Ήταν κάποτε σ’ ένα χωριό μία γυναίκα που είχε το ελάττωμα να συκοφαντεί και να κατακρίνει τους συγχωριανούς της.

Μια μέρα λέει το πρόβλημά της στον ιερέα του χωριού. Ο ιερέας, μεταξύ των άλλων, της λέει και τα εξής: «Αύριο το πρωί θα ήθελα να έρθεις στην εκκλησία και να φέρεις μαζί σου κι ένα κοτόπουλο. Στο δρόμο όμως θα ήθελα να του βγάζεις τα πούπουλα».

Πραγματικά, έτσι κι έγινε. Το επόμενο πρωινό η γυναίκα ήταν από νωρίς μπροστά στην εκκλησία. «Έκανες όπως σου είπα;», ρωτάει ο ιερέας.

«Μάλιστα», απαντάει η γυναίκα.

«Τώρα θα ήθελα να γυρίσεις στο σπίτι σου, γυρνώντας όμως να μαζέψεις απ’ το δρόμο τα πούπουλα».

«Μα αυτό, πάτερ, είναι αδύνατο. Ο αέρας έχει ήδη σκορπίσει τα πούπουλα δεξιά κι αριστερά».

«Σωστά το λες», αποκρίθηκε ο ιερέας.

«Το ίδιο συμβαίνει και με τα λόγια και τις συκοφαντίες. Όπως τα φτερά, σκορπίζονται και δεν ξαναμαζεύονται».