Η γωνιά του βιβλίου

Το καλό βιβλίο τρέφει την ψυχή.

Το βιβλίο του μήνα

Ναι, ήταν θαύμα η σωτηρία μου. Ο κ. Λοχαγός με έψαχνε σε όλα τα μέλη του σώματός μου, για να δει αν ήμουν πουθενά πληγωμένος. Κοίταζα και εγώ. Το βλήμα με είχε χτυπήσει, καθώς σας είπα, στα δεξιά. Κοιτάμε καλά. Η τσέπη της χλαίνης μου είχε καταξεσκισθεί. Το βλήμα είχε κομματιάσει την προσωπίδα μου, τον ηλεκτρικό φακό,  τα χαρτιά που είχα στην τσέπη μου. Να, κοιτάξτε τα κομματάκια. Τα έχω φυλάξει. Και κάτω από όλα αυτά τα συντρίμματα, βλέπουμε, το Ευαγγέλιο,  το Ευαγγέλιο που είναι αχώριστος σύντροφός μου, τελείως άθικτο. Δεν είχε πάθει τίποτε, μα τίποτε. Το βλήμα είχε σκάσει πάνω του και έγινε σκόνη. Το Ευαγγέλιο με έσωσε.

 

Πληροφορίες βιβλίου
Κατηγορία: Γενικά
Συγραφέας: Βασιλειάδης Νικόλαος
Αριθμός Σελίδων: 283
Q

Είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται στους νέους και κάνει διάλογο μαζί τους για θέματα που τους απασχολούν.

Ένα από τα πιο ευαίσθητα θέματα, που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, είναι και η φιλία. Γιατί η φιλία είναι ο ιερός δεσμός που μας δένει με τους άλλους ανθρώπους από τα πρώτα σχεδόν βήματα της ζωής. Είτε το θέλουμε είτε όχι, κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία απομονωμένος μόνιμα ή προσωρινά. «Άνθρωπος χωρίς φίλους είναι άνθος χωρίς φύλλα», λέει ένα γνωμικό, για να δείξει ακριβώς ότι είναι αδύνατο να υπάρξει ζωντανός άνθρωπος χωρίς φίλους.

Ο πιστός φίλος δεν είναι το πρόσωπο με το οποίο έχουμε ένα ψυχρό «δούναι και λαβείν». Είναι η ασφαλέστερη περιουσία. Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος:

 

Έστω ότι κάποιος έχει «μύρια τάλαντα» -αναρίθμητα χρήματα- κι ένας άλλος έχει εκατό φίλους. Πλουσιότερος είναι ο δεύτερος!

 

Πολύ ορθά, γιατί όταν έχω εκατό φίλους, μπορώ να έχω «μύρια τάλαντα». Ενώ όταν έχω «μύρια τάλαντα», ίσως να μην μπορώ ν’ αποκτήσω όχι εκατό, αλλά ούτε έναν φίλο! Δεν υπάρχει καμία περιουσία καλύτερη και πολυτιμότερη από τον φίλο. Περιουσία, που δεν ανταλλάσσεται με τίποτα, δεν ισοφαρίζεται με τίποτα. Όταν έχεις φίλους, λοιπόν, να θεωρείς πως κατέχεις πολύτιμους θησαυρούς.

 

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Διηγήματα/Μυθιστορήματα
Συγραφέας: Καριτά Ελένη
Αριθμός Σελίδων: 205

Q

Το ίδιο απόγευμα της πρώτης μου εκείνης Κυριακής μπροστά στον κόλπο, άνοιξα τη γραφομηχανή μου κι έγραψα σε μεμβράνη όσα νόμιζα απαραίτητα για το πρώτο μου κατηχητικό μάθημα στους ενορίτες μου.

Ύστερα τα πέρασα στον πολύγραφο κι όταν τα είδα καθαρογραμμένα κι έντονα πάνω στο άσπρο χαρτί, ικανοποιήθηκα πως κι οι λιγότερο μορφωμένοι θα μπορούσαν να τα διαβάσουν με ευκολία.

Το ερώτημα δεν ήταν αν θα μπορούσαν να τα διαβάσουν, αλλά αν είχαν την όρεξη να τα διαβάσουν – και το ενδιαφέρον.

Αυτό ήταν κάτι που δεν το ήξερα ακόμα. Και για μια στιγμή, σαν την αστραπή, έλαμψε μέσα μου η σκέψη ότι εκείνος που λαχταρά να φωτίσει τους άλλους, όμως μπορεί ο ίδιος να ζει στο σκοτάδι, μπορεί να μην ξέρει και να μη μάθει ποτέ ως πού έφτασε – κι αν έφτασε κάπου – το φως του μικρού του κεριού ή της μεγάλης του λαμπάδας. Δεν αμφιβάλλω ότι διάλεξα μια άχαρη δουλειά. Τη διάλεξα όμως με επίγνωση: ξέρω πού πάω – αν και άλλο είναι να νομίζεις πως ξέρεις πού πας κι άλλο είναι να βρεθείς επί τόπου.

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Θεία Ευχαριστία
Συγραφέας: Γκατζιρούλης Νικόδημος
Αριθμός Σελίδων: 328

Q

Ο Κύριός μας δε μάς στέρησε βέβαια το δικαίωμα να μιλάμε μαζί Του σε κάθε περίσταση. Σ’ οποιαδήποτε ώρα και σ’ οποιαδήποτε στιγμή μπορούμε ν’ ανυψώνουμε τις καρδιές μας στον θρόνο Του και να τοποθετούμε μπροστά Του τα αισθήματα της ψυχής μας και τα προβλήματα της ζωής μας. Όμως τον διάλογο, που πραγματοποιούμε μαζί Του στη Λειτουργία, τον βλέπω εντελώς ιδιότυπο και προνομιακό. Σ’ αυτόν δεν λαβαίνει μέρος το άτομο, αλλά η οικογένεια, η Εκκλησία. Όλοι μαζί, ενωμένοι σ’ ένα σώμα, μαζευόμαστε μπροστά στον θρόνο Του κι αφήνουμε ομόφωνη και πανίσχυρη την προσευχή μας.

