Χτύπησε η πόρτα της πέμπτης τάξης. Φάνηκε η λευκή διευθύντρια που κρατούσε από το χέρι το ψηλό αγόρι με το θλιμμένο πρόσωπο.

– Από σήμερα, παιδιά, συμμαθητής σας θα είναι και ο Αιμίλιος. Δεχτείτε τον σαν να τον γνωρίζετε χρόνια.

Όμως ο καινούργιος μαθητής δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Άφησε το δικό του σχολείο, βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε ξένα παιδιά, δυσκολεύτηκε στα μαθήματα. Δεν είναι όμως μόνον αυτά… Έχει στο νοσοκομείο, άρρωστο από καρκίνο τον πατέρα του. Βλέπει κάθε μέρα το όμορφο πρόσωπο της μητέρας του δακρυσμένο. Την αγωνία του παππού. Την αντίδραση του μεγάλου αδερφού. Τα τρία μικρότερα να αναζητούν τον πατέρα…
Μετά από λίγες μέρες, η λευκή διευθύντρια βρήκε έξι μαθητές να μιλούν ζωηρά στην αυλή της ιεραποστολής.

– Τι συμβαίνει, παιδιά;
– Ο Αιμίλιος, κυρία! Συζητάμε πώς θα τον φέρουμε κοντά μας. Πώς θα τον κάνουμε φίλο μας και Ορθόδοξο.
– Μένει λίγο πιο πέρα από τη δική μας καλύβα. Ήρθαμε σήμερα μαζί στο σχολείο.

– Εγώ του έδωσα το τετράδιο των Μαθηματικών. Στο σχολείο του ήτανε πίσω. Του είπα πως θα τον βοηθήσω να τα καταλάβει και γέλασε πρώτη φορά το σοβαρό πρόσωπό του.

– Μαζί παίξαμε μπάλα, κυρία. Όμως για λίγο. Θα ξαναδοκιμάσω πάλι.

– Μήπως να πάει στο σπίτι τους η σύζυγος του ιερέα, που έρχεται σε όλους μας όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα;

Τα έχασε για λίγο η λευκή διευθύντρια.

Τούτα τα παιδιά το είχαν παντοτινό στόχο να βοηθούν τους συμμαθητές τους και να τους φέρουν κοντά στον Χριστό!