Ο όσιος Θεοδόσιος
ο Κοινοβιάρχης
11η Ιανουαρίου
Έζησε στα χρόνια του Λέοντα του Μεγάλου (457-474 μ.Χ.). Το χωριό Μωγαρισσός ή Μαγαρισσός της Καππαδοκίας είναι ο τόπος όπου γεννήθηκε από γονείς πολύ πιστούς, ευσεβείς και ενάρετους, τον Προαιρέσιο και την Ευλογία.
Ο Θεοδόσιος αρνήθηκε την έγγαμη ζωή και έγινε μοναχός. Όταν έγινε μοναχός, διακρίθηκε από πολύ νωρίς για τον φλογερό του ζήλο στην απόκτηση των χριστιανικών αρετών. Η εγκράτεια και οι αρετές του, του προσέδωσαν ηθική τελειότητα, ώστε αξιώθηκε να κάνει θαύματα και να προλέγει τα μέλλοντα. Είναι πολλά και αξιομνημόνευτα τα θαύματα του Οσίου. Κατόρθωσε σε ένα μέρος, όπου θα ίδρυε μοναστήρι, να ανάψει κάρβουνα χωρίς να έχει φωτιά. Με την προσευχή του έδωσε σε μια γυναίκα που γεννούσε νεκρά παιδιά την ευλογία να τεκνοποιεί. Έφερε τη βροχή στην ξηραμένη γη. Λύτρωσε ανθρώπους που κινδύνευαν από τρικυμία. Έσωσε από τον θάνατο μια γυναίκα που αιμορραγούσε και ένα παιδί που είχε πέσει σε πηγάδι. Μια άλλη φορά ευλόγησε έναν κόκκο σιταριού, ο οποίος πολλαπλασιάστηκε τόσο, που γέμισε μια μεγάλη σιταποθήκη. Ο Κήρυκος, αξιωματικός του στρατού, έγινε άτρωτος στον πόλεμο φορώντας στο στήθος του το τρίχινο ένδυμα που του είχε χαρίσει ο Θεοδόσιος. Ο Όσιος κατάφερε ακόμη να σώσει τη σοδειά κάποιων γεωργών, η οποία απειλούνταν από ακρίδες.
Εκείνο που τον συγκινούσε περισσότερο ήταν η μελέτη του Ευαγγελίου και ιδιαίτερα οι συγκινητικές σκηνές από το Πάθος του Σωτήρα μας Χριστού. Γι’ αυτό επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους στην Ιερουσαλήμ, όπου ψηλάφησε και προσκύνησε τα χώματα όπου διαδραματίστηκαν τα μεγάλα γεγονότα των Παθών του Κυρίου μας.
Για να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους, πέρασε από την Αντιόχεια και ζήτησε την ευλογία του οσίου Συμεών του Στυλίτου. Ο Θεοδόσιος, αφού ασκήτεψε κοντά σε μεγάλους ασκητές, όπως τον Συμεών τον Στυλίτη και τον ησυχαστή Λογγίνο, αποσύρθηκε σε ιδιαίτερο ησυχαστήριο, διδάσκοντας με λόγια και έργα κάθε διαβάτη που περνούσε από εκεί. Όμως, πολλοί από αυτούς που δίδαχτηκαν από τον Όσιο επέστρεψαν κοντά του. Η υπερβολική αύξηση των αδελφών ανάγκασε τον Θεοδόσιο να ιδρύσει ένα μεγάλο και ευρύχωρο κoινόβιο μοναστήρι.