Ώ Κύριε, εκείνη την ώρα έρχεσαι να κατοικήσεις μέσα μας. Σε παίρνουμε όχι στις αγκάλες μας, όπως Σε πήρε ο γέροντας Συμεών*, αλλά Σε παίρνουμε μέσα στην ύπαρξή μας. Σε σφίγγουμε στους κόλπους της καρδιάς μας. Γίνεσαι ένα μαζί μας και γινόμαστε ένα μαζί Σου. Και φεύγουμε από τον ναό με την κραυγή της χαράς και του θριάμβου στα χείλη: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…». Από την προσδοκία περνούμε στη συνάντηση κι από ‘κει στην κατάκτηση. Σε νοσταλγούμε, Σε βλέπουμε, Σε ακούμε, Σε παίρνουμε μέσα μας.

Αυτή είναι η πορεία που κάνουμε το Σάββατο και την Κυριακή.

Ευτυχισμένες αυτές οι στιγμές της ζωής μου. Δεν έχουν άλλες όμοιες τους στο διάστημα της εβδομάδος.

Κύριέ μου, ευλογημένε μου Κύριε, απόψε που το σκέφτομαι αυτό Σ’ ευχαριστώ. Και Σου το λέω ειλικρινά, Σε νοσταλγώ…

*(Λουκ. Β’ 22-35)

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Χριστούγεννα
Συγραφέας: Henry van Dyke
Αριθμός Σελίδων: 51

Q

«Θεέ της αγνότητας και της αλήθειας», προσευχήθηκε, «οδήγησέ με στον άγιο δρόμο, στον δρόμο της σοφίας, που Εσύ μόνο γνωρίζεις».

Έπειτα, στράφηκε πάλι στον άρρωστο, τον τράβηξε με κόπο προς τα έξω και τον έφερε σ’ ένα μικρό ύψωμα κοντά στη ρίζα ενός φοίνικα. Έλυσε τις πυκνές πτυχές του σαρικιού του και του άνοιξε τον χιτώνα μπροστά στο στήθος του. Έφερε νερό από ένα από τα μικρά κανάλια που ήταν εκεί κοντά και έβρεξε το μέτωπο και το στόμα του αρρώστου. Έριξε στο νερό μερικές σταγόνες από εκείνα τα απλά αλλά δυνατά φάρμακα, που είχε πάντοτε μέσα στη ζώνη του -γιατί οι Μάγοι ήταν γιατροί, καθώς και οι αστρολόγοι- και το έχυσε σιγά σιγά ανάμεσα από τα ωχρά χείλη του. Ώρες ολόκληρες προσπαθούσε σαν ένας επιδέξιος γιατρός. Επιτέλους η δύναμη του ανθρώπου ξαναγύρισε, κάθισε και κοίταξε γύρω του.

– Ποιος είσαι; είπε με την απότομη γλώσσα της χώρας του, και γιατί με αναζήτησες εδώ, για να με ξαναφέρεις στη ζωή;

– Είμαι ο Αρταβάν, ο Μάγος, από τα Εκβάτανα και πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα, για να βρω Εκείνον που πρόκειται να γεννηθεί ως Βασιλεύς των Εβραίων, μεγάλος Άρχοντας και Λυτρωτής όλων των ανθρώπων. Δεν τολμώ να αργοπορήσω περισσότερο το ταξίδι μου, γιατί το καραβάνι που με περιμένει μπορεί να φύγει χωρίς εμένα. Αλλά εδώ έχεις ό,τι μου έμεινε από ψωμί και κρασί και εδώ έχεις και μερικά θεραπευτικά βότανα. Όταν σου ξαναέλθουν οι δυνάμεις σου, μπορείς να βρεις τις κατοικίες των Εβραίων ανάμεσα στα σπίτια της Βαβυλώνας.

Ο Εβραίος ύψωσε το χέρι του που έτρεμε προς τον ουρανό. «Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ να ευλογήσει και να ευοδώσει το ταξίδι του ελεήμονα και να τον φέρει ειρηνικά στο επιθυμητό λιμάνι».

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Διηγήματα/Μυθιστορήματα
Συγραφέας: Μελέτης Β. Γεώργιος
Αριθμός Σελίδων: 207

Q

Ο διωγμός συνεχιζόταν από τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό με πιο μεγάλη ένταση. Σαν κοπάδια οδηγούνταν στη σφαγή τα αθώα θύματα. Ο ζήλος του μαρτυρίου, αντί να σβήνει, ολοένα φούντωνε περισσότερο. Αυτή η φωτιά του ενθουσιασμού είχε θεριέψει και στην καρδιά του Θεοδώρου. Νεοσύλλεκτος στις τάξεις του στρατού, παλαίμαχος όμως στο στράτευμα του Χριστού. Στα τρυφερά του χρόνια γαλουχήθηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως. Οι αξέχαστοι γονείς του είχαν γιγαντώσει την ψυχή του με τα μεγάλα παραδείγματα των χριστιανών ηρώων και μαρτύρων. Όλα αυτά έκαναν την ψυχή του ριψοκίνδυνου Θεοδώρου να λαχταράει το μαρτύριο. Τα ματωμένα στεφάνια τον έθελγαν. Και η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί.

