Oι όσιοι Θεοφάνης και Πανσέμνη

10η Ιουνίου

Ο όσιος Θεοφάνης καταγόταν από την Αντιόχεια και γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Σε ηλικία μόλις 15 ετών παντρέυτηκε και μετά από 3 χρόνια έγγαμης ζωής, η σύζυγός του πέθανε! Αυτός τότε αποσύρθηκε σε ένα μικρό κελί, αφού πρώτα κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε χριστιανός κι εκεί ζούσε ζωή οσία. Έμαθε όμως ότι κάποια πόρνη, ονομαζόμενη Πανσέμνη, παρέσυρε πολλούς στο θάνατο της αμαρτίας. Έβγαλε λοιπόν τα φτωχικά του ρούχα, ντύθηκε λαμπρή φορεσιά και πήγε στον πατέρα του. Του είπε ότι θέλει να ξαναπαντρευτεί και γι’ αυτό χρειαζόταν χρήματα. Ο πατέρας του χάρηκε και του έδωσε αρκετά χρυσά νομίσματα για τους γάμους του. Ο Θεοφάνης, μόλις πήρε το χρυσό, πήγε και βρήκε την ωραία Πανσέμνη. Αφού έφαγαν και ήπιαν μαζί, τη ρώτησε αν θέλει να γίνει γυναίκα του, με την προϋπόθεση όμως ότι θα γίνει χριστιανή. Η Πανσέμνη διέκρινε ότι αυτός δεν ήταν σαν τους συνηθισμένους εραστές και τα λόγια του είχαν μιλήσει στην καρδιά της. Με χαρά λοιπόν μοίρασε τα υπάρχοντά της στους φτωχούς, βαπτίσθηκε χριστιανή και έζησε με τον όσιο Θεοφάνη σε ένα διπλανό κελί και αξιώθηκε να θεραπεύει ασθένειες! Μετά από 15 μήνες πέθαναν ειρηνικά και οι δύο μαζί.

Περισσότερα...

H ιστορία των δύο αυτών Αγίων αποτελεί δραματικότατο ιερό επεισόδιο από εκείνα, τα οποία μόνο η φλόγα της χριστιανικής ζωής μπορεί να εμπνεύσει και να προκαλέσει. Ο Θεοφάνης καταγόταν από την Αντιόχεια, τη μεγάλη και περίφημη εκείνη πόλη, η οποία και αποτελούσε ένα από τα ζωηρότερα κέντρα παντός θορύβου και διασκεδάσεων και ηδονών του ειδωλολατρικού της πληθυσμού. Ειδωλολάτρες ήταν και οι γονείς του Θεοφάνη και στην ειδωλολατρία ανατράφηκε και αυτός κατά τα παιδικά του χρόνια. Αλλά η εκκλησία του Χριστού, αν και ολιγάριθμη ακόμη, επιτελούσε το έργο της με ζήλο, πυκνώνοντας αδιαλείπτως τις τάξεις της και ελκύοντας πρώην απίστους στην αλήθεια και ζωή του Χριστού. Μεταξύ αυτών και ο νεαρός Θεοφάνης. Η σωφροσύνη κι η αξιοπρέπεια η οποία στόλιζε τα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας, γοήτευσε την καρδιά του που δεν είχε ακόμη διαφθαρεί και αδυνατούσε να επαναπαυτεί στην εξαχρείωση της ειδωλολατρικής κοινωνίας. Χριστιανοί ιερείς, επωφεληθέντες από αυτήν την ψυχική του διάθεση έριξαν σε αυτόν το δίχτυ του θείου Λόγου και τον έφεραν στην πίστη του Χριστού. Στο αποτέλεσμα αυτό είχε βοηθήσει και η θλίψη η οποία τον κατέτρωγε για τον πρόωρο θάνατο της νεαρής γυναίκας με την οποία τον είχαν παντρέψει οι γονείς του πολύ νωρίς, από τα 15 του, μόλις, έτη. Επειδή την αγάπησε με πολύ πάθος, πληγώθηκε βαθύτατα όταν την έχασε και μάταια προσπαθούσε να βρει το βάλσαμο της παρηγοριάς στα διδάγματα των ειδωλολατρικών παραδόσεων και μύθων. Γι’ αυτό μεγάλη ήταν η χαρά του όταν μια μέρα άκουσε από κάποιον χριστιανό τις υποσχέσεις και τις βεβαιώσεις του Χριστού για τη μετά θάνατον ζωή και αποκατάσταση των δικαίων.

Αφού έγινε χριστιανός θεώρησε απαραίτητο καθήκον του να συντελέσει στο να λυτρωθούν και άλλοι από την απώλεια της ειδωλολατρικής πλάνης. Αλλά πριν από αυτό, αναγνώρισε ότι όφειλε να καταστεί αυτός ο ίδιος αξιότερο όργανο του θείου αυτού έργου. Αποσύρθηκε λοιπόν, προς τους χριστιανούς εκείνους ερημίτες, τους οποίους αργότερα τόσο θαύμασε και αγάπησε ο ιερός Χρυσόστομος και αγωνίστηκε να καταστήσει θεωρητικά και πρακτικά τον εαυτό του ικανό να φωτίζει και να πείθει τόσο με το λόγο, όσο και με το παράδειγμά του. Και ακολούθως, προσευχόμενος προς τον Θεό να τον βοηθήσει στον ευσεβή σκοπό του, επιδόθηκε στην ανεύρεση ψυχών καταλλήλων να δεχθούν το φως και την ζωή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και το έργο του ευλογήθηκε. Πολλές ψυχές αποσπάστηκαν μέσω αυτού από το ψεύδος της πολυθεΐας, δέχθηκαν την αλήθεια του Ευαγγελίου και ασπάστηκαν με όλο τον ενθουσιασμό τα καθήκοντα της τέλειας χριστιανικής ζωής.

