Στον ου­ρα­νό έ­γι­νε κά­πο­τε έ­νας δια­γω­νι­σμός. Ο Θε­ός εί­πε στους Αγ­γέ­λους να Του φέ­ρουν το πιο πο­λύ­τι­μο πράγ­μα­ που υ­πάρ­χει στη γη.

Οι άγ­γε­λοι ξε­κί­νη­σαν κι έ­ψα­ξαν ο­λό­κλη­ρη τη γη. Πολ­λοί έ­φε­ραν πολ­λά ω­ραί­α και πο­λύ­τι­μα ο­μο­λο­γου­μέ­νως πράγ­μα­τα. Ξε­χώ­ρι­σαν ό­μως τρεις. Ο έ­νας έ­φε­ρε κι ά­φη­σε στον θρό­νο του Θε­ού έ­να ω­ραιό­τα­το μαρ­γα­ρι­τά­ρι. Ή­ταν μια στα­γό­να ι­δρώ­τα ενός γεωργού.

– Ω­ραί­ο το εύ­ρη­μά σου, εί­πε ο Θε­ός, αλ­λά υ­πάρ­χει κάτι πιο ω­ραί­ο α­πό αυ­τό.

Ήλ­θε τό­τε ο δεύ­τε­ρος άγ­γε­λος. Αυ­τός ά­φη­σε με σε­βα­σμό μπρο­στά στον Θε­ό έ­να κα­τα­κόκ­κι­νο ρου­μπί­νι. Ή­ταν μια στα­γό­να αίματος ε­νός μάρτυρα, ο οποίος δεν αρνήθηκε την πίστη του στον Χριστό. Οι Άγ­γε­λοι έ­μει­ναν εκ­στα­τι­κοί. Α­σφα­λώς αυ­τός θα κέρ­δι­ζε το βρα­βεί­ο.

– Υ­πάρ­χει κά­τι πιο πο­λύ­τι­μο α­κό­μη, εί­πε ο Θε­ός. Τό­τε ό­λοι στρά­φη­καν προς το μέ­ρος του τρί­του αγ­γέ­λου, που ε­κεί­νη την ώ­ρα ερ­χό­ταν και με ευ­λά­βεια ά­φη­σε να κυ­λή­σει στον θρό­νο του Θε­ού έ­να α­στρα­φτε­ρό δια­μά­ντι που ό­μοιό του δεν εί­χαν δει πο­τέ. Ή­ταν έ­να δά­κρυ κά­ποιου α­μαρ­τω­λού που γο­να­τι­στός ο­μο­λο­γού­σε τις α­μαρ­τί­ες του μπρο­στά στον πνευ­μα­τι­κό του.

– Αυ­τό εί­ναι το πιο πο­λύ­τι­μο πράγ­μα, εί­πε τό­τε ο Θε­ός, και το βρα­βεί­ο δό­θη­κε στον τε­λευ­ταί­ο άγ­γε­λο.