Ο στρατηγός Βρίγγας είχε κατορθώσει με δελεαστικές προτάσεις να παρασύρει μερικούς χριστιανούς στρατιώτες και να τους οδηγήσει στους βωμούς των ειδώλων. Εκεί δέχτηκαν να προσφέρουν θυσία στους ψεύτικους θεούς. Το κακό παράδειγμα βρίσκει πάντοτε εύκολα μιμητές, αν δε βρεθούν οι φλογεροί που θα αντιδράσουν. Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή ξεσπάθωσε ο Θεόδωρος. Μάστιξε άφοβα τα ύπουλα τεχνάσματα των δειλών. Ύψωσε ύστερα τη φωνή του και ομολόγησε πως κι αυτός είναι χριστιανός.

– Δυσκολεύομαι να το πιστέψω, Θεόδωρε. Σε ήξερα μέχρι τώρα για τολμηρό και πειθαρχικό. Σε καμάρωνα. Έκανα τα καλύτερα όνειρα για ‘σένα, τον γενναίο μου στρατιώτη. Πώς το έκανες εσύ αυτό; Δε φοβάσαι τα αυτοκρατορικά προστάγματα; Γιατί δε λατρεύεις τους μεγάλους θεούς μας; Γιατί δεν προσφέρεις θυσίες στους ιερούς βωμούς μας;

– Είμαι χριστιανός, απάντησε με στρατιωτική συντομία ο Θεόδωρος. Δε μου επιτρέπεται να λατρεύω ψεύτικους θεούς και να προσκυνώ ανόητα ξόανα. Θεός δικός μου είναι ο Χριστός, ο αθάνατος και ουράνιος Βασιλεύς.

– Θέλησε να με ακούσεις, Θεόδωρε, συνέχισε με ήρεμο και μειλίχιο ύφος ο στρατηγός, για το καλό σου ενδιαφέρομαι. Φόρεσε τη δοξασμένη πανοπλία σου και πήγαινε με τιμητική συνοδεία να θυσιάσεις στους αθάνατους θεούς μας και μην αρνείσαι να υπακούσεις στους ανίκητους αυτοκράτορές μας.

– Τιμώ τους αυτοκράτορες, αλλά πρώτα είμαι στρατιώτης του βασιλέως Χριστού, του αληθινού Θεού. Αυτόν σέβομαι περισσότερο από κάθε άλλον. Αυτόν μόνο λατρεύω και Αυτόν δε θα παύσω ποτέ να ομολογώ. Για χάρη Του είμαι έτοιμος να βασανισθώ και να πεθάνω! Εμπρός λοιπόν! Μη διστάζετε. Μην αργείτε. Φέρτε εδώ τα κοφτερά σας εργαλεία που σχίζουν τις σάρκες, για να πληγώσετε το σώμα μου. Ανάψτε τις φωτιές σας για να με κάψετε. Κι αν τα λόγια μου αυτά σας στεναχωρούν και δε θέλετε να τα ακούτε, κόψτε και τη γλώσσα μου.

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Διηγήματα/Μυθιστορήματα
Συγραφέας: Αρχ. Αχιλλέως Σάββας
Αριθμός Σελίδων: 171

Q

Ήμουν τότε στα νεανικά μου χρόνια. Η πίστη μου – αν και κλονισμένη για το Άγιο Φως – παρέμενε πάντα ζωντανή στον Χριστό.

Πίστευα πολύ, ασχέτως ότι δημιουργούνταν στον εαυτό μου ερωτήματα αμφιβολίας. Στο βάθος της ψυχής μου βασίλευε η γαλήνη. Μία ουράνια χάρη με επισκίαζε συνεχώς. Αλλά και ο πόθος να δω με τα μάτια μου τι γίνεται μέσα στον κλειστό Τάφο δεν αποβαλλόταν. Ήταν κάτι που ποθούσα επίμονα να κατορθώσω. Ήταν όμως πολύ δύσκολο. Ανθρωπίνως αδύνατο εκτός απροόπτου συμβάντος που δεν είχα κατά νου. Τις σκέψεις μου και τις αγωνίες μου τις έβλεπε ο Θεός. Εκείνος που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς και τους διαλογισμούς του καθενός ανθρώπου. Εκείνος έβλεπε την αγωνία μου και γνώριζε τον πόθο μου. Γι’ αυτό μου παραχώρησε ανέλπιστα περιστατικά. Επέτρεψε γεγονότα για να τονώσει την πίστη μου. Δημιούργησε καταστάσεις για να δω ό,τι ποθούσα και να διακηρύττω τα θαυμάσιά Του. Και κατέληγα ύστερα από τις δικές μου σκέψεις. Εφόσον είμαι υπεύθυνος του Παναγίου Τάφου και φρουρός του Ζωοδόχου μνήματος, να ζητήσω άδεια να παραμείνω εντός του Ιερού Κουβουκλίου. Είναι όμως αδύνατον. Ακατόρθωτο. Οι κανονισμοί είναι αυστηροί.

Είναι, λοιπόν, ανόητο να τολμήσω να εκφράσω τη σκέψη μου. Εκείνος που θα άκουγε την παράλογη επιθυμία μου θα με απέπεμπε με αυστηρότητα. Να κρυφτώ, τότε, αυθαίρετα εντός του Παναγίου Τάφου; Είναι παντελώς αδύνατο, αφού ούτε χώρος υπάρχει ούτε γωνιά για να διαφύγω της προσοχής των υπευθύνων. Εκείνοι διενεργούν με σχολαστικότητα δύο και τρεις φορές τον έλεγχο, ελάχιστη ώρα πριν το Άγιο Φως… Με αυτές τις σκέψεις βασάνιζα τον εαυτό μου μέρα και νύχτα. Το σύνθημα μου παρέμενε πάντα το ίδιο. Σταθερό και αμετάβλητο χωρίς καμιά απολύτως αλλαγή.