Για τις επιτυχίες αυτές ο Θεοφάνης δεν υπερηφανευόταν, αναγνώριζε ότι το κατόρθωμα ήταν της Θείας Χάριτος και για να είναι περισσότερο άξιός της, αγωνιζόταν να γίνεται πάντοτε περισσότερο ταπεινός. Διότι είχε σωστά διδαχθεί ότι η ταπεινοφροσύνη είναι αυτή που κρατά ασφαλείς και άφθονες τις ευεργεσίες του Θεού και ότι κατά την στιγμή που η ψυχή υπερηφανευτεί, καθίσταται ανίκανη να διαφυλάξει μέσα της το Θείο Έλεος και παρασυρμένη από τα κοσμικά φυσήματα, δεν μπορεί πλέον να χρησιμεύσει στα έργα της χριστιανικής πίστης και φιλαδελφείας. Και γι’ αυτό ο Θεοφάνης έμενε πάντοτε κάτω από την πατρική εύνοια του Θεού και εξακολουθούσε να διαπρέπει ανάμεσα στα εκλεκτότερα μέλη της εκκλησίας της Αντιοχείας.

Μια μέρα έμαθε ότι υπήρχε μια άπιστη, η οποία ονομαζόταν Πανσέμνη, αλλά στην πράξη ήταν ζωντανή διάψευση του ονόματός της. Προικισμένη με ξεχωριστή ομορφιά, μεταχειριζόταν την ομορφιά της προς καταισχύνη δική της και κοινωνική εξαχρείωση. Νέοι, παρασυρμένοι από τις ορμές της ηλικίας τους, οι οποίες δεν χαλιναγωγήθηκαν από το φόβο του Θεού και από την οικογενειακή ανατροφή, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα κερδίσει την εύνοια της εταίρας. Αλλά και ηλικιωμένοι άντρες, ακόμη και οικογενειάρχες, με την ακόλαστη εκείνη ελευθερία, η οποία ήταν κανόνας στην ειδωλολατρική τους κοινωνία, προσέτρεχαν στο πολυτελές σπίτι της Πανσέμνης, η οποία είχε αγκαλιά για όλους, αλλά για κανέναν καρδιά.

Ο Θεοφάνης άκουσε για τη φήμη της γυναίκας αυτής και έτυχε κάποτε να τη δει. Πράγματι, σπάνια ο ήλιος είχε φωτίσει τόσο όμορφη καλλονή. Γι’ αυτό υπήρξε και η λύπη του βαθιά, αφού η εσωτερική ασχήμια καθιστούσε ασβεστωμένο τάφο το πανέμορφο εκείνο πλάσμα και το έργο του Θεού διαστράφηκε και κατέστη σκήνωμα και όργανο της πονηρίας του Σατανά. Και ο Θεοφάνης επέστρεψε στο ερημητήριό του με περισσότερη φρόνηση και σύνεση.

Νεκρός απέναντι στον κόσμο, απρόσιτος στα πάθη του στάθηκε ανώτερος κάθε σαγήνης από τη διαβολική εκείνη ομορφιά, η οποία καθιστούσε τόσους άλλους ελεεινά και χυδαία θύματα. Αλλά στην ψυχή του Αγίου εκείνου άντρα μπήκε άλλος πόθος, ιερός και όσιος. Τη νύχτα εκείνη όλη παρέμεινε ξάγρυπνος προσευχόμενος και σχεδιάζοντας πως θα μπορούσε να φέρει στα δίχτυα του Χριστού αυτήν, η οποία αιχμαλώτιζε τόσο κόσμο στα δίχτυα τα δικά της. Υπήρχε άραγε ελπίδα; Από αναγνώσεις και από διηγήσεις γνώριζε ότι θεία διδάγματα δεν καρποφορούν, αλλά σαπίζουν μέσα σε καρδιές, οι οποίες μέσα στην ακαθαρσία των επιθυμιών είναι γεμάτες από ηθική λάσπη και βούρκο. Η φιληδονία και η ασέλγεια κλείνουν τα αυτιά προς τις κλήσεις της στοργής και της χάρης του ουρανού. Έπειτα, η Πανσέμνη ήταν ειδωλολάτρης και η θρησκεία την οποία ακολουθούσε δεν καταδίκαζε την ζωή της, απεναντίας, την ευνοούσε. Η Αθηνά θα αποδοκίμαζε και η Αφροδίτη θα επικροτούσε.

Πώς λοιπόν τέτοια ψυχή θα εγκατέλειπε την ζωή που την εξουσίαζε; Να της μιλήσει εν ονόματι του Χριστού; Αλλά αυτή ίσως και να αγνοούσε εντελώς το όνομα Αυτού από τον οποίο προκύπτει η ανθρώπινη σωτηρία. Να γιατί ξαγρυπνούσε ο Θεοφάνης και επαναλάμβανε θερμότερες τις ικεσίες του, για να βρει φως και δρόμο για την επιστροφή και μετάνοια της ταλαίπωρης εκείνης γυναίκας.

