Ο όσιος Ιλαρίων
ο Μέγας
21η Οκτωβρίου
Γεννήθηκε το 333 μ.Χ. στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η κωμόπολη στην οποία ανατράφηκε ονομαζόταν Θαβαθά, πέντε μίλια μακριά από τη Γάζα. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι ειδωλολάτρες. Λόγω της επιθυμίας τους να σπουδάσουν όσο γίνεται καλύτερα τον γιο τους, τον έστειλαν στην Αλεξάνδρεια. Εκεί ο Ιλαρίων γνώρισε τη χριστιανική πίστη, την αγάπησε και βαπτίστηκε χριστιανός. Γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον ασκητικό βίο και γι’ αυτό αναχώρησε για την έρημο της Αιγύπτου, όπου συνάντησε και παρέμεινε για αρκετό καιρό κοντά στον Μέγα Αντώνιο. Εδώ ο Ιλαρίων ασκήθηκε στις αρετές και στην εγκράτεια.
Όταν πέθαναν οι γονείς του, γύρισε στην πατρίδα του, διαμοίρασε στους φτωχούς όλη του την κληρονομιά και πήγε στην έρημο. Εκεί κάποτε συνάντησε ληστές, με τους οποίους είχε τον εξής διδακτικό διάλογο:
– Εάν σε συναντούσαν κλέφτες, τι θα έκανες; τον ρώτησαν.
– Τι έχει να φοβηθεί ο γυμνός; απάντησε εκείνος.
– Αλλά αν σε σκότωναν;
– Τόσο το καλύτερο. Ο σωματικός θάνατος κλείνει τη νύχτα της παρούσας ζωής και εισάγει στην ανατολή της μέλλουσας ζωής, απάντησε ο Ιλαρίων. Οι απαντήσεις του Ιλαρίωνα είχαν ως αποτέλεσμα τη μετάνοια των ληστών.
Για τους ασκητικούς του αγώνες και την σε βάθος καλλιέργεια της αρετής τιμήθηκε από τον Θεό με το χάρισμα της θαυματουργίας. Αφού περιόδευσε σε πολλούς τόπους και χώρες, κατέληξε στην Πάφο της Κύπρου, όπου και παρέδωσε στον Θεό την ψυχή του σε ηλικία ογδόντα ετών.
Ἀπολυτίκιον
Ἐγκρατείας τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθείς, τὴν διάνοιαν ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας, Ἱλαρίων πατὴρ ἡμῶν, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανῆς καὶ στῦλος εὐσεβείας θεαυγῆς, καταυγάζων τῇ ἐνθέῳ σου βιοτῇ τοὺς πίστει προσιόντας σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.