Πρέπει να δω με τα μάτια μου.

Πρέπει να διαπιστώσω τι συμβαίνει μέσα στον κλειστό Τάφο.

Πρέπει… Πρέπει… Και αυτά τα «πρέπει» έμεναν διαρκώς ανεκπλήρωτα. Κανένας τρόπος δεν υπήρχε να τα ικανοποιήσω ή να τα απομακρύνω από τον εαυτό μου. Αυτή την πάλη και την αγωνία μου την γνώριζε μόνο Ένας. Ο Θεός. Εκείνος ενώπιον του Οποίου και οι τρίχες του κεφαλιού μας είναι αριθμημένες. Ασχέτως από το αν η επιθυμία μου ήταν εκτός πραγματικότητας, ανεκπλήρωτη και ανεφάρμοστη, εγώ πίστευα. Ο Θεός, έλεγα, δε θα με αφήσει να ταλαιπωρούμαι με τέτοιου είδους αγωνίες. Θα λύσει τις απορίες μου και θα μου δώσει να δω τι είναι το Άγιο Φως…

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Διηγήματα/Μυθιστορήματα
Συγραφέας: Βιγγοπούλου Μυρσίνη
Αριθμός Σελίδων: 83

Q

Τα παιδιά ποτέ δεν της έφερναν αντίρρηση, έτσι με το καλό που τους έπαιρνε. Δουλεύοντας μάλιστα παρέα μαζί της, άρχισαν σιγά-σιγά να της εκμυστηρεύονται τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους.

– Ταπείνωση, όταν μεγαλώσω, ονειρεύομαι να πάω να γνωρίσω και άλλες χώρες μακρινές, της λέει η Φιλοδοξία, καθώς φτιάχνει την ανθοδέσμη της. Θέλω να γνωρίσω τον πολιτισμό τους και να μάθω τι γίνεται στον κόσμο. Όσο περνάει ο καιρός, ακόμη και η Εσύπολη μου φαίνεται μικρή! Δε με χωράει.

Εκείνη την ακούει και χαμογελώντας της λέει:

– Κι όλο τον κόσμο να γυρίσεις, κοριτσάκι μου, κι όλες τις χώρες να επισκεφθείς, πάλι ευχαριστημένη δε θα είσαι.

– Αντίθετα, εγώ από εδώ δεν το κουνάω, λέει ο Πείσμονας. Στην κάθε χώρα που θα πας, πρέπει να μάθεις και τη γλώσσα που μιλούν εκεί οι άνθρωποι, γιατί αλλιώς δε θα μπορείς να συνεννοηθείς. Δηλαδή διάβασμα και πάλι διάβασμα. Δεν το αντέχω!

– Αχ, βρε παιδάκια μου, τους λέει αναστενάζοντας. Αν ξέρατε τα μυστικά του ουρανού, όλος ο κόσμος θα ήταν δικός σας! Και με πιο λίγα πράγματα να ζούσατε και πιο λίγα ταξίδια να κάνατε, θα ήσασταν πάλι ευτυχισμένα.

– Τα μυστικά του ουρανού! Να κάτι που δεν ξέρω και ως ιδέα με συναρπάζει, αναφωνεί η Φιλοδοξία. Πες μου, πώς μπορώ να τα μάθω; Ο αδελφός της κουνάει απελπισμένος το κεφάλι του.

– Αυτά κι αν θέλουν διάβασμα! Ο ουρανός έχει τόσους πλανήτες… Εάν, λοιπόν τα μυστικά κάθε πλανήτη είναι γραμμένα σ’ ένα βιβλίο, πόσους τόμους πρέπει να μελετήσουμε για να τα μάθουμε;

– Μήπως αυτά τα μυστικά δε βρίσκονται μόνο στους πλανήτες; Μήπως δεν αρκεί να διαβάσουμε όλη τη σοφία των ανθρώπων, αλλά χρειάζεται κάποιος να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε και μία άλλη ζωή;

– Αχ, πολύ μας τα μπερδεύεις σήμερα, λέει η Φιλοδοξία ανυπόμονα.

– Ναι, έχετε δίκιο… Ας το πούμε απλά. Αν γευτείτε το γλυκό ψωμί της Αρετής, τότε θα σας αποκαλυφθούν τα μυστικά του ουρανού, τους ξεσηκώνει εκείνη. Η Φιλοδοξία ενθουσιάζεται.

– Αν μου πεις πού μένει η Αρετή, θα πάω τώρα αμέσως!

– Έξω από την πόλη, πάνω σ’ ένα ύψωμα, είναι το σπιτικό της. Εκεί ζυμώνει ένα γλυκό ψωμί και πάει ο κόσμος και το γεύεται.

– Αφού είναι τόσο κοντά, ας πάμε τώρα κιόλας!

– Ε, περίμενε! φωνάζει ο Πείσμονας. Αν είναι να μάθω τα μυστικά του ουρανού τρώγοντας μόνο γλυκό ψωμί, χαζός δεν είμαι να κάτσω εδώ να περιμένω… Έρχομαι μαζί σου!

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Νεομάρτυρες 15ος-19ος
Συγραφέας: Σουρέλη-Γρηγοριάδου Γαλάτεια
Αριθμός Σελίδων: 174

Q

«Ένα σημάδι, πολυέλεε Κύριε, ένα μικρό αστεράκι στη μαυρίλα που με κυκλώνει. Ένα σημαδάκι μικρό, τόσο δα.»

– Μπορείς να μου το ανάψεις;

Μαθημένος να αγριεύεται σε κάθε φωνή, τινάχτηκε ο Δημήτριος. Το παιδί, που στεκόταν μπροστά του, ήταν δεν ήταν έξι εφτά χρονών. Κρατούσε έναν νταβά περασμένο με σπάγγο στον λαιμό του, γεμάτο πραμάτειες.

