Το φημισμένο παλαιοπωλείο στην οδό Γερανίου 15 έχει κλείσει πια. Τα ρολλά εδώ και λίγες μέρες είχαν κατέβει και ένα χοντρό λουκέτο ασφάλιζε την κεντρική είσοδο. Απέξω ένα κίτρινο χαρτί εξηγούσε τον λόγο. «Πωλείται». Ο χώρος μέσα ήταν σχεδόν άδειος. Τα πάντα είχαν πουληθεί ή μεταφερθεί σε κάποιο υπόγειο εκεί κοντά. Είχε απομείνει μια βιβλιοθήκη μονάχα μέσα, με μερικά βιβλία.
Η σιωπή βασίλευε μέσα στο σκοτάδι του άδειου μαγαζιού. Το μόνο που την διέκοπτε ήταν κάποιοι αναστεναγμοί κάπου – κάπου. Προέρχονταν από ένα από τα βιβλία της βιβλιοθήκης που είχαν μείνει στον χώρο. Κάποια στιγμή, όμως, δεν άντεξε και αποκάλυψε αυτό που το βασάνιζε «Άκου εκεί να μείνω απούλητο εγώ που αξίζω τόσο πολλά. Στις σελίδες μου είναι γραμμένα κάποια από τα ωραιότερα διηγήματα των διασημότερων συγγραφέων του κόσμου.» Και άρχισε να τα απαριθμεί ένα – ένα.
«Σιγά, εγώ αξίζω περισσότερα, άλλωστε πιάνω και περισσότερο χώρο στη βιβλιοθήκη», μονολόγησε ευθύς μια πολύτομη εγκυκλοπαίδεια. «Στις κιτρινισμένες σελίδες μου περιέχεται όλη η γνώση του κόσμου. Τα παιδιά μου είναι τα πιο μορφωμένα εδώ μέσα». Και, αμέσως, ο καθένας τόμος άρχισε να επιδεικνύει τις γνώσεις του και τα χαρίσματά του. Σειρά, κατόπιν, πήραν και άλλα βιβλία. Το καθένα περηφανευόταν για τον εαυτό και υπογράμμιζε την αξία και τη μοναδικότητά του. Ώσπου άρχισαν να μαλώνουν και να γίνεται πολλή φασαρία μέσα στο παλαιοπωλείο.
«Φτάνει πια! Ησυχάστε!», ακούστηκε σοβαρή και βαριά η φωνή της ξύλινης και λουστραρισμένης Βιβλιοθήκης. Αμέσως, όλα τα βιβλία σιώπησαν. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να κάνουν και διαφορετικά; Δεν ήταν μόνο η ηλικία της που ενέπνεε σεβασμό, αλλά και το ότι τόσο καιρό είχαν φιλοξενηθεί με τόση άνεση στα ράφια της. «Το πιο πολύτιμο βιβλίο μου δεν έχει μιλήσει ακόμα. Είναι κρυμμένο μέσα στο τελευταίο συρτάρι μου. Αλλά μην περιμένετε να ακούσετε τη φωνή του. Δεν του αρέσει η προβολή και η επίδειξη. Αμέσως το συρτάρι άνοιξε μόνο του και αποκαλύφθηκε μια παιδική εικονογραφημένη Βίβλος.»
Τα υπόλοιπα βιβλία έμεναν εκστατικά να την κοιτούν. Θαύμαζαν την απλότητα και σεμνότητά της. Η γριά-Βιβλιοθήκη πήρε πάλι τον λόγο.
“Είναι πολύτιμο γιατί περιέχει τον λόγο του ίδιου του Θεού”.
“Έχει γραφτεί πολύ πριν από σας και οι συγγραφείς της έζησαν σε διαφορετική εποχή ο ένας από τον άλλο. Αλλά ξέρετε τι την κάνει μοναδική; Εσείς όλα, προσφέρετε στους ανθρώπους μια πρόσκαιρη χαρά και τέρψη. Αυτή προσφέρει χαρά και ανάπαυση στις ψυχές των ανθρώπων, που ξεκινά από εδώ και κρατά αιώνια. Στις σελίδες της γνωρίζει κανείς τον Δημιουργό του και ενώνεται μαζί Του με γερούς δεσμούς. Βρίσκει παρηγοριά και απάντηση σε οποιοδήποτε πρόβλημα τον βασανίσει στο διάβα της ζωής του.”
Κάποια από τα κιτρινισμένα βιβλία άρχισαν να κοκκινίζουν από ντροπή μετά τις συστάσεις της κυρα-Βιβλιοθήκης. Κάποια άλλα έμειναν παγερά και αγέρωχα να κοιτούν προς το μέρος της. Κανένα, όμως, δεν εξέφρασε τον παραμικρό αντίλογο. Τι, άλλωστε, είχαν να ανταπαντήσουν; Το συρτάρι ξανάκλεισε μετά από λίγο και σιωπή απλώθηκε πάλι στον χώρο. Το καθένα από τα βιβλία παραδόθηκε στις σκέψεις του.