Οι άγιοι μάρτυρες Πρόβος, Τάραχος και Ανδρόνικος
12η Οκτωβρίου
Μαρτύρησαν στο διωγμό κατά της Εκκλησίας επί Διοκλητιανού και Φλαβιανού, του ηγεμόνα της Κιλικίας. Ο Πρόβος ήταν από τη Σίδη της Παμφιλίας, ο Ανδρόνικος από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος από την Ιλλυρία. Και οι τρεις ήταν στρατιώτες, πραγματικά ευσεβέστατοι και άρτια καταρτισμένοι στην Αγία Γραφή. Συνελήφθησαν από τον έπαρχο της Ταρσού Μαξέντιο, τον καιρό που βρίσκονταν στην έρημο. Όταν λοιπόν παρουσιάστηκαν μπροστά του και οι τρεις θαρραλέοι στρατιώτες του Χριστού έδωσαν γενναίες απαντήσεις. Πρώτα ο γέρων Τάραχος είπε: «Μη βλέπεις, βασιλιά, τα γηρατειά μου. Οι σωματικές μου δυνάμεις μπορεί να υποχώρησαν, αλλά η ακμή της ψυχής παραμένει ακέραιη. Γι’ αυτό, όλα τα βάσανα και μύριοι θάνατοι δεν θα κατασχύνουν και τον πιο μικρό στρατιώτη του Χριστού».
Έπειτα με τη σειρά του ο Πρόβος είπε και αυτός: «Χριστιανός είμαι και τίποτε δεν με τραβά τόσο, όσο να πάθω για τον Χριστό μύρια βάσανα και να χύσω το αίμα μου γι’ Αυτόν». Τέλος, γενναία ήταν και η απάντηση του Ανδρονίκου: «Μεταχειρισθείτε όσα μαρτύρια θέλετε. Το αίμα μου όλο μπορεί να φύγει, αλλ’ η καρτερία από τον Ανδρόνικο δε θα λείψει, έστω και αν κοβόταν σε μύρια τεμάχια». Κεραυνοβολημένος από τις απαντήσεις ο Μαξέντιος, διέταξε να γδάρουν το κεφάλι του Τάραχου και να βγάλουν τα μάτια των άλλων δύο. Στη συνέχεια, τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και την γλώσσα και τους καταξέσκισαν τις σάρκες. Τέλος, μη ανεχόμενος τέτοια ταπείνωση, τους αποκεφάλισε.
Περισσότερα...
Αναδείχτηκαν ένδοξοι αθλητές του Χριστού κατά το διωγμό του Διοκλητιανού. Ο Πρόβος ήταν από την Παμφυλία, ο Ανδρόνικος από την Έφεσο και ο Τάραχος από την Ιλλυρία. Και οι τρεις διακρίνονταν για τη βαθιά και πραγματική ευσέβειά τους. Ήταν κάτοχοι της Αγίας Γραφής και αγωνίζονταν με πολύ επιμέλεια και ακρίβεια να εφαρμόσουν όλα τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου. Πράξεις, λόγια, τρόποι, σχήματα, σκέψεις, επιθυμίες, τα πάντα πάνω τους έφεραν την σφραγίδα του χριστιανικού πνεύματος. Και φιλανθρωπία πολύ τους στόλιζε ώστε να δαπανούν υπέρ των φτωχών από τον ιδρώτα του προσώπου τους.
Οι τρεις τους κατόπιν κοινής σκέψης, αποφάσισαν να προτιμήσουν την ζωή εκτός πόλεων. Πρώτον, διότι ήθελαν να αφοσιωθούν συστηματικότερα στις ιερές μελέτες, δεύτερον, διότι δεν υπέφεραν να βλέπουν την υπερβολική ασέβεια και αυθάδεια των ειδωλολατρών και τρίτον, διότι κατά την εποχή εκείνη οι έρημοι ήταν γεμάτες χριστιανούς, ώστε μπορούσαν να επιτελούν και εκεί το φιλάδελφο καθήκον της ενθάρρυνσης και της παρηγοριάς των θλιμμένων και άθυμων ψυχών. Κατέφυγαν έτσι προς τα όρη της Ταρσού.
Εκεί, περνούσαν τον καιρό τους όπως τον είχαν υπολογίσει, όταν άκουσαν το διάταγμα του διωγμού κατά της Εκκλησίας. Ο έπαρχος της Ταρσού Μαξέντιος, θέλησε να εφαρμόσει το διάταγμα αυτό με όλη του την αυστηρότητα. Αναζητούσε λοιπόν τους μάλλον διακεκριμένους και ένθερμους χριστιανούς για να τους παραδώσει σε καταδίκη και μάλιστα δεν περιοριζόταν σε έρευνα μέσα στην πόλη μόνο, αλλά ανίχνευε και τα ερημικά καταφύγια. Έτσι, συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν μπροστά του οι τρεις θαρραλέοι αθλητές του Χριστού.
Πρώτα, ανέκρινε ο Μαξέντιος τον Τάραχο, επειδή ήταν ο πλέον γερασμένος και φαινόταν ότι η αδυναμία του σώματός του δε θα τον βοηθούσε να αντισταθεί με πολύ γενναιότητα. Αλλά ο καλός αθλητής απάντησε: -Μη βλέπεις το γήρας, ούτε την καταβεβλημένη μου σάρκα, δαπανήθηκαν στην ζωή των στρατοπέδων και τα στήθη αυτά δεν γνώρισαν ποτέ το φόβο και τη φυγή. Ήδη, οι σωματικές δυνάμεις υποχώρησαν, αλλά η ακμή της ψυχής παραμένει ακέραιη και η άνωθεν βοήθεια αναπληρώνει και με το παραπάνω κάθε ανθρώπινη ασθένεια. Νομίζεις, έπαρχε, ότι θα εκλιπαρήσει ο γερο-Τάραχος την επιείκεια και τον οίκτο σου; Θα δεις ότι όλα τα βασανιστήρια και μύριοι θάνατοι δεν θα καταισχύνουν ούτε έναν από τους ελαχίστους στρατιώτες του Ιησού.
Η γλώσσα αυτή εξόργισε τον Μαξέντιο, ο οποίος διέταξε να ραβδίσουν και έπειτα να φυλακίσουν δέσμιο τον Τάραχο.
Ήρθε μετά η σειρά του Πρόβου. Είπε κι αυτός: -Χριστιανός είμαι και τίποτα δε με θέλγει τόσο, όσο το να πάθω για τον Χριστό μύρια βάσανα και να χύσω το αίμα μου υπέρ αυτού.
Στην απόκριση αυτή ο Μαξέντιος απάντησε με συνεχείς και σφοδρές μαστιγώσεις. Αλλά η μεν σάρκα βαφόταν στο αίμα, η δε ψυχή και η γλώσσα του γενναίου μαχητή διατηρούσαν όλη τους τη δύναμη και την τόλμη. –Μεταχειριστείτε, έλεγε στους βασανιστές του, όσα βασανιστήρια θέλετε, το αίμα όλο μπορεί να φύγει, να χαθεί, αλλά η καρτερία δε θα λείψει ποτέ από τον Πρόβο, έστω και σε χίλια κομμάτια αν τεμαχιστώ. Διαταγή του Μαξεντίου έβαλε στα δεσμά κι αυτόν.
Τρίτος προσήχθη ο Ανδρόνικος. Και η δική του γενναία απόκριση, εξόργισε το Μαξέντιο. Κατά προσταγή του, έσκισαν τα πλευρά του μάρτυρα με πυρωμένες βελόνες και άλλα σιδερένια όργανα, και μετά τον έστειλε κι αυτόν στη φυλακή.
Μετά από κάποιες μέρες ξανάφεραν τους τρεις μάρτυρες μπροστά στον τύραννο. Εκείνοι, επανέλαβαν την χριστιανική τους ομολογία χωρίς να φοβηθούν για τα βασανιστήρια που πέρασαν και χωρίς να δειλιάσουν αναλογιζόμενοι αυτά που τους περίμεναν.
Πρώτος ο Τάραχος δήλωσε και πάλι ότι εξακολουθούσε να μένει χριστιανός και για τη συνείδηση, διότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, αλλά και για την τιμή και την αμοιβή, διότι ο μικρότερος στη βασιλεία του Θεού είναι ασύγκριτα ανώτερος και λαμπρότερος από όλους τους δυνατούς και τους άρχοντες της γης. Όμοιες απαντήσεις έδωσαν και ο Πρόβος και ο Ανδρόνικος.
Με υπερβολή τότε μανίας ο Μαξέντιος μεταχειρίστηκε την πιο άγρια και θηριώδη εκδίκηση. Έγδαρε το κεφάλι του Τάραχου και έβγαλε τα μάτια του Πρόβου και του Ανδρόνικου. Τέλος, επειδή δεν ανέχτηκε να παραμείνουν έτσι στην ζωή, επειδή εκείνοι ακόμα και σε αυτήν την οικτρή κατάσταση δεν έπαυαν να εκδηλώνουν την χριστιανική τους ομολογία και να ελέγχουν την ειδωλολατρική πλάνη, ο Μαξέντιος διέταξε την αποκεφάλισή τους.
Οι εργάτες αυτοί της πίστης έζησαν για τον Χριστό και υπέρ αυτού πέθαναν, άξιοι των αθανάτων μαρτυρικών στεφάνων.
Ἀπολυτίκιον
Ἰσχὺν τὴν ἄμαχον περιζωσάμενοι, κατεπαλαίσατε ἐχθρών τὰς φάλαγγας, καὶ ἐδοξάσατε Χριστόν ἀθλήσεως τοῖς ἀγώσι, Πρόβε παναοίδιμε, ὁ προβὰς πρὸς τὰ κρείττονα, ἔνδοξε Ἀνδρόνικε, Ἐκκλησίας ἐκνίκημα, καὶ Τάραχε πιστῶν ἡ γαλήνη. ὁ τρισαυγὴς Μαρτύρων δῆμος.
Ἦχος πλ. α’ Τὸν συνάναρχον Λόγον
Tῶν ἁγίων μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ τὸν ἀσώματον ἐχθρόν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ ἀγωνισάμενοι καλῶς ἐνίκησαν ἀοράτως· καὶ πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.