– Μπορείς να μου το ανάψεις; ξαναρώτησε παραξενευμένος ο μικρός από την έκπληξη του Δημητρίου και του ’δωσε ένα μικρό κερί.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι ο Δημήτριος.

– Δεν μπορώ, είπε με απελπισία.

– Γιατί; απόρησε ο μικρός.

– Δεν μπαίνω στην εκκλησία, βόγκηξε θαρρείς ο Δημήτριος.

– Γιατί; επέμεινε ο μικρός.

– Κατάλαβε ο Δημήτριος πως άδικα θα εξηγούσε στο παιδί τι συνέβαινε. Δε με θέλει ο Θεός στο σπίτι Του, είπε απλά.

Κούνησε δύσπιστα το κεφάλι του το αγόρι.

– Όλους τους θέλει ο Θεός, εξαίρεση δεν κάνει σε κανέναν, είπε με σιγουριά, που έκανε εντύπωση στο Δημήτριο.

Άπλωσε το χέρι, πήρε το κερί που του έδινε ο μικρός.

– Θα το δεις! Ψιθύρισε όπως προχώρησε για την είσοδο.

     Πασπατευτά, το πόδι του μέτρησε τα σκαλοπάτια κρατώντας αντίσταση για τη δύναμη που, όπου να ’ναι, θα τον έσπρωχνε μακριά. Ξοπίσω του το παιδί. Είχε αφήσει τον νταβά εκεί στον πάγκο πλάι και κοιτούσε τα παράξενα φερσίματα του Δημητρίου.

     Ο Δημήτριος δισταχτικά έκανε ακόμα ένα, δύο, τρία βήματα. Μπροστά στη θύρα της εκκλησίας κοντοστάθηκε παραξενευμένος, γιατί τίποτα δεν τον εμπόδιζε να προχωρήσει. Έκανε μια τελευταία δοκιμή, όλος δυσπιστία κοίταξε τον Παντοκράτορα. 

     Μ’ απόφαση δρασκέλισε τη θύρα και μπήκε μέσα στον ναό. Τώρα που καμιά δύναμη δεν τον μαχότανε, τώρα ξεσηκώθηκε όλος ο μέσα κόσμος του Δημητρίου. Έπεσε στα γόνατα εξουθενωμένος, όχι απ’ τον θυμό, μα απ’ την αγάπη του Θεού.

     «Πιο δύσκολο να αντέξω την αγάπη Σου, Πολυεύσπλαχνε. Όσο με είχες αποπαίδι έλεγα πως ο λογαριασμός, που ήταν ανοιχτός, θα ξοφλήσει μια μέρα. Κι έρχεσαι Εσύ, με μια μονοκοντυλιά, σβήνεις τ’ άσβηστα, Άρχοντα και νιώθω τη ζέστα της αγκάλης Σου! Γιατί τόσο εύκολα μου χαμογέλασες; Γιατί το πρόσωπό Σου, που αποστρέφεται την αμαρτία, δεν αποστρέφεται εμένα τον αμαρτωλό;  Δεν έχω ρούχα να έρθω στο σπίτι Σου. Ξεσκισμένα και βρομισμένα φοράω. Λερώνω ό,τι με αγγίζει. Κι αυτό το σβησμένο κερί, προσφορά του παιδιού, κι αυτό το βρόμισα».

      Ένωσε τα τρία του δάχτυλα ο Δημήτριος και έκανε έναν βαθύ σταυρό. «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ᾿Ισχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡµᾶς».  Ελέησόν με. Ελέησόν με.

Το ανυπόμονο χέρι του παιδιού τον σκούντησε ελαφρά.

– Έχεις τίποτα; Πονάς πουθενά;

– Όλο πληγές είμαι! Ομολόγησε ο Δημήτριος, χαμηλόφωνα.

– Άναψε το κερί μου κι έλα σπίτι μου. Ο παππούς μου ξέρει γιατροσόφια. Ένα-ένα γνωρίζει τα μαντζούνια. Δεν πολυσκέφτηκε ο Δημήτριος . Ένα σημάδι είχε ζητήσει από τον Θεό. Μπορεί και να ήταν τούτο το σημάδι.

 

 

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Χριστιανικός Αγώνας
Συγραφέας: Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος
Αριθμός Σελίδων: 38

Q

Τα πρώτα χρόνια της νεανικής μου ζωής δεν πέρασα χριστιανικά. Ήμουν νέος. Ήθελα να απολαύσω. Την ομορφιά της ζωής. Ήθελα να γλεντήσω τα νιάτα μου. Και έτσι έκανα πολλές αταξίες.

Μέχρι τότε είχα ακούσει πολλά. Και για τον Χριστό. Και για τη χριστιανική ζωή. Και στο σπίτι. Και στο σχολείο. Αλλά τα άφηνα στην άκρη. Συνειδητά. Η πόρτα της καρδιάς μου είχε κλείσει για τον Χριστό.

Λένε, ότι η λαχτάρα για χαρά είναι τυφλή και τυφλώνει. Εγώ τότε το ζούσα. Γιατί το είχα αποφασίσει, να παραμερίσω από τη ζωή μου κάθε «ηθική» αρχή. Δεν ήθελα «ηθική»! Ήθελα χαρά! Ήθελα να «χαρώ»!

Ένα βράδυ η σκέψη μου ξαναγύρισε στον Χριστό. Κάπως πιο έντονα τη φορά αυτή. Και, ενώ ήμουν ξαπλωμένος αναπαυτικά, μεταβλήθηκε –από ένας συνηθισμένος στοχασμός- σε προσευχή! Του είπα:

– Μη με αφήνεις, Χριστέ μου, να βουλιάξω σ’ αυτόν τον βούρκο!