Με την καθαρότητα των πνευματικών οφθαλμών του έβλεπε την αντίθεση του φαινομένου και της πραγματικότητας, της απάτης και της αλήθειας. Η Πανσέμνη δεν φανταζόταν την αθλιότητα της τύχης της και την φρίκη και την οικτρότητα του μέλλοντός της. Είχε απορροφηθεί από την ηδονική γεύση του παρόντος, χωρίς να διακρίνει ούτε να υποπτεύεται το φονικό δηλητήριο, το οποίο ενέδρευε και την περίμενε στο βάθος του ποτηριού. Ζώντας σε ένα περιβάλλον γεμάτο επαίνους και κολακείες και γνωρίζοντας ότι υπήρχαν άλλες ανόητες ειδωλολάτρισσες οι οποίες την ζήλευαν για την ομορφιά και τις πολλές και μεγάλες σαρκικές κατακτήσεις της, όχι μόνο δεν ένιωθε καμιά θλίψη, αλλά ήταν γεμάτη χαρά και υπερηφάνεια.

Εκεί που ο Θεοφάνης την έβλεπε θύμα, εκείνη νόμιζε τον εαυτό της τροπαιούχο. Δεν ήταν δηλαδή, αμαρτωλή μόνο, αλλά και κάτι χειρότερο: αναίσχυντη. Σε μια τέτοια ψυχή, τι μπορούσε να κάνει κανείς; Σε τέτοιο διεφθαρμένο χαρακτήρα, πώς θα μπορούσε κάποιος να σταθεί και να υποσχεθεί ευδοκίμηση και επιτυχία; Ο Θεοφάνης σκέφτηκε πολύ και ενίσχυσε την σκέψη του με την προσευχή. Και επιτέλους αποφάσισε. Σε καμία περίπτωση βέβαια, δεν θα έβλαπτε την ηθική του ακεραιότητα και χρηστότητα. Αλλά η διέξοδος θα μπορούσε να βρεθεί στη σύνεση την οποία ο Χριστός επιτρέπει και συνιστά στους πιστούς Του. Και να τι έκανε ο Άγιος εκείνος άντρας: η ασκητική εγκράτεια με την οποία ζούσε δεν είχε αφαιρέσει τίποτα από την ξεχωριστή αντρική του ομορφιά, η οποία τον διέκρινε. Και είπε προς τον εαυτό του: «Θα κάνω το αντίθετο από αυτό που κάνει η Πανσέμνη. Εκείνη, με την ομορφιά της καταστρέφει. Γιατί η δική μου να μη χρησιμοποιηθεί για τη σωτηρία της»;

Με αυτό το σχέδιο, πήγε μια μέρα και την βρήκε. Εκείνη τον δέχτηκε με την επαγγελματική φιλοφροσύνη της, αλλά με έκπληξη διαπίστωσε μετά από λίγο ότι ο νέος αυτός επισκέπτης ήταν διαφορετικός από τους συνηθισμένους. Και το ήθος και οι τρόποι του ήταν ξένοι προς την ατμόσφαιρα του σπιτιού της. Αρκετή ώρα της μιλούσε, χωρίς να μπορεί καθόλου να διακρίνει στο βλέμμα του τους γνωστούς πόθους οι οποίοι έφλεγαν τους καθημερινούς εραστές της. Αντί να κυριαρχεί αυτή, αισθανόταν ότι ασκούσε κυριαρχία πάνω της αυτός ο άγνωστος άντρας. Και ήταν τόσο ωραίος! Μέσα στα δώδεκα χρόνια διεφθαρμένου βίου, αναρίθμητων γνωριμιών δεν έβρισκε ότι συνάντησε πιο όμορφο άντρα. Και πράγμα παράδοξο! Άρχισε να την καταλαμβάνει απροσδιόριστη και ασυνήθιστη ταραχή. Ως τότε γνώριζε καλά ότι αυτοί που έρχονταν να τη συναντήσουν ήταν ανυπόμονοι. Τώρα, για πρώτη φορά στην ζωή της, η ανυπομονησία κατέτρωγε αυτήν. Και γεμάτη έξαψη και πάθος, άπλωνε τη γοητεία της με πολλή εκφραστικότητα. Αλλά ο Θεοφάνης φαινόταν ότι δεν την αντιλαμβανόταν. Τότε εκείνη τον ρώτησε:
– Τι θέλεις, λοιπόν;
– Εσένα, απάντησε εκείνος.
– Εδώ είμαι, είπε η εταίρα.
– Εσένα, επανέλαβε εκείνος, αλλά εσένα ολόκληρη, δηλαδή και την ψυχή σου και όχι πρόσκαιρα, αλλά για πάντα.

Η καρδιά της Πανσέμνης ταράχτηκε στο άκουσμα αυτών των λόγων. Τι λοιπόν ήθελε αυτός ο άγνωστος, ο οποίος της μιλούσε με τόσο παράξενη γλώσσα; Την στιγμή εκείνη κατέφθασε ένας νέος επισκέπτης, ο πλουσιότερος τροφοδότης της , αλλά εκείνη τον έδιωξε. Διέταξε να του πουν ότι απουσίαζε. Έπειτα, γυρίζοντας προς τον Θεοφάνη:
– Είσαι σφίγγα, του είπε.
– Άκουσέ με, απάντησε τότε εκείνος. Είπα ότι θέλω εσένα. Θέλω, δηλαδή, να κλείσει το παρελθόν σου και όλοι οι άλλοι τους οποίους ως τώρα γνώρισες, να σβηστούν από την καρδιά σου κι από αυτήν ακόμα την μνήμη σου. Δεν θέλω να είμαι ένας από τους πολλούς, θέλω να είμαι ο μοναδικός. Και το θέλω αυτό, όχι διότι έχω να σου προσφέρω πλούτη και να σε περιβάλλω με χρυσό, όχι. Σου προσφέρω κάτι απείρως πολυτιμότερο: την καρδιά και την ψυχή μου. Δε σε θέλω, Πανσέμνη, ερωμένη μου, σε θέλω σύζυγό μου. Γι’ αυτό ήρθα εδώ. Αυτό έχω μόνο να σου προτείνω. Ζητώ από σένα, όχι την ηδονή, αλλά την αγάπη σου. Και σου προσφέρω τον εαυτό μου, όχι μόνο όσο ανθεί η νεότητα και λάμπει το κάλλος σου, αλλά για πάντα. Και αν ασθενήσεις κι όταν η ωραιότητά σου χαθεί απ’ την πνοή του φθινοπώρου και του χειμώνα της ζωής κι όταν τα γηρατειά θα σε καταστήσουν σκιά της τωρινής ακμής σου κι όταν θα φύγουμε κι οι δύο από αυτόν τον κόσμο, θέλω να ανήκουμε πάντα ο ένας στην αγάπη του άλλου. Θέλω αμοιβαία σχέση, ισχυρότερη κι από το σκοτάδι και την εξουσία του τάφου. Σε θέλω δική μου, Πανσέμνη, ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Στο παρόν και στο μέλλον. Δέχεσαι;

