Την Κυριακή του Τυφλού, πέμπτη Κυριακή από το Πάσχα, θυμόμαστε το γεγονός της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού.
Ο Ιησούς καθώς διέσχιζε την πόλη, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Διερωτήθηκαν τότε οι μαθητές Του μήπως έφταιγαν οι αμαρτίες των γονιών του για το γεγονός ότι ήταν τυφλός ή οι δικές του. Ωστόσο, τους φανέρωσε πως η τύφλωσή του δεν προερχόταν από τις αμαρτίες των γονιών του, ούτε τις δικές του αφού έτσι γεννήθηκε, αλλά έγινε για να δοξαστεί ο Θεός.
Έτσι ο Χριστός έδωσε την όραση και τη δυνατότητα στον τυφλό να βλέπει, με τρόπο θαυματουργικό που έμοιαζε με τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Έφτυσε στο χώμα και έκανε πηλό, και έχρισε μ’ αυτόν τα μάτια του τυφλού. Στη συνέχεια, τον έστειλε να πλυθεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ (που στα εβραϊκά σημαίνει «απεσταλμένος») και κάνοντας όπως του είπε ο Κύριος, άνοιξαν οι οφθαλμοί του και η όρασή του αποκαταστάθηκε.
Οι Φαρισαίοι όμως, που τον γνώριζαν να ζητιανεύει ως τυφλός, δε μπορούσαν να δεχτούν ότι ήταν εκ γενετής τυφλός και θεραπεύτηκε. Παρόλες τις διαβεβαιώσεις του ίδιου και των γονιών του ότι πράγματι ήταν τυφλός από τη γέννησή του, τον κάλεσαν και τον ξανακάλεσαν για ανάκριση, ώστε να διαπιστώσουν τι έγινε ακριβώς. Κι εκείνος συνέχισε να ομολογεί το γεγονός του θαύματος που έκανε ο Ιησούς και του άνοιξε τα μάτια, κάτι που εκείνοι δεν ήθελαν να δεχτούν. Ο διάλογος που ακολούθησε, εκνεύρισε τους Φαρισαίους, οι οποίοι αφού τον πρόσβαλαν, τον πέταξαν έξω από τον χώρο που συνεδρίαζαν.
Όταν άκουσε ο Ιησούς ότι τον έδιωξαν, τον βρήκε και του είπε: “Πιστεύεις στον Υιό του Θεού;” και εκείνος ρώτησε: “Και ποιος είναι Κύριε, για να τον πιστέψω;” Τότε του αποκάλυψε ότι είναι ο ίδιος, και ο πρώην τυφλός αμέσως ομολόγησε την πίστη του και Τον προσκύνησε.
Ποτέ δεν είχε δει τον κόσμο ο εκ γενετής τυφλός. Μόνον τον άκουγε, τον μύριζε και κάποιες φορές τον άγγιζε. Σίγουρα και ο λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό, θα τον βασάνιζε μέσα του. Ίσως είχε την ίδια απορία με τους μαθητές που ρώτησαν τον Κύριο: «γιατί γεννήθηκε τυφλός;». Αυτόν τον πονεμένο άνθρωπο θεράπευσε ο Ιησούς. Και τότε όρμησε μέσα του το φως και είδε τους ανθρώπους, τα δέντρα, όλη την πλάση. Όμως το πιο συγκλονιστικό ήρθε μετά.
Είδε και κατάλαβε όσα οι άλλοι με μάτια ορθάνοιχτα δεν ήθελαν να δουν: τη νέα ζωή που φανέρωνε ο Χριστός.
Είναι απορίας άξιο, γιατί κάποιοι απορρίπτουν τον Χριστό και το έργο Του, αν και είναι αρκετά μορφωμένοι και φαίνεται να ξέρουν πολλά. Βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία όταν βρεθούν αντιμέτωποι με την αλήθεια. Ίσως γιατί πιστεύουν υπερβολικά στον εαυτό τους, στη γνώμη τους, στην αξία τους. Έχουν θεοποιήσει τη λογική τους και αρνούνται τον αληθινό Θεό. Μπορεί μάλιστα να νομίζουν ότι πιστεύουν, αλλά η πίστη τους αυτή χωρίς την ταπείνωση και τη μετάνοια όχι μόνο δεν τους οδηγεί στη νέα ζωή που τους καλεί ο Χριστός, αλλά τους τυφλώνει και τους κάνει να νιώθουν ανώτεροι από τους άλλους.
Χρόνια μέσα στην εκκλησία, στο κατηχητικό, έχουμε ακούσει και γνωρίσει πολλά. Με πόσο παλμό και εντιμότητα τα ζούμε όμως; Ας μη βιαστούμε να κατηγορήσουμε τους «τυφλούς» Φαρισαίους.
Ας αποφασίσουμε αν μας βολεύει το σκοτάδι, ή αν θέλουμε να ζήσουμε στο Φως!