Το είπα και τα μάτια μου βούρκωσαν.

– Έλα κοντά μου, Κύριε!            

Και ο χρόνος με άκουσε. Και ήλθε. Αμέσως. Τον αισθάνθηκα. Κοντά μου. Δίπλα μου. Ζωντανή πραγματικότητα! Και η ζωή μου άλλαξε. Αμέσως φωτίστηκε. Το σκοτάδι της ψυχής μου διαλύθηκε. Μέχρι τότε είχα μέσα μου μια πίκρα. Μέσα μου τώρα άκουγα μία μουσική γλυκιά. Είχα γεμίσει γαλήνη, ειρήνη και χαρά.

Η ευτυχία δε βρίσκεται ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας. Βρίσκεται μόνο στον Θεό. Και όταν εμείς έχουμε βρει τον Θεό, την βρίσκουμε παντού. Έτσι, λοιπόν, η πόρτα της καρδιάς μου είχε ανοίξει. Κάθε ημέρα που περνάει, αισθάνομαι όλο και καλύτερα. Και ήμουν γι’ αυτό πολύ ικανοποιημένος.  Μια μέρα έκανα πάλι μια θερμή προσευχή:

– Χριστέ μου…

Και πριν καλά-καλά Τον φωνάξω, Τον αισθάνθηκα δίπλα μου. Να μου λέει:

– Να ’μαι, ήλθα. Ἰδού πάρειμι. Είμαι κοντά σου.

– Χριστέ μου, θέλω να ανήκω σε Εσένα. Έλα κοντά μου! Δε γίνεται ζωή χωρίς Εσένα.

– Αν θέλεις να έρθω κοντά σου και να μείνω για πάντα κοντά σου, από εσένα εξαρτάται. Δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γύρω σου και μέσα σου. Και τότε θα είμαι για πάντα κοντά σου.

– Σε αγαπάω!

– Ευχαριστώ, μα δεν φτάνει. Δείξε το μου! Με τα έργα σου. Έτσι είναι. Ό,τι ο άνθρωπος έχει μέσα του, βγαίνει και έξω του. Δείξε μου λοιπόν τα «έξω» σου για να καταλάβω τα «έσω» σου.

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Διηγήματα/Μυθιστορήματα
Συγραφέας: Χατζή Σοφία
Αριθμός Σελίδων: 118

Q

Από ποιο χωριό είσαι; Από τη Μισσιόνα;

Χαμογέλασε κι ύστερα μου εξήγησε πως είναι από ένα χωριό πολύ μακριά από το Κονγκό, που το λένε Ελλάδα. Είπε πως η Μισσιόνα δεν είναι χωριό αλλά Ιεραποστολή και πως εκεί υπάρχουν ορφανά παιδιά σαν εμένα και την Κιλόκο, τρώνε, κοιμούνται και πάνε σχολείο. Ντρεπόμουν να ρωτήσω τι θα πει σχολείο. Ήδη έμοιαζα πολύ μικρός στα μάτια του. Για να του δείξω πως ξέρω κι εγώ κάτι, του είπα: 

-Οι θεοί σε έστειλαν και σε ευχαριστούμε! Στο χωριό μου με συμβούλεψαν ότι αν ταξιδέψουμε προς το Κολουέζι, ίσως εκεί οι θεοί μας βοηθούσαν… Εκείνος σοβάρεψε και με κοίταξε κατάματα. Εγώ φοβήθηκα, αφού τώρα δεν κοίταζε τον δρόμο, αν και ευτυχώς κρατούσε το τιμόνι. Λες να πέφταμε πάλι πουθενά; Μόλις πριν λίγο είχε ρίξει το φορτηγό του στη λάσπη… Επιτέλους σύντομα έστρεψε το πρόσωπό του στον δρόμο και μου είπε ήρεμα ότι ο Θεός είναι ένας. Αυτός ο ένας Θεός έφτιαξε το Κονγκό και το χωριό του την Ελλάδα, έφτιαξε κι άλλους Μουζούνγκου, αλλά και φυσιολογικούς σαν εμάς, κι όπως δίνει σπόρους στα πουλιά, έτσι βρίσκει τρόπο να προσφέρει τροφή και στους ανθρώπους.

– Και φτάνει ένας Θεός μόνος του να προλάβει όλα αυτά;

– Φτάνει, αλλά αυτό θα το βλέπεις σιγά-σιγά.

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Διηγήματα/Μυθιστορήματα
Συγραφέας: Claude Rob.
Αριθμός Σελίδων: 157

Q

Το βράδυ, ύστερα από το φαγητό, βρίσκοντας ευκαιρία με την απουσία του Γιάννη, άνοιξα μαζί του κουβέντα.

-Ξέρεις, Ρούντη, σήμερα το πρωί έκανες μια ξεγυρισμένη γκάφα…

-Σήμερα το πρωί;

-Ναι, ναι, σήμερα το πρωί, στο μάθημα των Θρησκευτικών.

-Α! Δε φταίω εγώ που ο καθηγητής με συνεχάρη περισσότερο απ’ ό,τι άξιζα.

-Δεν έπρεπε καν να το αξίζεις!

