Ας αφήσουμε το παράδειγμα του Aσώτου να μας διδάξει την αληθινή μετάνοια.

«Λιμῷ ἀπόλλυμαι» φωνάζει. «Πεθαίνω από πείνα» δηλαδή, «την ώρα μάλιστα που οι υπηρέτες του πατέρα μου χορταίνουν με το πολύ ψωμί που τους δίνει». Επιτέλους, συνέρχεται. Συνειδητοποιεί την κατάστασή του, το κατάντημά του.

Να, λοιπόν, το πρώτο βήμα. Είναι η συναίσθηση, η προσγείωση στην πραγματικότητα, η παραδοχή των λαθών, η οποία τον οδηγεί και στη συντριβή, στη βαθιά λύπη δηλαδή για το κατάντημά του.

Και επειδή η λύπη αυτή αποτελεί για αυτόν ένα αβάσταχτο φορτίο, θέλει το φορτίο αυτό να το βγάλει από πάνω του. Έτσι, κάνει και το επόμενο βήμα. «ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου». Αντί να απελπιστεί, παίρνει τη γενναία απόφαση της εξομολόγησης, της εξαγόρευσης των αμαρτιών του. Αποφασίζει, λοιπόν, να πάει να βρει και πάλι τον πατέρα του και να του πει: «Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό και σε εσένα». Θέλει να ομολογήσει τις αμαρτίες του και ελπίζει στη συγχώρεση, γιατί ξέρει πόσο στοργικό και σπλαχνικό πατέρα έχει.

Όμως, ο Άσωτος δε σταματά εδώ. Δε μένει στα λόγια, αλλά προχωράει και στα έργα.

Κάνει, δηλαδή, και το τρίτο βήμα: την έμπρακτη διόρθωση. Δεν εξομολογείται απλώς στον πατέρα, αλλά έρχεται μπροστά του αλλαγμένος, μετανιωμένος, έχοντας πάρει την απόφαση για διόρθωση. Γι’ αυτό δεν έρχεται με θράσος και αναίδεια, όπως παλιότερα, για να ζητήσει την περιουσία που του αναλογούσε, αλλά έρχεται ταπεινά να ζητήσει από τον πατέρα του να τον δεχτεί. Για να δείξει, μάλιστα, πως έχει πράγματι μετανιώσει και πως έχει καταλάβει το σφάλμα του, λέει στον πατέρα του: «Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Δέξου με ως έναν υπηρέτη σου».

Τρία είναι τα απαραίτητα για την αληθινή μετάνοια μας λέει ο ιερός Χρυσόστομος: στην καρδιά συντριβή, στο στόμα εξομολόγηση, στον βίο διόρθωση. Και τα τρία, λοιπόν, αυτά μας τα δίδαξε ο Άσωτος γιος.