Η χλιδή και ο πλούτος δε βρίσκουν είσοδο στο ασκητικό κελί του. Κάποτε τον επισκέφτηκε στο δωμάτιό του ένας πλούσιος της πόλης. Έκπληκτος παρατηρεί τη φτώχεια που κυριαρχούσε εκεί. Ο Πατριάρχης να αναπαύεται στο σκληρό αυτό στρώμα! Να χρησιμοποιεί για σκεπάσματα ένα σκισμένο ρούχο και το τριμμένο ράσο του. Πηγαίνει αμέσως στην αγορά, δίνει ένα μεγάλο ποσό -36 νομίσματα- και του αγοράζει ένα πολύτιμο πάπλωμα. Καταλαβαίνει πόσο δύσκολα θα το δεχθεί, τον παρακαλεί, όμως, να το κρατήσει και του ζητάει σα χάρη να τον μνημονεύει. Το δέχεται, λοιπόν, ο Άγιος με πολλή δυσκολία. Με τον ίδιο δισταγμό το ρίχνει επάνω του τη νύχτα. Πόσο ήρεμη και αναπαυτική θα είναι η βραδιά για τον κουρασμένο Άγιο!
Πέφτει να κοιμηθεί και παρελαύνει μπροστά στη φιλάνθρωπη ψυχή του όλη η ανθρώπινη δυστυχία. Είναι γνώρισμα των αληθινά μεγάλων ψυχών να φέρνουν και να ξαναφέρνουν στη σκέψη τους τέτοια μεγάλα ανθρώπινα κοινωνικά προβλήματα και να συμπάσχουν και να αναζητούν όλο και πιο αποτελεσματικές λύσεις. Όλη σχεδόν τη νύχτα μένει άγρυπνος. Συνεχώς μονολογεί. Να τι λέγει, όπως μας διέσωσαν εκείνοι που έμεναν στα διπλανά δωμάτια: «Ποιος μπορεί να πιστέψει πως ο ταπεινός Ιωάννης σκεπάζεται με πανάκριβο πάπλωμα, τη στιγμή που οι αδελφοί του Χριστού τρέμουν από το κρύο. Πόσοι κοιμήθηκαν στο βουνό νηστικοί και χωρίς ζεστασιά! Πόσοι θα ήθελαν να χορτάσουν από τις λαχανίδες που πετιούνται από το μαγειρείο μου! Πόσοι είναι που φορούν το ίδιο ρούχο χειμώνα και καλοκαίρι! Και συ, ταπεινέ Ιωάννη, που περιμένεις να απολαύσεις και τα αγαθά της αιωνίου βασιλείας και κρασί πίνεις και ψάρια μεγάλα τρως και σε δωμάτιο μένεις, τώρα δε, ύστερα από όλα αυτά, ζεσταίνεσαι με πανάκριβο πάπλωμα, που κοστίζει τριάντα έξι νομίσματα! Αλήθεια, έτσι που ζεις, με τέτοιες ανέσεις, μην περιμένεις να απολαύσεις τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών».
Η ανήσυχη νύχτα πέρασε και χωρίς να χάσει καιρό, στέλνει το πάπλωμα στην αγορά, για να πουληθεί. Αλλά τι ευλογημένη σύμπτωση! Εκεί στην αγορά βρέθηκε και ο καλός δωρητής. Δε δυσκολεύεται να αναγνωρίσει το ωραίο πάπλωμα που είχε χαρίσει στον Πατριάρχη, καταλαβαίνει τη φιλάνθρωπη ενέργεια του Αγίου. Το αγοράζει και του το ξαναστέλνει. Ο Ιωάννης το δέχεται με ευχαρίστηση, όχι όμως για να το χρησιμοποιήσει. Γνωρίζει τώρα πώς θα το διαθέσει. Την άλλη μέρα το στέλνει πάλι στην αγορά, για να πουληθεί. Το βλέπει και πάλι ο πλούσιος δωρητής. Το αγοράζει για τρίτη φορά, το στέλνει στον Ελεήμονα και τον ικετεύει να το κρατήσει, για να σκεπάζεται με αυτό. Και τότε ο αγαθός Πατριάρχης τού λέει με το χαριτωμένο χιούμορ του:
«Να δούμε ποιος από τους δύο θα κουραστεί πρώτος. Εγώ να πουλάω το πάπλωμα ή εσύ να το αγοράζεις και να μου το στέλνεις».
Ο άνθρωπος που του έστελνε το πάπλωμα ήταν πολύ πλούσιος και ο Πατριάρχης ευχαρίστως δεχόταν με τον αθώο αυτό τρόπο την προσφορά του, για να ανακουφίζει του φτωχούς. Έλεγε συχνά: «Όποιος μπορεί με έξυπνο, αλλά τίμιο τρόπο να πάρει όχι μόνο τα χρήματα των πλουσίων, και μάλιστα των σκληρών και άσπλαχνων, αλλά και τους χιτώνες και το πουκάμισό τους ακόμη, για να τα δώσει στους φτωχούς, αυτός δεν αμαρτάνει. Αντίθετα κάνει δύο μεγάλα καλά. Πρώτον γίνεται αφορμή ψυχικής ωφέλειας στους άσπλαχνους πλουσίους και δεύτερον ο ίδιος θα λάβει μεγάλο μισθό από τον εύσπλαχνο Θεό.».