Η καρδιά της Πανσέμνης, από τα λόγια αυτά συγκλονίστηκε. Τι να απαντήσει; Ζαλίστηκε από την απρόοπτη αυτή εξέλιξη. Αυτός ο άνθρωπος μπροστά της ήταν μοναδικός. Ήταν ανώτερος από κάθε άλλο. Ήταν μήπως εκκεντρικός, ανισόρροπος και ανόητος; Όλα αυτά τα ενδεχόμενα πέρασαν απ’ την σκέψη της. Άλλοτε έφτανε στο σημείο να δακρύζει και άλλοτε να γελάει. Μέσα της, το σκοτάδι του παλαιού ανθρώπου πάλευε με την αυγή του νέου. Έμενε αναποφάσιστη. Κάποιος της πρότεινε μια ανατροπή, μια πλήρη ανατροπή του παρελθόντος, αλλά και του μέλλοντός της. Και οι ριζωμένες συνήθειες, που είχαν γίνει πάθη, την κρατούσαν δέσμια του παρελθόντος. Και όμως, τα λόγια του ξένου εκείνου ήταν τόσο διαφορετικά από εκείνα που της έλεγαν όλοι οι άλλοι. Ασκούσαν στην καρδιά της ένα είδος αόριστης, αλλά όχι και ασθενούς γοητείας. Εν τέλει, με σοβαρότητα, η οποία για πρώτη φορά φάνηκε στη συμπεριφορά της, πρότεινε το χέρι της και τον παρακάλεσε να ξανάρθει.
– Πότε; τη ρώτησε εκείνος.
– Μετά από τρεις μέρες, απάντησε η Πανσέμνη.
Ο Θεοφάνης έφυγε ζωογονημένος, με χαρά κι ελπίδα. Είδε ότι αυτά που είπε δεν πήγαν χαμένα. Η αμαρτωλή εκείνη καρδιά δεν φαινόταν καταδικασμένη στην απώλεια και το παράδειγμα της μετανοίας και της σωτηρίας της Μαρίας της Αιγυπτίας και τόσων άλλων γυναικών, οι οποίες, με τη βοήθεια του Θεού σώθηκαν από την απώλεια και έγιναν πρότυπα σωφροσύνης και αγνότητας, τον έκανε να ελπίζει περισσότερο. Και αυτός πήγε στο ησυχαστήριό του, όπου ξαναπροσευχήθηκε ζητώντας απ’ τον Θεό την ενίσχυση των προσπαθειών του. Η Πανσέμνη;

Ο πλούσιος φίλος της που διώχθηκε υποπτευόμενος ότι εκείνη βρισκόταν μέσα στο σπίτι της και ότι τον απάτησαν με τη βεβαίωση ότι απουσίαζε, αποφάσισε να πληροφορηθεί ο ίδιος την αλήθεια. Πήγε λοιπόν σε φιλικό του σπίτι, που βρισκόταν απέναντι από αυτό της Πανσέμνης, έκατσε πίσω από ένα παράθυρο και κατασκόπευε. Όταν μετά από λίγο είδε να βγαίνει ο Θεοφάνης, πικρά αγκάθια τον κέντησαν και η ψυχή του κάηκε από τον πυρετό του θυμού. Νόμιζε ότι ο άλλος, ο Θεοφάνης, τον εκτόπισε με τον περισσότερο πλούτο του και την ανώτερη ομορφιά του. Η υπερηφάνειά του τραυματισμένη όρμησε να πάρει εκδίκηση. Μπαίνοντας γρήγορα στο σπίτι της Πανσέμνης, έξω φρενών από το πάθος, παραπονέθηκε έντονα. Εκείνη του είπε ότι η έξαψή του ήταν αδικαιολόγητη επειδή αυτός που υποπτευόταν είχε έρθει, όχι για να επωφεληθεί από την ελευθεριότητά της, αλλά για να την επαναφέρει στο δρόμο της σωφροσύνης και της αρετής. Αλλά ο οργισμένος πλούσιος νέος θεώρησε τους λόγους αυτούς μάλλον ειρωνικούς και θύμωσε περισσότερο. Έβρισε την Πανσέμνη με τον χειρότερο τρόπο, όπως γνωρίζουν να βρίζουν οι ψευδοευγενείς διεφθαρμένοι του πλουσίου κόσμου, οι οποίοι κάτω από το προσωπείο της τυπικής αριστοκρατίας περιφέρουν ψυχή χυδαία και βάναυση. Και αφού χόρτασε από βρισιές, έφυγε.

