Με συγκινητικό τρόπο αναπλάθει μία από τις υπαίθριες λειτουργίες στο μέτωπο του 1940 ο μετέπειτα Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, που παρευρέθηκε σε αυτή. Λειτουργός ήταν ο στρατιωτικός ιερέας Ιάκωβος Σχίζας, μετέπειτα μητροπολίτης Λαρίσης. Αναθυμάται ο Πανιερώτατος Αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος:

«Μια μέρα, η μονάδα μας ήταν πολύ κοντά στο 36ο Σύνταγμα. Αυτό είχε και ιερέα, ο οποίος έγινε αργότερα μητροπολίτης Λαρίσης. Με σεβασμό οι τσολιάδες πήγαιναν και του φιλούσαν το χέρι και τον παρακαλούσαν να εξομολογήσει και το δικό μας τάγμα.

Προθυμότατος ο ιερέας ανέλαβε να τους λειτουργήσει, να τους εξομολογήσει και να τους κοινωνήσει.

Καθισμένος πάνω στην πέτρα και φορώντας το πετραχήλι του, ακούραστος, άκουγε τα κρίματα του καθενός. Επί ημέρες τους εξομολογούσε. Και όλοι τους εντωμεταξύ νηστεύανε.

Ήρθε η παραμονή της λειτουργίας. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς με τι χαρά και λαχτάρα περιμέναμε να λειτουργηθούμε και να κοινωνήσουμε.

Η λειτουργία θα γινότανε σε μια χαράδρα απυρόβλητη. Θα γινόταν νύχτα, γιατί την ημέρα η αεροπορία του εχθρού αυλάκωνε απειλητικά τον ουρανό.

Θα γινόταν στο ύπαιθρο. Αγία Τράπεζα δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε ούτε ένα τραπεζάκι, για να βάλει πάνω ο ιερέας τας ιεράς σινδόνας και το άγιον αντιμήνσιον (ύφασμα που χρησιμοποιείται, για να τελεστεί το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας), που έχει, ως γνωστόν, οστά μαρτύρων.

Παρατήρησα ότι κάπου εκεί στη χαράδρα υπήρχε μία μεγάλη πέτρα, σχεδόν τετράγωνη. Ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σ’ εκείνη τη στιγμή της ανάγκης για Αγία Τράπεζα. Όλοι με ενθουσιασμό και συγκίνηση, τη μετακίνησαν και την έβαλαν στην κατάλληλη θέση.

Δεν εσήμανε φυσικά καμπάνα. Αλλά οι στρατιώτες είχαν ξυπνήσει, είχαν πλυθεί με νερό από τα παγούρια τους και στην ώρα ήταν όλοι στη θέση, όπου θα γινόταν η υπαίθρια Θεία Λειτουργία.

Δεν υπήρχε πολυέλαιος, ούτε καντήλια. Φτωχικός φωτισμός από κεράκια, ιλαρό φως φέγγιζε τα αχνά πρόσωπα των στρατιωτών. Και από πάνω ο ουρανός με άπειρα αστέρια, στόλιζε τη σεμνή λειτουργία μας. Επιβλητικά στη σιγαλιά, ακούστηκε η φωνή του ιερέα:

«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.»

Είχε καταρτισθεί αυτοσχέδιος χορωδία. Όλοι οι τσολιάδες που ήξεραν από ψαλτική, ο Νώντας ο πρωτοψάλτης του Αιτωλικού, ο Ψαρογιάννης από το Νεοχώριο του Αστακού και όλοι οι ψάλτες των χωριών. Καμία χορωδία δεν είχε τέτοιο παλμό και τέτοια κατάνυξη.

Την ιεροπρέπεια τη διέκοπτε ο κρότος των οβίδων, που περνούσαν από πάνω μας. Και η λειτουργία συνεχιζόταν, ενώ οι καρδιές μας χτυπούσαν ρυθμικά και ο ιερέας έψαλλε:

«Αἰνεῖτε τόν Κύριον πάντα τά ἄστρα καί τό φῶς.

Αἰνεῖτε τόν Κύριον ἥλιος καί σελήνη.»

Μέσα στη φρίκη του πολέμου και την αγριότητα, απαλός, γλυκύς, παρήγορος, απάλυνε τις ψυχές μας ο λόγος του Θεού.

Ο ιερέας φορώντας τα χρυσοΰφαντα άμφιά του, με υψωμένα τα χέρια του στον ουρανό, μας ανέβαζε στα ύψη της Θείας Μεγαλοσύνης.

Έφθασε η λειτουργία στο κρισιμότερο σημείο του Μυστηρίου:

«Τά σά ἐκ τῶν Σῶν», έλεγε και ύψωνε τα Τίμια Δώρα.

Τη στιγμή εκείνη, του ασύλληπτου Μυστηρίου, άκουγαν χωρίς αναπνοή όλοι οι τσολιάδες. Η λειτουργία προχωρούσε, έφθασε στο κοινωνικό. Ο ιερέας μίλησε με συγκινητικά λόγια στους τσολιάδες…

Σε λίγο με το Άγιο Ποτήριο στο χέρι και μέσα στην κατανυκτική σιγή έλεγε:

«Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».

Και οι λεοντόκαρδοι στρατιώτες, οι ακούραστοι πολεμιστές και οι ακατάβλητοι υπερασπιστές του πατρίου εδάφους, με σταυρωμένα τα χέρια και σκυμμένα τα κεφάλια, προχωρούσαν ένας – ένας με συντριβή και ταπείνωση να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια.

«Τι θάρρος! Αναγαλλιάζαμε από τη χαρά που νοιώθαμε, σαν να μην αγγίζαμε τη γη».

(Από το Βιβλίο “Η εκκλησία στον αγώνα του 1940”, σελ. 93 – 94).