-Τι θες να πεις;

-Θέλω να πω ότι δεν έπρεπε να σκοτωθείς έτσι για να απαντήσεις σε ό,τι σε ρώτησε. Δεν έπρεπε να καταβάλλεις τον ελάχιστο κόπο γι’ αυτό το μάθημα. Δεν είδες πώς σε κοίταγαν όλοι τόσο έκπληκτοι σήμερα το πρωί;

-Ναι… Λοιπόν;

-Εδώ κι ένα χρόνο η τάξη έχει πάρει την απόφαση να μη διαβάζει Θρησκευτικά. Πρόκειται για μία παράδοση που έχεις υποχρέωση να σεβαστείς…

-Ο πατέρας μού έλεγε πολλές φορές: «Μελέτησε καλά τη θρησκεία σου. Θα χρειαστεί να παλέψεις γι’ αυτήν, αργότερα, μέσα σε διάφορες κοσμικές συγκεντρώσεις και, προπαντός, θα χρειαστεί να υπερασπίσεις την πίστη των χωρικών μας…». Στο τέλος-τέλος δεν είναι δουλειά των σπουδαστών να μού κάνουν μαθήματα!

-Έλα, Ρούντη, λογικέψου και γίνε καλός σύντροφος. Θα μας πάρεις στο λαιμό σου.

-Δεν μπορώ να αρνηθώ το χρέος μου!

-Σπούδασε τη θρησκεία σου όσο θες, μα μην τη φανερώνεις στην τάξη. Έτσι κάνουν και οι… άλλοι…

-Υπάρχουν σπουδαστές που περιμένουν από ’μένα ένα θαρραλέο παράδειγμα.

-Τότε θα ξεσηκώσεις ολόκληρη την τάξη εναντίον σου και σίγουρα θα γίνουν φασαρίες…

-Μα επιτέλους, Ρόμπερτ, με ποιο δικαίωμα θα μού επιβάλλουν τι είναι αυτό που πρέπει να μάθω και τι όχι; Είναι απλούστατα ανόητο! Αυτό ενδιαφέρει εμένα και κανέναν άλλο!

-Πολύ καλά, του απάντησα ερεθισμένος. Θα  έχεις να αντιμετωπίσεις τον «Σύνδεσμο». Δεν πρέπει να αμφιβάλλεις καθόλου για το τι σε περιμένει…

Χαμογέλασε.

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Νεομάρτυρες 15ος-19ος
Συγραφέας: Αρχ. Ιγνάτιος Μαδενλίδης
Αριθμός Σελίδων: 154

Q

Η περίοδος της Τουρκοκρατίας έχει να επιδείξει πλήθος νεομαρτύρων που υπέμειναν βασανιστήρια και θάνατο, για να μην προδώσουν την πίστη τους στον Χριστό και την αγάπη τους για την πατρίδα. Ένας από τους πιο γνωστούς νεομάρτυρες είναι ο άγιος Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης, ο οποίος μαρτύρησε το 1773 σε ηλικία μόλις 15 ετών. Το βιβλίο του περιγράφει τον αγώνα του να παραμείνει πιστός μέχρι το τέλος και τον μαρτυρικό θάνατό του, που του χάρισε το ουράνιο στεφάνι.

(απόσπασμα από το βιβλίο)

Έπειτα από κάποιες περιποιήσεις και ψυχολογική προετοιμασία, κάποτε ο Αγαρηνός έθεσε στον Ιωάννη το θέμα. Έκανε την πρότασή του. Προσπάθησε ο Οθωμανός να κάνει όσο μπορούσε απαλή και γλυκιά την τραχιά φωνή του και πειστικότερο το λόγο του, αν και η πρόταση από μόνη της ήταν γοητευτική.

Πόση γοητεία είχε ο λόγος του αφεντικού για υιοθεσία του Ιωάννου, μπορείς να το εκτιμήσεις καλύτερα, όταν λάβεις υπόψη σου δύο πράγματα: την αθλιότητα και την τυραννία στην οποία βρισκόταν το παιδί και η μάνα του. Άλλο είναι να προσφέρεις ζεστό ψωμί σε χορτάτο κι άλλο να το προσφέρεις σε πεθαμένο από την πείνα, που το λαχταράει!. Και δεύτερον ότι, αν ο Ιωάννης δε δεχόταν πρόταση, η εύνοια θα μεταστρεφόταν σε δυσμένεια, σε αντιπάθεια, σε έχθρα και σε χειρότερα ακόμα.

Ε, να δεχθεί λοιπόν! Και το σκέπτεται;

Μάλιστα. Αυτό θα έκαναν πολλοί νέοι στη θέση του. Ο Ιωάννης όμως δεν το έκανε. Ούτε καν το διαπραγματευόταν. Δεν το συζητούσε διόλου. Ο Αγαρηνός και η γυναίκα του κάθε μέρα – έκαναν, πώς έκαναν! – θα του έλεγαν γι’ αυτό το θέμα, πότε με κολακείες, πότε με υποσχέσεις, πότε με περιποιήσεις, με καλοπιάσματα… «Καθημερινώς δεν έπαυαν να τον ενοχλούν δοκιμάζοντας να τον διαστρέψουν…» λέγει ο άγιος βιογράφος. Ανένδοτος ο Ιωάννης και ανυποχώρητος. Γιατί; Το αντιλαμβάνεται ο καθένας. Δεν είναι μόνο που – πώς να το καταδεχτεί ένας βλαστός δοξασμένου Γένους; – ένα Ελληνόπουλο θα γινόταν Τουρκόπουλο. Αυτό το είχε για ξεπεσμό ο Ιωάννης. Για κατάντια. Καλύτερα Ελληνόπουλο σκλάβος, παρά Τουρκόπουλο τσιφλικάς. Αλλά το πιο μεγάλο εμπόδιο ήταν άλλο: ο Αγαρηνός τού ζητούσε να αλλάξει την πίστη του, να «τουρκίσει». Προσπαθούσε «να τον διαστρέψει από την πίστη των χριστιανών και να τον επιστρέψει εις τη δική τους θρησκεία». Και αυτό ο Ιωάννης δεν ανεχόταν ούτε καν να το ακούσει. Να αλλάξει την πίστη του, την πίστη των προγόνων του, του μάρτυρα πατέρα του, να μαγαρίσει το άγιο μύρο που του έβαλαν, να αλλάξει το όνομα του το βαφτιστικό; Θεός φυλάξει! Ποτέ.