Την επόμενη μέρα θέλησε να ξαναπάει στον οίκο της ηδονής και δεν δυσκολεύτηκε να πάει προς εκείνη, την οποία την προηγούμενη μέρα είχε πληγώσει και εξευτελίσει με τόση αγριότητα. Αλλά στην ψυχή της Πανσέμνης είχε ήδη αρχίσει η παρήγορη αλλοίωση. Αυτή που ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες σκηνές, οι οποίες άλλοτε την ευχαριστούσαν, διότι έκρινε ότι προέρχονταν από ζηλοτυπία, πράγμα που κολάκευε τη φιλαρέσκειά της, τη φορά αυτή και για πρώτη φορά, από τις βρισιές εκείνες αισθάνθηκε τραύμα βαθύ, καίριο, διότι η συναίσθηση της τιμής, η οποία είχε βυθιστεί εντός της, τώρα άρχισε να ασκεί την ιερή και αγία λειτουργία της.

Προφανώς, για να της μιλούν με τέτοιο τρόπο, τη θεωρούσαν πουλημένη σάρκα, η οποία δεν έσωζε καμιά προσωπικότητα και ήταν αδιάφορη προς τα αισθήματα και τους όρους της αξιοπρέπειας. Πίστευαν ότι ήταν κτήνος και της φέρονταν σαν σε κτήνος. Αυτή η ηθική αποκάλυψη ανέτειλε ήδη στην ψυχή της. Και φωτισμένη από τις ακτίνες της είδε την άβυσσο του εξευτελισμού της και δάκρυα από εκείνα τα οποία προέρχονται από τον ουρανό και λούζουν τον αμαρτωλό έβρεξαν τα μάτια της. Η Πανσέμνη αισθανόταν ηθικό πόνο, άρα οι ηθικές λειτουργίες της δεν είχαν καταστραφεί τελείως. Ό,τι πονάει, ζει. Ο εραστής διώχθηκε.

Την τρίτη ημέρα, όπως είχε οριστεί, ο Θεοφάνης ξαναήρθε. Εκείνη τον δέχθηκε σχεδόν με ευγνωμοσύνη. Άρχισε να επηρεάζεται από την ακτινοβολία του ηθικού κάλλους και έβρισκε ότι ο επισκέπτης της ήταν περισσότερο από ωραίος, σεπτός. Η συζήτησή τους ήταν μεγάλη. Ο Θεοφάνης, αντιλαμβανόμενος ότι οι ελπίδες της επιτυχίας είχαν πολλαπλασιαστεί, πολλαπλασίασε κι εκείνος την προσπάθειά του για ν’ αποσπάσει την ταλαίπωρη αυτή γυναίκα από το δίχτυ της ντροπής και της απώλειας. Και η θέρμη του γι’ αυτό ήταν τόση ώστε ακόμη κι αν χρειαζόταν να το καταφέρει με το να την παντρευτεί, θα το έκανε, γιατί η αναγεννημένη και εν πνεύματι ζώσα ψυχή του ήταν πλήρης της γενναίας και ελεύθερης χριστιανικής ψυχολογίας. Η θυσία έκρινε πάντα άξιους ιδιαιτέρου μισθού εκείνους, οι οποίοι αρπάζοντας από την ατιμία καρδιές πλανεμένες, τις στερεώνουν στην πίστη και στην αρετή και συνδέουν μαζί τους την ζωή τους, αποτελώντας έτσι ζωή μία, εντελώς νέα, καθαρή, αγία, αφιερωμένη στη δόξα του Χριστού. Διότι το βάπτισμα και η θερμή και ειλικρινής μετάνοια καθαρίζουν τον αμαρτωλό, εξαλείφουν τα στίγματα, παρουσιάζουν νέα, άμωμο ψυχή. Και όταν μια καρδιά έχει τη συναίσθηση ότι όλη την ανακαίνισή της, όλο τον πλούτο της τιμής της, οφείλει μετά απ’ τον Θεό στη γενναία αγάπη ενός άντρα. η αφοσίωσή της στον άνδρα αυτό απωβαίνει φλογερότερη και γλυκύτερη, αγάπη συγχρόνως και σεβασμός και ευγνωμοσύνη σωθέντος πλάσματος προς τον σωτήρα του. Ο Θεοφάνης δεν είχε πάρει βέβαια τέτοια απόφαση, έκανε όμως αυτές τις σκέψεις. Η Πανσέμνη έπρεπε να σωθεί. Και αυτός όφειλε να πράξει ό,τι εξαρτιόταν από τον ίδιο. Στην ψυχή εκείνης πολλαπλασιαζόταν η αίσια και παρήγορη αναστάτωση και ανατροπή. Δεν ήταν πλέον η επιπόλαια και φαιδρή και ασυλλόγιστη γυναίκα η οποία έπαιζε με όλα και με όλους. Οι παλιές αμαρτίες της καταδιώκονταν και πλήττονταν από μια μυστική και αόρατη δύναμη. Η ιδέα του να γίνει σύζυγος ενός άντρα που θα σκέπαζε και θα προστάτευε την τιμή της, ιδέα την οποία πριν από τρεις μόλις μέρες θα συνόδευε με τα δυνατότερα και πιο καταφρονητικά γέλια, τώρα ορθωνόταν σεμνή μπροστά της και της προκαλούσε μία μυστηριώδη και ανέκφραστη συγκίνηση. Κι όμως δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένη για οριστική απόφαση. Η απρόοπτη ανατολή της νέας ζωής την είχε θαμπώσει, συνηθισμένη στο πυκνό ηθικό σκοτάδι.

