησε στην Αίγυπτο από τα χρόνια του Διοκλητιανού έως την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο από γονείς χριστιανούς που κατείχαν μεγάλη περιουσία. Από την παιδική του ηλικία ο Αντώνιος έδειχνε με όλη του τη διαγωγή έκτακτη ανθρώπινη ύπαρξη. Δεν ευτύχησε να μάθει γράμματα. Παρόλα αυτά γνώριζε την Αγία Γραφή από μνήμης και την κατανοούσε πάρα πολύ καλά.

Όταν σε ηλικία 18-20 ετών έμεινε ορφανός, μοίρασε στους φτωχότερους οικογενειάρχες όλη του την περιουσία κι έκανε κατοικητήριό του την έρημο για μεγαλύτερη πνευματική και ηθική τελειότητα. Εκεί ασκήθηκε σκληρά να κατακτήσει την αρετή και να αντισταθεί σε όλους τους πειρασμούς και τις επιθέσεις του διαβόλου. Όπλα του η προσευχή, η νηστεία και η πίστη του στον Κύριο. Η ψυχή του μάλιστα, λόγω της ηθικής και πνευματικής τελειότητας, μπορούσε να εξέρχεται του σώματός του ενώ ο Αντώνιος ήταν ακόμη εν ζωή. Έλεγε στους μοναχούς που είχαν κατακλύσει την έρημο ακολουθώντας το παράδειγμά του: «Μέγα όπλον εστί κατ’ αυτών (των δαιμόνων) βίος ορθός και η προς Θεόν πίστις. Φοβούνται γουν (=λοιπόν) των ασκητών την νηστείαν, την αγρυπνίαν, τας ευχάς, το πράον, το ήσυχον, το αφιλάργυρον, το ακενόδοξον, την ταπεινοφροσύνην, το φιλόπτωχον, τας ελεημοσύνας, το αόργητον και προηγουμένως την εις Χριστόν ευσέβειαν».

Για είκοσι χρόνια έμενε στο ασκητήριό του χωρίς να αφήνει το μέρος ούτε να έχει συνεχείς επισκέψεις από φίλους του. Μετά από αυτά τα είκοσι χρόνια, πολλοί που επιθυμούσαν και ήθελαν να τον μιμηθούν στην άσκηση τον επισκέπτονταν μαζί με άλλους γνωστούς του και, αφού διά της βίας άνοιξαν την πόρτα, τον ανάγκασαν να βγει. Όταν τον είδαν, τον θαύμασαν βλέποντας την καλή εξωτερική εμφάνιση του σώματός του, το οποίο δεν είχε αποδυναμωθεί από τις νηστείες και την πάλη του κατά των δαιμόνων. Αντίθετα, ήταν όπως τον γνώριζαν πριν την αναχώρησή του στην έρημο. Έγινε ο ασκητής των ασκητών και από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης έρχονταν να τον ακούσουν και να τον συμβουλευτούν. Μεταξύ αυτών και δύο πολύφωτοι αστέρες της Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος.

Όταν ξέσπασαν άγριοι διωγμοί, άφησε την έρημο και πήγε στην Αλεξάνδρεια να ενισχύσει τους διωκόμενους πιστούς. Εκεί έδινε κουράγιο και στερέωνε στην πίστη τους μάρτυρες. Όταν τελείωσε ο διωγμός γύρισε πάλι στην έρημο, αλλά δεν άργησε να ξεσπάσει κι άλλος κίνδυνος για την Ορθοδοξία, η αίρεση του αρειανισμού. Γέροντας πλέον ο Αντώνιος κατέβηκε πάλι στην Αλεξάνδρεια. Πολέμησε με ζωτικότητα μαζί με το νεαρό μαθητή του Μέγα Αθανάσιο τον αρειανισμό. Κατάφερε καίριο πλήγμα κατά της αίρεσης και επανέφερε πλήθος αιρετικών στην Ορθοδοξία.

Ο άγιος Αντώνιος, ο καθηγητής της ερήμου, είναι από τους λίγους που έλαβαν την προσωνυμία “Μέγας”. Πραγματικά, υπήρξε μέγας αθλητής του πνευματικού στίβου και θριαμβευτής στους αγώνες εναντίον της πλάνης, της αμαρτίας, του διαβόλου και των πολύμορφων παθών. Ο βίος του, που συνεγράφη από έναν άλλο “Μέγα”, τον σύγχρονό του άγιο Αθανάσιο, Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, είναι υπερθαύμαστος και αξιοζήλευτος.

Ο άγιος Αντώνιος με τους σκληρούς αγώνες του εναντίον των πνευμάτων της πονηρίας και της υπερηφάνειας απέκτησε την υψοποιό ταπείνωση. Εν τούτοις, ο Θεός τού αποκάλυψε ότι υπάρχει κάποιος υποδηματοποιός στην Αλεξάνδρεια που τον έχει ξεπεράσει στην πνευματική ζωή και τον απέστειλε να διδαχτεί το πνευματικό έργο εκείνου του ανθρώπου. Και όπως σημειώνει ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ: “Έμαθεν εξ αυτού να σκέπτηται ενδομύχως: “Οι πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι””.

Ο Όσιος αγαπούσε με πνεύμα θυσίας τους πάντες και προσευχόταν για ολόκληρη την οικουμένη. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε με τους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τους πονεμένους ανθρώπους. Με την αρχοντική του αγάπη τούς παρηγορούσε αληθινά και τους στήριζε. Επισκέφτηκε κάποτε ένα θεολόγο – συγγραφέα, τον Δίδυμο, που ήταν τυφλός, αλλά όπως φαίνεται είχε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του, και μεταξύ άλλων του είπε: “Μη σε στενοχωρεί και μη σε ταράζει, Δίδυμε, το γεγονός ότι σου λείπουν τα σωματικά μάτια. Διότι σου λείπουν τέτοια μάτια, με τα οποία βλέπουν οι μύγες και τα κουνούπια. Εσύ έχεις τέτοια μάτια, με τα οποία βλέπουν οι άγγελοι, με τα οποία ο Θεός καθοράται και το αυτού φως καταλαμβάνεται”. Το περιστατικό αυτό φανερώνει τον τρόπο ποιμαντικής των Αγίων. Δεν απογοητεύουν και δεν απελπίζουν τους ανθρώπους, αλλά αντίθετα τους αυξάνουν την αγάπη για τη ζωή, την κατά Χριστόν ζωή, αποδιώχνουν από την ψυχή τους την καταχνιά, αυξάνουν τη χαρά, δυναμώνουν την πίστη, θεριεύουν την ελπίδα.

Στις 17 Ιανουαρίου του 356 μ.Χ. σε ηλικία 105 χρονών οι άγγελοι του Θεού οδήγησαν στον κόλπο του Αβραάμ «τὸν ἐπὶ γῆς Ἄγγελον καὶ ἐν οὐρανοῖς ἄνθρωπον Θεοῦ, τοῦ κόσμου τὴν εὐκοσμίαν καὶ τὴν τρυφὴν τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν, τῶν Ἀσκητῶν τὸ καύχημα, Ἀντώνιον…» (β’ στιχηρό της λιτής του β’ ήχου).

Ἀπολυτίκιον

Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου, διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.