Ο άγιος Λέανδρος
Επίσκοπος Σεβίλλης
13η Μαρτίου
Έζησε τον 6ο αι. μ.Χ. και ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν δούκας και καταγόταν από βυζαντινή γενιά, ενώ η μητέρα του ήταν πρωτότοκη κόρη του Βησιγότθου βασιλιά Λεβιγκίντ που βασίλευε στη Σεβίλλη, πρωτεύουσα του βασιλείου των Βησιγότθων. Πολύ νωρίς ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και διακρίθηκε για τη μόρφωση και τις αρετές του. Γι’ αυτούς τους λόγους η Εκκλησία τον κατέστησε μητροπολίτη το 579 μ.Χ. Σύστησε θεολογική σχολή, προορισμένη στη διάδοση της Ορθοδοξίας, αλλά και στην καλλιέργεια των επιστημών και των τεχνών γενικά μέσα στον λαό, του τότε βάρβαρου ακόμα βασιλείου.
Γύρω στα 585 μ.Χ. ξέσπασε άγριος διωγμός κατά των Ορθοδόξων. Ο Λέανδρος έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Όταν ο διωγμός έφτασε στο ύψιστο σημείο της έντασής του, ο βασιλιάς Λέβεγκιλντ προσβλήθηκε από θανατηφόρα ασθένεια, άλλαξε στάση, προσκάλεσε τον άγιο Λέανδρο στην επιθανάτια κλίνη του και αφού μετανόησε, τον παρακάλεσε να κατευθύνει τον διάδοχό του, Ρεκαρέντ, προς την αληθινή ορθόδοξη πίστη. Ο νέος βασιλιάς ανέλαβε να συγκαλέσει την τρίτη εν Τολέδω σύνοδο, όπου ανέγνωσε ενώπιον όλων την ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας και ανακοίνωσε ότι ενωμένοι οι λαοί των Γότθων και Σουέβων, επανέρχονται στην ενότητα της Οικουμενικής Εκκλησίας.
Ο άγιος Λέανδρος, ο οποίος υπήρξε ο πρόεδρος της Συνόδου, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του στη διδασκαλία του ποιμνίου του με το φωτισμένο παράδειγμά του και με τα εμπνευσμένα γραπτά του. Έγραψε μοναχικό τυπικό, που από τότε καλείται «κανών του αγίου Λεάνδρου» και οργάνωσε τη θεία λατρεία της Εκκλησίας της Ισπανίας, θέτοντας τα θεμέλια της Θείας Λειτουργίας που ονομάζεται «μοζαραβική». Ο Άγιος, επίσκοπος Σεβίλλης, αφού υπέμεινε πολλές αντιξοότητες και δοκιμασίες, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο στις 13 Μαρτίου του έτους 600 ή 601 μ.Χ.