Και σε πολλές στιγμές νόμιζε ότι ζούσε μια αυταπάτη. Η άβυσσος δεν την εξουσίαζε πλέον, αλλά η ζάλη της ήταν σφοδρή. Μπροστά της απλωνόταν η ασφαλής ακτή της σωτηρίας, αλλά η Πανσέμνη κυκλωμένη από το κύμα της απωλείας, ορμά προς την ακτή, αισθάνεται όμως τον εαυτό της όχι τελείως ικανό να κάνει το άλμα προς τα εκει. Ο Θεοφάνης αισθανόταν, έβλεπε την σφοδρή αυτή πάλη, και συνέπασχε περισσότερο και δεόταν μυστικά προς τον Χριστό, για να δώσει τελείως αποτελεσματική τη βοήθειά Του προς την πάσχουσα εκείνη ψυχή. Αποχωρίστηκαν με τη συμφωνία να συναντηθούν πάλι την επομένη.

Όλη τη νύχτα ο Θεοφάνης την πέρασε άγρυπνος με στεναγμούς και έντονες ικεσίες και θερμά δάκρυα. Αλλά και η Πανσέμνη μάταια ζήτησε την ησυχία και τον ύπνο. Η οριστική μάχη υπήρξε επίμονη στην ψυχή της. Μέσα της φοβόταν όχι πλέον μήπως ποθούσε και πάλι την προηγούμενη ζωή της, αλλά μήπως η ζωή αυτή δεν της χορηγούσε δικαίωμα και ελπίδα σε διαρκή και ευτυχισμένο σύνδεσμο με έναν άντρα. Ήταν πασίγνωστη σαν πόρνη. Πώς θα φαινόταν λοιπόν στην κοινωνία ως σύζυγος ενός άντρα, με δικαιώματα κοινωνικού σεβασμού και με αξίωση εκτίμησης εκ μέρους του άντρα αυτού; Η εκτίμηση προϋποθέτει εμπιστοσύνη. Αλλά εμπιστοσύνη προς αυτήν δε θα ήταν ευκολοδιάλυτη σαν σύννεφο και σαν ατμός; Ο Θεοφάνης τη βεβαίωσε για την πολύ του αγάπη, για την ολόψυχη αφοσίωσή του, για το μεγάλο ενδιαφέρον του προς τον εξαγνισμό της και την τίμια, πλέον, κοινή ζωή τους. Και αυτός που έδινε τη βεβαίωση αυτή φαινόταν σοβαρός και τίμιος άντρας. Αλλά, αν όλα αυτά ήταν προσωρινή, μόνο, γενναιότητα και αυταπάρνηση; Αν μετά την ένωσή τους περνούσαν από το μυαλό του και άθελά του ακόμα, υποψίες και δυσπιστίες, δικαιολογημένες, άλλωστε, από το παρελθόν της; Αν μια μέρα την έβλεπε σκυθρωπός και μάντευε τα αγκάθια της ψυχής του και έβλεπε τη μεταμέλειά του για την εσπευσμένη πράξη στην οποία είχε προβεί; Αν μια μέρα της έλεγε ότι αυτούς που τόσους πολλούς είχε μαγέψει, κατέστησε εκείνον το χειρότερο απ’ όλα τα θύματα; Οι σκέψεις αυτές έφερναν περισσή ταραχή και σύγχυση στην ψυχή της. Ποια έπρεπε να είναι η οριστική της απόφαση; Μέσα της, η ψυχή της αισθανόταν την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια άνωθεν. Αλλά από πού; Αυτές οι λεπτότητες δε θα έβρισκαν ηχώ στον ουρανό της ειδωλολατρίας. Κι έτσι γινόταν βαθύτερη η λύπη της. Τέλος, έκρινε ότι την επόμενη μέρα θα ανακοίνωνε όλες αυτές τις σκέψεις στο Θεοφάνη, τον οποίο θα καθιστούσε ελεύθερο και ουσιαστικό κριτή αυτού που έπρεπε να γίνει.

Κατά τη νέα συνάντησή τους, ο Θεοφάνης άκουσε όλους αυτούς τους δισταγμούς και τους φόβους και δεν μπόρεσε να εμποδίσει το ζωηρό συναίσθημα χαράς, το οποίο κατέκλυσε την ψυχή του. Η Πανσέμνη αποδείκνυε έτσι ότι με τη μία τίναζε τον ηθικό βόρβορο που την είχε καλύψει, ότι διέρρηξε τα δεσμά των παχυλών και αγοραίων αισθημάτων, τα οποία εδώ και πολύ καιρό την είχαν παραμορφώσει, ότι από τις έξεις της ελαφρότητας απέκτησε νέες ηθικές απόψεις και αντί σάρκας μόνο, η οποία ήταν πριν, έμπαινε στα πρόθυρα ευγενούς αγάπης, η οποία μπορούσε να της χρησιμεύσει σαν οδηγός προς καθαρότερο και πνευματικότερο στάδιο. Έσπευσε να την καθησυχάσει. Τη διαβεβαίωσε ότι οι φόβοι της, την τιμούσαν. Της εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του διότι τόσο φρόντιζε γι’ αυτόν, επειδή ήθελε να τον απαλλάξει από ενδεχόμενες δυσχέρειες ενώπιον της κοινής γνώμης. Αλλά συγχρόνως της τόνισε πως όλα αυτά ήταν μικρά εμπόδια, χάρη στον Ιησού Χριστό. Και όπως πρόφερε το όνομα αυτό, βύθισε τα μάτια του στα δικά της, θέλοντας να δει την εντύπωση που είχε κατοπτριστεί στα δικά της.

Η Πανσέμνη, ακούγοντας το όνομα του Ιησού Χριστού, έμεινε έκπληκτη και ένιωσε ταραχή. Μετά σηκώθηκε με φόβο και απευθυνόμενη στο Θεοφάνη, του είπε:
– Είσαι λοιπόν, χριστιανός;
Ο Θεοφάνης κατάλαβε ότι η στιγμή εκείνη ήταν κρίσιμη. Ζύγισε, λοιπόν, τα λόγια του και της απάντησε:
– Ναι, είμαι χριστιανός και αυτό ακριβώς εξηγεί όλη τη συμπεριφορά μου και αποτελεί το ασφαλέστερο εχέγγυο της εμπιστοσύνης την οποία μπορείς να έχεις πάντα για μένα. Είμαι χριστιανός και γι’ αυτό καταδιώκω την αμαρτία, αλλά δε μισώ τους αμαρτωλούς. Μόνο τους ευσπλαχνίζομαι και τους ελεώ. Αν θες, ακόμα, και τους αγαπώ. Τους πονώ με όλη μου την καρδιά και είμαι πρόθυμος για κάθε θυσία προκειμένου να τους δω στο δρόμο της αρετής. Τους αγαπώ και πριν ακόμη γίνουν καθαροί. Μπορείς, λοιπόν, να φανταστείς τι αισθάνεται μια χριστιανή ψυχή όταν βρεθεί απέναντι σε μια άλλη, η οποία, με τις θερμές εκείνης ευχές, μπορεί ν’ ανακτήσει την καθαρότητά της. Γιατί, γνώριζέ το καλά, Πανσέμνη, η πίστη στον Ιησού Χριστό δεν καλύπτει, απλά, την αμαρτία, αλλά την εξαλείφει ολότελα. Αν δεχτείς την πίστη του Ιησού Χριστού, Αυτός θα λευκάνει την ψυχή σου περισσότερο από το χιόνι που πέφτει στις ψηλές, απάτητες κορφές. Για τους αδελφούς θα είσαι χριστιανή, διότι εμείς αποτελούμε μία οικογένεια, η οποία γνωρίζει να συγχωρεί και να τιμά, διότι γνωρίζει και ν’ αγαπά. Για τους ειδωλολάτρες τι ενδιαφέρεσαι; Η ζωή τους όλη είναι αμαρτία. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, θα είσαι νέα κτίση, καθαρά και αγία, όχι με παρελθόν για το οποίο να ντρέπεσαι, αλλά με παρόν και μέλλον για το οποίο θα γίνεσαι σεβαστή. Ώστε δεν έχω να σκεφτώ κάτι για τους φόβους σου ούτε κι εσύ να φοβηθείς τίποτε για μένα και για τα αισθήματα μου στο μέλλον. Είναι δική σου η απόφαση. Με θεωρείς τίμιο άντρα και με εμπιστεύεσαι; Εσύ θα έχεις όλη την εμπιστοσύνη μου. Οι λόγοι αυτοί έπεσαν στην καρδιά της Πανσέμνης σαν ουράνια δροσιά. Και του είπε:
– Δεν έχω ξανακούσει τέτοια λόγια. Δεν ξέρω τον Ιησού Χριστό, αλλά αφού εμπνέει τέτοια αισθήματα και έχει τέτοιους πιστούς, δεν έχω κανένα φόβο και κανένα δισταγμό απέναντί Του. Έπειτα εσύ είσαι πλέον, όχι ο φίλος, αλλά ο κύριός μου. Διότι, το βλέπω ότι αξίζεις να είσαι τέτοιος. Όπου εσύ κι εγώ. Διέταξέ με, λοιπόν, σε ακολουθώ οπουδήποτε κι αν με οδηγήσεις.

Έτσι οι προσευχές του Θεοφάνη εισακούστηκαν. Η Πανσέμνη πούλησε και το σπίτι και τα κοσμήματα και τα πολυτελή φορέματα και έπιπλα και τα χρήματα αυτά τα έδωσε στους φτωχούς, λίγες μέρες μετά τα πρώτα κατηχητικά μαθήματα που της είχε κάνει σεβάσμιος και ενάρετος ιερέας, ο οποίος δοκίμασε μεγάλη χαρά, διότι το πλανεμένο πρόβατο επέστρεψε στο ποίμνιο του Χριστού. Τα μοίρασε και δεν κράτησε τίποτε για τον εαυτό της, αφού άκουσε από τον ιερέα και βρήκε σύμφωνο και το Θεοφάνη, ότι αυτός που μάζεψε χρήματα με την αμαρτωλή οδό, δεν μπορεί να πάρει συγχώρεση, αν δεν μείνει εντελώς ελεύθερος από τον άνομο θησαυρό. Και όταν η μετανοημένη εκείνη γυναίκα τα μοίρασε όλα, το βράδυ, το οποίο βρέθηκε φτωχή, αισθάνθηκε τη μεγαλύτερη χαρά γιατί τότε κατάλαβε ότι έμπαινε χωρίς εμπόδια στην χριστιανική αδελφότητα. Φρόντισε μόνο ο Θεοφάνης να την τοποθετήσει κοντά σ’ ευσεβείς χριστιανές, οι οποίες συμπλήρωναν την χριστιανική της κατήχηση και τη φώτιζαν με το παράδειγμά τους. Μετά από τέτοιο αγώνα ενός έτους, της ανακοινώθηκε ότι μπορούσε να βαπτιστεί, αλλά εκείνη ζήτησε περισσότερο χρόνο. Παρ’ όλο που είχε διδαχτεί πως ο Θεός είναι Θεός της αγάπης, αναγνώριζε ότι είχε αμαρτήσει πολύ. Και η Εκκλησία μπορεί να την περιέβαλλε με την επιείκειά της, αυτή όμως φρονούσε ότι όφειλε να φανεί αυστηρή με τον εαυτό της. Ήθελε να διδαχτεί και να δοκιμαστεί περισσότερο, φοβούμενη μήπως προσερχόμενη στο άγιο βάπτισμα πρωτύτερα, αμάρτανε επειδή είχε μείνει πολύ καιρό στην αμαρτία και πολύ λίγο στο στάδιο της μετανοίας. Όσον αφορά στο σχέδιο του γάμου της με το Θεοφάνη, χωρίς να παραιτηθεί, δεν βιαζόταν. Η αγάπη του Χριστού είχε γεμίσει την καρδιά της, χαλιναγώγησε τη δεσποτεία του έρωτα και για να είναι άξια για τον επί γης νυμφίο της, ποθούσε να γίνει περισσότερο άξια για τον εν ουρανώ. Πίστευε ότι θα γινόταν καλύτερη σύζυγος αν γινόταν και καλύτερη χριστιανή. Ο Θεοφάνης τη βοηθούσε πολύ με σύνεση και λεπτότητα, για να μη φανεί ότι άλλαξαν οι διαθέσεις του και πονέσει την ευαίσθητη εκείνη ψυχή. Αυτή πάλι, αφού προχωρούσε στην αρετή, προχωρούσε και στη μετάνοια. Διότι, με την πάροδο του χρόνου, αφού της αποκαλύπτονταν οι ηθικές τελειότητες, θλιβόταν περισσότερο για την προηγούμενη κατάπτωσή της και θεωρούσε ότι το θείο έλεος έπρεπε να είναι πράγματι άπειρο, για να συγχωρεί τέτοιο βίο σαν το δικό της. Αυτά τα συναισθήματα διατηρήθηκαν στην ψυχή της και μετά τη βάπτισή της. Η χαρά διότι έμπαινε στην τάξη των σωζομένων δεν κάλυψε εντελώς τη λύπη για τη δωδεκαετή ακολασία της. Το αμάρτημα εξαλείφεται, αλλά η ανάμνησή του παραμένει. Και στην Πανσέμνη, η διαρκής αυτή ανάμνηση διατηρούσε την σκιά της μελαγχολίας.

Η μελαγχολία αυτή – όχι αθυμία – είχε κάτι το ασφαλές και το σωτήριο, διότι αύξανε μέσα της την ταπεινοφροσύνη και συντηρούσε τη μέτρια εκείνη θλίψη, η οποία είναι το άριστο μέσο για να ξεφύγουμε από τις σαγήνες του κόσμου. Και με την ψυχική αυτή διάθεση άρχισαν να αλλάζουν και τα αισθήματά της προς το Θεοφάνη. Κατάντησε τώρα να τον ντρέπεται με τη βαθειά της συναίσθηση, αλλά και το σεβασμό που του έτρεφε. Η ευλάβεια για την υπέροχη ηθική αρετή του έφτανε να καταπνίγει μέσα της την τρυφερότερη κλίση που του είχε. Έπειτα, έβλεπε άλλες, παρθένες εκείνες, οι οποίες φύλαξαν πάντα την αγνότητά τους και όμως έμεναν στην παρθενία τους αφοσιωμένες στην ηθική τελειοποίηση και τη φιλανθρωπία. Γιατί, λοιπόν, αυτή η εκπεσούσα γυνή να μην δείξει τη μετάνοιά της και να μην στερεώσει την ηθική αποκατάστασή της, αφοσιωμένη ολόψυχα στην χριστιανική υπηρεσία των πασχόντων, αφού για τόσα χρόνια ζούσε στο σκοτάδι και παρέσερνε κι άλλους.

Ο πνευματικός της, επιδοκίμαζε τις σκέψεις αυτές και τις ενίσχυε αφού βεβαιώθηκε ότι οι αποφάσεις της ήταν ώριμες και σταθερές. Από τότε αφιέρωσε την ζωή της αποκλειστικά στην επιμέλεια της ψυχικής της σωτηρίας, την περιποίηση των ασθενών και την ηθική ενίσχυση τραυματισμένων καρδιών. Με ιδιαίτερη στοργή παρακολουθούσε τις ωραίες νέες και τις βοηθούσε να μένουν θωρακισμένες από τα κοσμικά δίχτυα και ανέκφραστη ήταν η χαρά της όταν κατόρθωσε να προλάβει την ηθική πτώση παρθένος ειδωλολάτριδος και να τη φέρει στη μητρική και καθαρή αγκαλιά της Εκκλησίας. Και στάθηκε τόση η πίστη της ώστε η θεία Χάρη της δώρισε τη δύναμη να θεραπεύει με την προσευχή της ασθένειες σωμάτων και να διώχνει πονηρά πνεύματα.

Μετά από κάποια χρόνια ο Θεός ευδόκησε να την καλέσει κοντά Του. Και αποχώρησε, πνεύμα ολοκληρωμένο προς τον πατέρα όλων των πνευμάτων, Αγία η άλλοτε ρυπαρή, δοξασμένη η άλλοτε άτιμη.

Ο Θεοφάνης, συνεχίζοντας κι αυτός το έργο της χριστιανικής αγάπης και φιλαδελφείας, την περιποιήθηκε στην ασθένειά της και δέχτηκε το τελευταίο ακτινοβόλημα των ματιών της πάνω στη γη. Μετά από λίγες εβδομάδες αναχώρησε κι αυτός στον Ουράνιο πατέρα.