Ποτέ! Θα αρνηθεί κι ό,τι γίνει ας γίνει.

Καταλαβαίνει ο Ιωάννης. Ας είναι μικρός. Δεν είναι δα και παιδάκι. Εκεί που έφτασαν τα πράγματα, Τρίτη λύση δεν υπήρχε. Ή θα δεχόταν να αλλάξει την πίστη του ή έπρεπε να θυσιάσει τη ζωή του.

Πειρασμός. Δοκιμασία. Έριξε την ψήφο του στο δεύτερο. Θα έμενε γιος του Θεού Πατέρα και του μάρτυρα πατέρα του κι ας περνούσε αυτός ο δρόμος από μαχαίρι και αίματα. Θα έμενε αντάξιος του Χριστού και μαρτυρικού, τιμημένου Γένους του! «Θεέ μου, κάνε με σταθερό σαν τη βαλανιδιά, ανυποχώρητο σαν τον βράχο!».

Ήταν η πρώτη νίκη του νεαρού Ιωάννου. Την κέρδισε στο μυαλό και στην καρδιά του. Εκεί πρωτοκερδίζονται οι πνευματικές νίκες. Η πάλη με τον πειρασμό στα βάθη, κι ας μη φαίνεται, είναι ένα είδος μαρτυρίου, λευκού, αναίμακτου, αλλά οδυνηρού. Εκεί, στο βάθος, στη γνώμη κρίνεται ο άνθρωπος. Αν δε λυγίσεις εκεί, νίκησες. Και ο Γουβιώτης έμεινε εκεί ασυμβίβαστος. Κρίθηκε. Νίκησε. Όπως, χιλιάδες χρόνια πριν, ο Κύριός Του Ιησούς νίκησε τον πειρασμό, που του ζητούσε: «προσκύνα με και σου δίνω τις δόξες και τα βασίλεια του κόσμου» (Ματθ. δ’ 8).

 

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: Βίοι αγίων
Συγραφέας: Καναβά Ζωή
Αριθμός Σελίδων: 243

Q

Ζυγώναμε στη Δαμασκό, εκεί που τα νερά του Χρυσορρόα και του Φαρφάρ αργοκυλούν τραγουδιστά, ανάμεσα από μηλιές. Την πόλη την βλέπαμε κιόλας αντίκρυ με τα ωραία κτίρια, με τους κήπους, με τις κιονοστοιχίες δεξιά-ζερβά στον δρόμο. Στο χέρι μου βαστούσα τον κατάλογο με τα ονόματα των Ναζωραίων που ήταν να συλλάβω. Κι έξαφνα ένιωσα ζέστη αβάσταχτη. Αρπάγη σιδερένια το κεφαλομάντηλο έγινε στα μηνίγγια μου. Τα μάτια μου έκαιγαν, πονούσαν. Κι ο Χρυσορρόας και ο Φαρφάρ, το δάσος με τις μηλιές και με τις φοινικιές, πήραν θαρρείς όλα φωτιά! Μου έκοψαν τον δρόμο. Το άλογό μου τρόμαξε. Στυλώθηκε στα πισινά του πόδια και έκανε να πισωγυρίσει. Μα όπως έστριψε απότομα, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο πλάι, ρίχνοντας φυσικά και εμένα.

– Σαούλ, Σαούλ! Τι με διώκεις; άκουσα μία φωνή όλο παράπονο να με ρωτά. Μ’ όλο το χτύπημα που έκανα στο κεφάλι, κατάφερα μια στάλα ν’ ανασηκωθώ.

– Ποιος είσαι, Κύριε; ρώτησα. Πρώτη φορά ακούω την φωνή σου!

– Είμαι αυτός που εσύ διώκεις! μου απαντά.

Δεν κατάλαβα! Άνοιξα διάπλατα τα μάτια να τον δω κι ας με πονούσαν, κι ας με καίγανε. Κανένα δε διέκρινα! Αλλά μήτε και τίποτε άλλο έβλεπα. Πού οι μυρτιές, οι φοίνικες, ο Χρυσορρόας, ο Φαρφάρ, οι σύντροφοι του ταξιδιού μου, η Δαμασκός! Σκοτάδι πίσσα όλα έγιναν. Μ’ έπιασε απελπισία. Κι ένιωσα έρημος, ολομόναχος. Ανασηκώθηκα και άπλωσα τα χέρια. Α, να μπορούσα ν’ αρπαχτώ απ’ τη φωνή να μην τη χάσω!

– Και τώρα τι να κάνω, Κύριε; ρώτησα μες στην απελπισία μου.

– Πήγαινε στην πόλη και θα μάθεις. Σε προορίζω να γίνεις απόστολος των Εθνών! Να φέρεις σ’ αυτούς που ζουν μέσα στην αμαρτία και στην αμάθεια το φως.

Αυτά μου είπε η φωνή και σώπασε…

Πληροφορίες βιβλίου

Κατηγορία: 1940
Αριθμός Σελίδων: 65

Q

Ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ έκανε την εξής εξομολόγηση:

«Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο στην Αθήνα. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ήταν ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία. Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα να ανάβει τα κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα και τη ρώτησα.

-Είστε από εδώ;

-Μάλιστα.

-Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς. 

Και γράφει ο Κέστνερ. «Η απάντηση, μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί». Απαντά η γυναίκα.

-Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δε θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ‘41 με ‘44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου.»

Σωστά έγραψε ο Γερμανός ότι: «Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή».