«Πού πηγαίνετε, κύριε;», με ρωτάει κάθε φορά ο ελεγκτής που κοιτάζει τα εισιτήρια και φορτώνει τις βαλίτσες πριν μπω στο ΚΤΕΛ. Εγώ φυσικά ξέρω τον προορισμό μου, δεν με ξαφνιάζει η ερώτησή του. Την διαδρομή αυτή την κάνω κάθε βδομάδα.

Και ενώ περνάει ο καιρός, να που φτάνουμε σε λίγο στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, την περίοδο της προετοιμασίας μας για το Πάσχα. Πλησιάζουν τόσο γρήγορα οι μέρες αυτές και εγώ ακούω ξαφνικά μια φωνούλα μέσα μου να με ρωτάει «Πού πηγαίνεις;». Σίγουρα αυτός δεν είναι ο ελεγκτής των ΚΤΕΛ… Είναι η συνείδησή μου που θέλει να μου πει κάτι… Είναι και αυτή, βέβαια, ένας «ελεγκτής». Με ελέγχει σε κάθε μου βήμα, σε κάθε μου πράξη και σκέψη. Πού πηγαίνω;

Την περασμένη Κυριακή άκουσα στη Θεία Λειτουργία, όταν ο ιερέας άνοιξε το Ευαγγέλιο, την παραβολή του ασώτου υιού. «Μα πού πάει; Τα έχει όλα.» σκεφτόμουν από μέσα μου, όταν ο μικρός υιός αποφάσισε να φύγει από το σπίτι τού πατέρα του, για να ζήσει όπως εκείνος ήθελε. Σκεφτόμουν, επίσης, πόσο πολύ μοιάζω σε αυτό τον υιό. Πόσες φορές έφυγα και εγώ από τον δρόμο του Θεού… Άλλοτε επειδή Του γύρισα την πλάτη, άλλοτε επειδή δεν ήξερα τι έκανα. Άφησα πάντως τον δρόμο Του.

Όσες φορές, όμως, τον άφησα, τόσες φορές τον ξαναβρήκα. Δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς πώς έγινε αυτό. Κάποια δύναμη μέσα μου με τραβάει και με ξαναφέρνει κοντά Του. Τόσες ευκαιρίες, τόσες ευλογίες, τόσα δώρα μου έδωσε Εκείνος, που, πλέον, δεν μπορώ να το αρνούμαι, να έχω τα μάτια μου κλειστά: με θέλει κοντά Του.

Θέλω και εγώ να είμαι μαζί Του πλέον. Θέλω η καρδιά μου να είναι δοσμένη σε Αυτόν. Η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μου, το «στάδιο των αρετών», είναι η ιδανική ευκαιρία, για να Τον πλησιάσω, να Τον πλησιάσω πραγματικά. Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι θα πρέπει να κοιτάξω καλά τον εαυτό μου, να δουλέψω σε εμένα, και φυσικά έτσι θα βρεθώ αντιμέτωπος με τα λάθη που έκανα – και κάνω –  με όλα τα «παραστρατήματα».

Δε με φοβίζει, όμως, αυτό. Βασικά, τίποτα δε με φοβίζει. Γιατί στο τέλος του δρόμου – εκεί, να, θαρρώ πως ώρες-ώρες σχεδόν το βλέπω – με περιμένει Εκείνος με τα χέρια Του ανοικτά,  για να με αγκαλιάσει.

«Πού πηγαίνετε, κύριε;», με ρωτάει ο ελεγκτής. «Πού πηγαίνεις;», με ρωτάει η φωνούλα μέσα μου. Πλέον έχω απάντηση και για τα δύο.