Οι άγιοι Ιουβεντίνος και Μαξιμίνος
12η Οκτωβρίου
Κέρδισαν τα μαρτυρικά στεφάνια τους επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Ήταν αξιωματικοί και διακρίνονταν για τη γενναιότητά τους, τη σεμνότητα του βίου και την ένθερμη αφοσίωση στην πίστη και την Εκκλησία. Όταν κάποια φορά έγινε συμπόσιο κάποιων στρατιωτικών, στο οποίο είχαν βρεθεί κι αυτοί, δε φοβήθηκαν να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους και τη λύπη τους για τους διωγμούς κατά των χριστιανών και την ασεβή προσπάθεια του αυτοκράτορα να εξαφανιστεί η χριστιανική θρησκεία και να υπερισχύσει η ειδωλολατρική πλάνη. Ένας ευτελής και κόλακας, παριστάμενος, έσπευσε αμέσως να καταγγείλει τον Ιουβεντίνο και τον Μαξιμίνο. Ο βασιλιάς διέταξε να τους ρίξουν στη φυλακή. Εκείνοι υπέστησαν την τιμωρία ευχάριστα, επειδή αξιώθηκαν να αγωνιστούν για τον Θεό με έργα και με παθήματα.
Το άκουσμα της φυλάκισής τους έφερε μεγάλη θλίψη σε πλήθος ευσεβών, οι οποίοι τους θαύμαζαν και τους αγαπούσαν για τις πνευματικές και ηθικές αρετές τους. Και πήγαιναν στη φυλακή πολλοί, έτσι ώστε κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Χρυσοστόμου, να γίνεται το δεσμωτήριο εκκλησία. Και γινόταν, διότι όχι μόνο κατέφταναν πολλοί πιστοί απ’ έξω, αλλά και διότι οι δύο δεσμώτες, περιφρονώντας τη δική τους φυλάκιση και την τύχη που τους περίμενε, ασχολούνταν με το να διδάσκουν όσους ήταν στη φυλακή και να δυναμώνουν τη φλόγα της ευσέβειας και της αρετής.
Ο Ιουλιανός προσπάθησε να τους παραπλανήσει με επιτήδειους απεσταλμένους. Αυτοί, προσποιούμενοι ότι έρχονταν στη φυλακή με δική τους πρωτοβουλία θέλοντας δήθεν να δείξουν τη φιλία και συμπάθειά τους, παρακινούσαν τον Ιουβεντίνο και τον Μαξιμίνο να λυπηθούν τα νιάτα τους και να αρνηθούν τον Χριστό, για να κερδίσουν έτσι τη ζωή τους αλλά και την εύνοια και τις πλούσιες τιμές του βασιλιά. Αλλά εκείνοι γελούσαν με τις προτάσεις αυτές και επέμεναν στην απόφασή τους να μείνουν πιστοί στον Ιησού και να θυσιάσουν για Αυτόν τη ζωή τους.
Πέρασαν έτσι πολλές μέρες. Ο βασιλιάς νόμιζε ότι η πάροδος του χρόνου θα άλλαζε τις απόψεις τους. Όταν, όμως, είδε ότι εκείνοι έμεναν αμετακίνητοι, διέταξε να τους απαγάγουν νύχτα, σε βαθύ σκοτάδι και στην ερημιά κι εκεί να τους αποκεφαλίσουν χωρίς να μάθει κανείς χριστιανός το παραμικρό για το τέλος τους. Τους απήγαγαν, λοιπόν, δεμένους και τους οδήγησαν μέσα στο σκοτάδι, ενώ οι δρόμοι ήταν έρημοι, μακριά έξω από την πόλη. Ο Ιουβεντίνος και ο Μαξιμίνος κατάλαβαν ότι πήγαιναν προς σφαγή και ότι κανείς δε θα έβλεπε τον υπέρ πίστεως θάνατό τους. Αλλά αυτό δεν τους τάραξε καθόλου. Μήπως αυτοί ζητούσαν την ανθρώπινη δόξα; Τη ζωή τους πρόσφεραν θυσία στον Θεό και Αυτός βλέπει αυτά που γίνονται στο σκοτάδι και στην ερημιά, όπως κι αυτά που γίνονται στο λαμπρό φως του ήλιου. Γιατί, λοιπόν, να λυπηθούν; Βαδίζοντας στο σκοτάδι, το οποίο συνήθως προκαλεί λυπηρά και στενόχωρα συναισθήματα, αυτοί είχαν μέσα τους αγαλλίαση, διότι οι ψυχές τους φωτίζονταν από το ανέσπερο φως του ουρανού.
Έτσι, τους αποκεφάλισαν και τα λείψανά τους ρίχτηκαν στο βάραθρο, για να μην μπορεί να τα βρει κανείς. Αλλά οι χριστιανοί είχαν οργανωμένες ομάδες ανίχνευσης για την ανεύρεση τέτοιων λειψάνων. Διαπιστώνοντας, λοιπόν, ότι ο Ιουβεντίνος και ο Μαξιμίνος δεν ήταν πλέον στη φυλακή, έψαξαν με πολύ επιμέλεια στα περίχωρα της Αντιοχείας, βρήκαν τα τίμια λείψανα των δύο μαρτύρων και τα έθαψαν σε κοινή λάρνακα.
Αργότερα, η Εκκλησία τούς κατέταξε στη λαμπρή χορεία των μαρτύρων της και, όχι πολύ αργότερα, το μελίρρυτο στόμα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου εξεφώνησε στη μνήμη τους έξοχο πανηγυρικό.