Οι άγιοι μάρτυρες Κάρπος, Πάπυλος, Αγαθόδωρος
και Αγαθονίκη

13η Οκτωβρίου

Μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος, σκληρότατος διώκτης των χριστιανών. Όλοι είχαν πατρίδα την Πέργαμο. Ο Κάρπος, με άρτια γραμματική γνώση, ευσεβέστατος και με πολλές υπηρεσίες στην Εκκλησία, είχε γίνει επίσκοπος Θυατείρων. Ο Πάπυλος, που είχε σπουδάσει ιατρική και πρόσφερε τις υπηρεσίες του χωρίς να πληρώνεται, έγινε διάκονος και άμεσος συνεργάτης του Κάρπου. Ο Αγαθόδωρος, ψυχή εκλεκτή και πιστή, ήταν υπηρέτης στην επισκοπή Θυατείρων. Όταν και τους τρεις συνέλαβε ο ανθύπατος της Μικράς Ασίας Βαλέριος, ομολόγησαν μπροστά του με παρρησία τον Χριστό. Τότε τους είπε: “οι χριστιανοί είναι δεισιδαίμονες, ανίκανοι, χωρίς ανώτερα αισθήματα. Εσείς σαν μορφωμένοι άνθρωποι, πρέπει αμέσως να τους αρνηθείτε”. Στην κατηγορία αυτή, απάντησε ο επίσκοπος Κάρπος με τα λόγια του αποστόλου Παύλου: “Εμείς οι χριστιανοί βασιλιά, κοπιάζουμε με τα ίδια μας τα χέρια. Έπειτα, την ώρα που οι άπιστοι στο Ευαγγέλιο, μας βρίζουν και μας περιγελούν, εμείς ευχόμαστε αγαθά γι’ αυτούς. Ενώ μας καταδιώκουν, τους δείχνουμε ανοχή. Ενώ μας συκοφαντούν, απαντάμε με λόγια γλυκά και παρακλητικά”. Εκνευρισμένος, αφού τους βασάνισε, έδωσε εντολή στους δήμιούς του να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Αγίους, μαζί με την αδελφή του Παπύλου, Αγαθονίκη. Όμως, μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά και οι τέσσερις Άγιοι σώθηκαν. Τότε, ο ηγεμόνας διέταξε να τους αποκεφαλίσουν.

Ἀπολυτίκιον

Βίον ἔνθεον, διαδραμόντες, Χριστοῦ ὤφθητε, συγκληρονόμοι, δι’ ἀθλήσεως ἐχθρὸν τροπωσάμενοι, Κάρπε σοφὲ καὶ κλεινὲ Ἀγαθόδωρε, Ἀγαθονίκη καὶ Πάπυλε ἔνδοξε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.