Ως κοινοβιάρχης οργάνωσε τη ζωή των μοναχών σύμφωνα με τα πρότυπα της πρώτης Εκκλησίας των Χριστιανών. Δηλαδή, «όλοι χωρίς εξαίρεση οι πιστοί, με μια καρδιά και μια ψυχή, ήταν μεταξύ τους ενωμένοι σαν μέλη της ίδιας οικογένειας και τα είχαν όλα κοινά» (Πράξ. β’ 44). Επειδή αντέδρασε έντονα στην αίρεση του Ευτυχούς, εξορίστηκε για λίγο καιρό από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο τον Α’. Διορίστηκε γενικός προϊστάμενος όλων των Κοινοβίων της Παλαιστίνης, γι’ αυτό και έλαβε την επωνυμία «Κοινοβιάρχης». Σε προχωρημένη, πλέον, ηλικία ο Θεοδόσιος, αφού γαλούχησε με συμβουλές αιωνίου ζωής χιλιάδες ψυχές, παρέδωσε το πνεύμα του. Έζησε περίπου 105 χρόνια.
Περισσότερα...
Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντος του Θρακός, ο οποίος ονομάστηκε Μέγας (457-474 μ.Χ.) κι έφτασε μέχρι τα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518 μ.Χ.). Καταγόταν από το χωριό Μωγαρισσό της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του λεγόταν Προαιρέσιος και η μητέρα του Ευλογία.
Ασπάστηκε τη μοναχική ζωή και διακρίθηκε για τον φλογερό του ζήλο προς την τελειότητα της χριστιανικής αρετής. Διότι ο Θεοδόσιος ούτε την ησυχία του ατόμου του ζητούσε, ούτε περιοριζόταν μόνο σε προσωπικούς κόπους (όπως είναι οι μελέτες, οι προσευχές και οι αγρυπνίες). Μέσα στην ευσεβή του καρδιά έκαιγε ο πόθος να γίνει δύναμη γενικότερα ωφέλιμη για την Εκκλησία και η επιθυμία του αυτή ήταν εντελώς καθαρή, χωρίς το παραμικρό κέντημα προσωπικής φιλοδοξίας και χωρίς κανένα κίνητρο φιλαρχίας και προσωπικής του διαφήμισης.
Η μελέτη του Ευαγγελίου, η προσεκτική παρακολούθηση του βίου του Σωτήρα μας Χριστού, η ανάγνωση των υψηλών και συγκινητικών σκηνών των παθών Του, το χαροποιό σκίρτημα το οποίο διήγειρε την καρδιά του όταν ψάλλονταν οι χαρμόσυνοι ύμνοι της Αναστάσεώς Του, άναψαν στην ψυχή του Θεοδοσίου την ακατάσχετη αγάπη να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους. Μετέβη, λοιπόν, στα Ιεροσόλυμα. Εδώ, αφού είδε, ψηλάφησε, ασπάστηκε και προσκύνησε, πήγε για λίγο καιρό στην Αντιόχεια, όπου πολλοί πήγαιναν, επειδή προσειλκύονταν από τη φήμη του Συμεών του Στυλίτου. Επιστρέφοντας και πάλι στα Ιεροσόλυμα, έμεινε στην αρχή κοντά σ’ έναν ησυχαστή, τον Λογγίνο, μαζί με τον οποίο μελετούσε, συζητούσε, προσευχόταν, εργαζόταν και του οποίου σπούδαζε την πνευματική διαύγεια και τη μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Ακολούθως, αποσύρθηκε μόνος του σε ιδιαίτερο ησυχαστήριο, που ήταν γνώριμο, όμως, σε πολλούς διαβάτες οι οποίοι, όταν κουράζονταν ή σε ώρα μεγάλου καύσωνα και κακοκαιρίας, ζητούσαν εκεί ανάπαυση και προφύλαξη. Προς όλους αυτούς ο Θεοδόσιος φερόταν με πολλή αδελφική προθυμία και αγάπη και τη συμπάθεια που προκαλούσε αυτή η συμπεριφορά του τη μεταχειριζόταν, για να ρίχνει το δίχτυ του Ευαγγελίου με περισσότερη επιτυχία.
Η πρακτικότητα και η πειθώ των διδασκαλιών και των συμβουλών του, η σεμνότητα της όψης του, η ευαγγελική προσήνεια και αγιότητα όλων των τρόπων του, δημιούργησαν σε λίγο διάστημα μεγάλη φήμη γύρω από το όνομά του. Πάμπολλοι έρχονταν στο ησυχαστήριό του από κοντά κι από μακριά, για να ζητήσουν κάποια συμβουλή και παρηγοριά. Εκείνος τους δεχόταν πάντοτε πατρικά, ενδιαφερόταν, καθοδηγούσε, ενθάρρυνε ή παρακαλούσε και καθικέτευε με δάκρυα σαν να ήταν αυτός ο πάσχων και είχε ανάγκη της γιατρειάς. Τίποτα δεν ήταν συγκινητικότερο από το θέαμα του ενάρετου ησυχαστή, o οποίος προσευχόταν μαζί με τον βαρυνόμενο από την αμαρτία ή και μόνος του. Σε ώρες πέρα από τα μεσάνυχτα, στην καλοκαιρινή ησυχία και γαλήνη ή και στα φυσήματα της χειμερινής θύελλας, ανέτεινε τα χέρια του προς τον ουρανό, ζητώντας ενίσχυση, χάρη και άφεση για ανθρώπους προς τους οποίους πριν λίγες ώρες ήταν εντελώς άγνωστος και τους οποίους δεν ήξερε αν θα ξαναέβλεπε για δεύτερη φορά.
Σταδιακά γύρω από τον Θεοδόσιο δημιουργήθηκε άλλος βίος. Πολλοί από εκείνους που τον γνώρισαν και αισθάνθηκαν κοντά του φως στο νου τους και γαλήνη στην καρδιά τους δεν ήθελαν πλέον να μένουν στον κόσμο, του οποίου τα κύματα, εκτός της σφοδρής ταραχής, τους είχαν δώσει και τόσο μολυσμό. Δεν άργησε, λοιπόν, να σχηματιστεί κοινοβιακή ζωή που τον είχε ως κέντρο και οδηγό. Και μαζί με τους φτωχούς έρχονταν και πλούσιοι άνθρωποι, οι οποίοι ύστερα από όλες τις κοσμικές απολαύσεις τους δεν είχαν αποκομίσει παρά μια μεγάλη απογοήτευση και αθυμία και τώρα κοντά του έβρισκαν το γαλήνιο και ασφαλές λιμάνι. Διότι μέσω αυτού ερχόταν, κατά κάποιον τρόπο, στην ψυχή τους πνοή Θεού.
Η υπερβολική συγκέντρωση των αδελφών αυτών που ήταν κοντά του, τον έκανε να σκεφτεί πού θα ήταν προτιμότερο να ιδρυθεί κοινοβιακό μοναστήρι. Κατόπιν κατάλληλης εξέτασης, επέλεξαν έναν ερημικό τόπο πέραν της Νεκράς Θάλασσας, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα 8 ½ ώρες. Εκεί, το μεγάλο πλήθος της κοινοβιακής αδελφότητας έχτισε σε λίγο καιρό ευρύχωρο μοναστήρι με ανάλογη εκκλησία, καθώς και ιδιαίτερα διαμερίσματα για ξενοδοχεία και νοσοκομεία, αφού η φήμη του Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου έφερε και εκεί πλήθη που ζητούσαν τη συμβουλή και την ευλογία του ή την υλική του βοήθεια. Εκείνος, μαζί με την ψυχική παρηγορία και ανακούφιση, έδινε και την ανάπαυση και τη νοσηλεία στο σώμα κι έκανε διπλή γιατρειά για τις ανάγκες της ψυχής και του σώματος. Και ήταν τέτοια η φιλάνθρωπη καρδιά του και είχε τόσο ζωηρή και λαμπρή την πεποίθηση για τη σπουδαιότητα της ευσπλαχνίας και της ελεημοσύνης και τόσο ισχυρός έστεκε στην ψυχή του ο λόγος του Σωτήρα, ότι όφειλαν και οι μαθητές Του να υπηρετούν όπως Αυτός τους είχε υπηρετήσει, ώστε και σε βαθύ ακόμα γήρας και μετά την κόπωση την οποία τού έφερνε η αδιάλειπτη διδασκαλία και οι συμβουλές σ’ αυτούς που έφταναν καθημερινά, ο ίδιος επιστατούσε σε όλα, οδηγούσε και πρόσεχε να γίνονται τα πάντα σωστά, για να μένουν όλοι ευχαριστημένοι και να μην υπάρχει κανένα παράπονο.
Πόσα έξοδα χρειάζονταν και πόση επιμέλεια, μπορούμε να καταλάβουμε λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι κάθε μέρα δεχόταν περίπου εκατό ξένους. Αλλά όλα τα κυβερνούσε καλά η χάρη του Θεού και κάθε μέρα έφταναν οι προσφορές και τα βοηθήματα, διότι υπήρχε η πεποίθηση ότι το κοινόβιο του Θεοδοσίου ήταν από τα πιο θεάρεστα και φιλάνθρωπα ιδρύματα. Γύρω από αυτόν τον κορμό, τον πλήρη πνευματικού σφρίγους και χυμού, βλάστησαν, υψώθηκαν και καρποφόρησαν εξαίσιοι και θαυμάσιοι άλλοι βλαστοί ζωντανής ευσέβειας. Διότι οι περισσότεροι από τους μαθητές του κληρονόμησαν τις μεγάλες αρετές του και ίδρυσαν κι αυτοί ευεργετικότατα κέντρα πνευματικής ζωής και χριστιανικής φιλαδελφίας.
Σε πολύ προχωρημένη ηλικία, αφού χιλιάδες και μυριάδες απόλαυσαν από το στόμα του συμβουλές αιωνίου ζωής και ηθικής αποκατάστασης και περιποιήσεις και ελεημοσύνες από τα χέρια του, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο με πολλή γαλήνη και εμπιστοσύνη, σαν πιστός στρατιώτης ο οποίος παρουσιάζεται στον βασιλιά του με δοξασμένες πληγές και με πολλά άλλα δείγματα ολόψυχης αφοσίωσης και ευδόκιμης υπηρεσίας. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα κέντρα τα οποία δέχονταν τα ευεργετήματά του και από τα οποία προσέτρεχαν στο κοινόβιό του για τις ψυχικές και τις σωματικές τους ανάγκες. Κι έτρεξαν, λοιπόν, πολλοί, λαϊκοί, κληρικοί, μοναχοί, ακόμα και επίσκοποι, για να ασπαστούν το άγιο λείψανο του ανδρός, ο οποίος στάθηκε για όλους πιο φιλόστοργος από αδελφό και πιο προστατευτικός από πατέρα.
Κι αυτός ακόμα ο τότε πατριάρχης Ιεροσολύμων προσήλθε να ασπαστεί και να παρασταθεί στην κηδεία και μεγάλη υπήρξε η συγκίνησή του όταν βρέθηκε μπροστά στο ιερό λείψανο. Ο γέροντας αυτός, ο οποίος αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην πιο θαυμάσια και πιο εγκάρδια αγάπη του Θεού και του πλησίον, του μιλούσε εύγλωττα με τα σφραγισμένα, πλέον, χείλη του και του έλεγε ότι η αθάνατη δόξα του κληρικού δε βρίσκεται στα χρυσά άμφια και τα μεγαλοπρεπή σύμβολα της ιερατικής εξουσίας, αλλά στη ζωή που καθαγιάστηκε από τη θεία Χάρη και υπήρξε διαρκές και ευωδέστατο θυμίαμα προς τον Θεό.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας∙ καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας∙ καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, ὅσιε Πατὴρ ἡμῶν Θεοδόσιε∙ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.