Μια σπουδαία συνάντηση θυμόμαστε την τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα.

Ο Ιησούς θέλοντας να πάει από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, ακολούθησε τη διαδρομή που πέρναγε μέσα από τη Σαμάρεια, διαδρομή που, αν και συντομότερη, την απέφευγαν οι Ιουδαίοι λόγω της έχθρας τους με τους Σαμαρείτες και προτιμούσαν να κάνουν μεγαλύτερο ταξίδι γύρω από τη Σαμάρεια, για να πάνε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία και το αντίστροφο. Έτσι ο Ιησούς βρέθηκε έξω από μια πόλη της Σαμάρειας, που λεγόταν Συχάρ. Κατάκοπος από την οδοιπορία έκατσε να ξεκουραστεί κοντά σε ένα πηγάδι, το οποίο είχε ανοίξει ο Ιακώβ, γι’ αυτό και είναι γνωστό με την ονομασία «το φρέαρ του Ιακώβ». Οι μαθητές Του πήγαν να αγοράσουν τα απαραίτητα για τη διατροφή τους.

Κατά τις 12.00 το μεσημέρι πλησίασε στο πηγάδι μια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να βγάλει νερό. Ο Κύριος, που καθόταν εκεί, ζήτησε από τη Σαμαρείτιδα να Του προσφέρει να πιει. Εκείνη Τον ρώτησε με απορία: «Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις, από μένα που είμαι Σαμαρείτιδα; Οι Ιουδαίοι αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τους Σαμαρείτες». Εκείνος τότε της είπε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι εκείνος που σου λέει τώρα “δώσε μου να πιω”, εσύ θα του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό που δίνει ζωή».

Παρατηρώντας πως ο Ιησούς δεν είχε κάποιο δοχείο, και πως το πηγάδι ήταν βαθύ, Τον ρώτησε πώς μπορεί να της δώσει νερό, και αν Εκείνος είναι πιο μεγάλος από τον πρόγονό τους τον Ιακώβ, ο οποίος άφησε ως κληρονομιά το πηγάδι στους κατοίκους εκείνης της περιοχής που ο ίδιος, τα παιδιά του και τα κοπάδια του έπιναν από αυτό. Της εξήγησε τότε ο Κύριος, πως δεν αναφερόταν στο κοινό νερό που όποιος το πίνει, θα διψάσει πάλι, αλλά στο αστείρευτο πνευματικό νερό, που, εκείνος ο οποίος θα το πιει, δεν θα διψάσει ποτέ. Εκείνη τότε Του ζήτησε αυτό το νερό για να μην κοπιάζει καθημερινά και πηγαίνει στο πηγάδι για να το αντλεί.

Από τη συζήτηση που έγινε εκεί στο πηγάδι, στη Σαμαρείτιδα σταδιακά αποκαλύφθηκε ότι αυτός με τον οποίο συζητούσε, ήταν ο Μεσσίας, ο Χριστός. Όταν το άκουσε, έτρεξε αμέσως στην πόλη και το είπε σε όλους πως γνώρισε τον Μεσσία, διότι της είπε όλα όσα είχε κάνει στη ζωή της. Τότε έφυγαν οι κάτοικοι από την πόλη και πήγανε να Τον γνωρίσουν και να Τον ακούσουν και έμεινε μαζί τους δύο ημέρες. Και πίστεψαν πολλοί σε Αυτόν και έλεγαν στη γυναίκα ότι δεν πιστεύουν πια επειδή τους το είπε, αλλά επειδή οι ίδιοι άκουσαν και γνώρισαν ότι Αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός.

Η Σαμαρείτιδα όταν βαπτίστηκε χριστιανή, ονομάστηκε Φωτεινή και αφιέρωσε τη ζωή της στη διάδοση του Ευαγγελίου στην Αφρική και στη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε μαζί με τους γιους και τις αδελφές της από τον αυτοκράτορα Νέρωνα.

Είναι πράγματι θαυμαστό πώς η συνάντηση του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα κατέληξε να την οδηγήσει σε τόσο σημαντική αλλαγή. Μετάνιωσε αληθινά και η ζωή της από σκοτεινή που ήταν, έγινε αυτό που λέει και το όνομά της: Φωτεινή! Δεν έμεινε, όμως, μόνο σε αυτό.

Το Φως που έλαβε δεν το κράτησε για τον εαυτό της, αλλά με χαρά, με κόπους, με μαρτύρια και με θυσία της ζωής της, το μετέδωσε και σε πολλούς άλλους ανθρώπους.

Αφού ζήσαμε κι εμείς την αληθινή χαρά κοντά στον Χριστό, με πρότυπο τη μετάνοιά της και τη λαχτάρα της να Τον γνωρίσουν κι άλλοι, ας συνεχίσουμε να μεταδίδουμε με παλμό το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου στους αδελφούς μας, έτσι ώστε όλοι μας να μεταλαμβάνουμε και να απολαμβάνουμε αυτό το «νερό» που δίνει τη ζωή.