O Κύριος βρίσκεται στη λίμνη της Βηθεσδά. Ο κόσμος τριγύρω πολύς. Άνθρωποι άρρωστοι έχουν συσσωρευτεί σε τούτο τον τόπο με την ελπίδα της ίασης. Γνωρίζουν πως κάποια στιγμή θα κατέβει άγγελος Κυρίου και θα αγγίξει τα νερά της λίμνης, προκαλώντας ταραχή σ’ αυτήν. Ο πρώτος που θα έμπαινε τότε μέσα στα νερά, θα θεραπευόταν.
Το βλέμμα του φιλόστοργου Σωτήρα στρέφεται προς τη μεριά ενός παράλυτου. Ο Κύριος γνωρίζει πως ο άνθρωπος εκείνος πολύ καιρό βρίσκεται στον χώρο τούτο προσμένοντας την ίαση. Ο Κύριος τον πλησιάζει και τον ρωτά: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» (Ιωάν. ε’ 6), «Θέλεις να γίνεις υγιής;». Τότε ο παράλυτος μιλά με παράπονο: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν·» (Ιωάν. ε’ 6), «Κύριε, του αποκρίθηκε ο άρρωστος, δεν έχω κανέναν να με βάλει στο νερό μόλις αναταραχτούν τα νερά·».
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω».
Το πρόβλημα που βασανίζει τον «Παραλυτικό» της Βηθεσδά δεν είναι τόσο η αρρώστια, όσο η μοναξιά.
Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια συντροφιά με την αρρώστια έχει εξοικειωθεί, σχεδόν συμφιλιωθεί, μαζί της. Όμως η μοναξιά, όλα αυτά τα χρόνια, δεν έπαψε να τον πληγώνει ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή. Γι’ αυτό όταν μέσα από το ανώνυμο πλήθος, που κινείται και θορυβεί γύρω του, κάποιος Άγνωστος τον πλησιάζει για πρώτη φορά, στέκεται πάνω από το κρεβάτι του με συμπόνια, τον κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο στοργή και τον ρωτά «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», ο παράλυτος αφήνει το παράπονό του να ξεχειλίσει: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δε μιλά στον στοργικό Άγνωστο για την αρρώστια του. Του μιλά για τη μοναξιά του. Δεν Του λέει «πονώ», Του λέει «δεν έχω άνθρωπο».
Αλήθεια, μας απασχολεί το θέμα; Υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που θα μπορούσαν να αναφωνήσουν την ίδια κραυγή μοναξιάς; Τους δίνουμε σημασία ή περνάμε δίπλα τους αδιάφοροι; Στις μέρες μας, που οι «φίλοι» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πληθαίνουν κάθε μέρα, μήπως λείπουν οι ουσιαστικοί φίλοι, με τους οποίους να μπορεί κάποιος να ανοίξει την καρδιά του, να μιλήσει για τα όνειρα και τις αγωνίες του; Εμείς γινόμαστε αληθινοί φίλοι για τους ανθρώπους που ο Θεός έχει βάλει δίπλα μας; Ή περιορίζουμε την επαφή μας σε κάτι τυπικό, επιφανειακό και λίγο; Νοιαζόμαστε και αγαπάμε τόσο τους γύρω μας, ώστε η παρουσία και το ενδιαφέρον μας να μην τους αφήνει να πουν και εκείνοι «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω» ;