«Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά που θα υπάρχουν για πολλά χρόνια. Φάε, πιες, ευχαριστήσου». Αυτά έλεγε ο πλούσιος της παραβολής, όταν γέμισαν οι αποθήκες του από τα υπάρχοντά του. Σε ποιον τα έλεγε; Άνοιξε διάλογο με την ψυχή του. Και της έλεγε πώς να νιώσει ευτυχία. Ήταν να μη χαίρεται με τόσο μεγάλη περιουσία;

Μα έκανε μεγάλο λάθος. Η ψυχή δεν έχει ανάγκες υλικές, για να χαίρεται με όλα αυτά. Μπορεί η τροφή, οι ανέσεις και όλα τα όμοια να προσφέρουν κάποια ευχαρίστηση στο σώμα του ανθρώπου, αλλά την ψυχή δεν την αγγίζουν. Είναι θέμα κατασκευής. Αλλιώς είναι φτιαγμένη η ψυχή μας. Δεν τρώει ψωμί, για να χορτάσει, δεν ξεδιψάει η δίψα της με νερό, δεν μπορεί να χαίρεται με πράγματα επίγεια. Η ψυχή, για να αισθανθεί αγαλλίαση, χρειάζεται αγάπη, γαλήνη, ειρηνική συνείδηση, επαφή με τον Θεό. Αυτά την τρέφουν, αυτά την ξεδιψούν, αυτά της προσφέρουν ευτυχία.

Σε αυτό απέτυχε ο άφρονας πλούσιος. Δεν κατάλαβε πόσο ανώτερη ήταν η ψυχή του και τι θα την έκανε ευτυχισμένη.

Σχεδίαζε να της χαρίσει, και μάλιστα σε εξωφρενικά υπερβολική ποσότητα, πράγματα που δεν είναι αιτία ευτυχίας. Που έτσι κι αλλιώς εδώ στη γη δε θα τον έκαναν ευτυχή. Που έτσι κι αλλιώς δε θα τα έπαιρνε μαζί του μετά θάνατον. Ούτε εδώ τον ωφέλησαν λοιπόν, ούτε αφότου έφυγε από τον κόσμο αυτό…

Έμεινε μόνο να ακούει το τελευταίο του βράδυ τη φράση «ανόητε…». Είχε ζήσει τη ζωή του και είχε σχεδιάσει το μέλλον του ανόητα…