Η αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα

17η Ιουλίου

Καταγόταν από τα μέρη της Αντιόχειας της μικρασιατικής Πισιδίας. Ο πατέρας της Αιδεσίας, ιερέας των ειδωλολατρικών θεών, την παρέδωσε σε κάποια γυναίκα, που κατοικούσε έξω από την πόλη, για να την αναθρέψει. Η Μαρίνα μυήθηκε στην χριστιανική πίστη. Ο πατέρας της τη μίσησε και την αποκλήρωσε. Τη δεκαπεντάχρονη Μαρίνα, τη συνάντησε ο έπαρχος Ολύμβριος, και διανοήθηκε να την κάνει γυναίκα του. Η Μαρίνα με παρρησία αποκρίθηκε: «Μαρίνα ονομάζομαι, της Πισιδίας είμαι γέννημα και θρέμμα και το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού επικαλούμαι». Αρνήθηκε να προσφέρει θυσία στα είδωλα και φυλακίστηκε, βασανίστηκε φρικτά. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της, πολλοί ασπάστηκαν την χριστιανική πίστη. Τελικά η Αγία αποκεφαλίστηκε.

Περισσότερα...

Γέννηση της Αγίας

Η Μαρίνα, η μακάρια αυτή κόρη και μάρτυρας, καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισσιδίας. Γεννήθηκε περί το 270 μ.Χ. από περιφανείς γονείς, επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού ή του Καίσαρα Κλαύδιου του Β΄.

Οικογένεια της Αγίας

Ο πατέρας της ήταν επίσημος ιερέας των ειδώλων και αιδέσιμος (αξιοσέβαστος) για όλη την πόλη. Αιδέσιος ήταν και το όνομά του. Η Μαρίνα ήταν μοναχοκόρη και λίγες ημέρες μετά την γέννησή της πέθανε η μητέρα της. Τότε ο Αιδέσιος έδωσε το βρέφος σε κάποια υγιέστατη γυναίκα, η οποία έμενε έξω από την πόλη, σε αγροτικό διαμέρισμα της Πισσιδίας, για να το θηλάζει και να το φροντίζει. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και τα σώματα διαπλάθονταν πιο ισχυρά. Ο Αιδέσιος επαναπαύτηκε στο γεγονός ότι, υπό τέτοιες συνθήκες και με τέτοια γυναίκα η κόρη του θα γινόταν μια μέρα ακμαία, θαλερή και υγιέστατη. Την εμπιστεύτηκε, λοιπόν, εκεί και κατά καιρούς πήγαινε και ο ίδιος και την επισκεπτόταν.

Παιδική ηλικία

Παρά την τόση στοργή του, ο Αιδέσιος, τυφλωμένος από τους μύθους της ειδωλολατρίας, ήταν ανίκανος να προσδώσει στην κόρη του αξιόλογη ανατροφή. Άλλωστε δεν ήταν δική του αυτή η φροντίδα. Παρακαλούσε μόνο να δει την κόρη του να διακρίνεται σε εξωτερική ομορφιά, κάτι που υπερτιμούσαν και στην αρχαία κοινωνία.

Αλλά η μικρή Μαρίνα είχε κληρονομήσει φυσικά πλεονεκτήματα αγαθότητας, τα σπέρματα της οποίας αυξήθηκαν υπό την επίδραση της γυναίκας, που τη φρόντιζε. Τούτο έγινε ίσως κατ’ οικονομία του Θεού, διότι εκεί που δόθηκε το βρέφος ζούσαν Χριστιανοί. Όταν μεγάλωσε λίγο και μπορούσε να μιλήσει, άκουσε από κάποιους το λόγο της πίστης του Χριστού. Επειδή ήταν από τη φύση της αγαθή και είχε καλές προθέσεις, ήταν δε πολύ συνετή και φρόνιμη, δέχθηκε το σωτήριο λόγο στην καρδιά της αμέσως μόλις άκουσε ότι ο Θεός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαχνος και έγινε για τη σωτηρία μας άνθρωπος. Αφού δε σταυρώθηκε με τη θέλησή Του, αναστήθηκε ένδοξα και τίμησε την ανθρωπότητα με την ανάληψή Του και τη θέση Του κοντά στον Πατέρα. Τέτοια άκουγε το χαριτωμένο αυτό κορίτσι και ρίζωσε στην ψυχή της ο σπόρος της πίστης σαν κόκκος σιναπιού, που με τον καιρό έδωσε καρπό εκατονταπλάσιο, με τη συνεργεία της θείας χάριτος και σαν εύφορη και καλή γη που ήταν η ψυχή της, αύξησε την ορθόδοξη πίστη με το μαρτύριο, όπως φαίνεται παρακάτω.

Νεανικά χρόνια

Η κατήχηση της Μαρίνας έγινε σε ηλικία 12 ετών περίπου και έγινε κρυφά από τον πατέρα της, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να εννοήσει τις ευγενείς διδασκαλίες του Χριστιανισμού. Κατά το διάστημα αυτό έμαθε να ποθεί την χριστιανική ζωή. Έμαθε να προσεύχεται τακτικά και θερμά, να προσέρχεται πάντοτε με μετάνοια και κατάνυξη στη Θεία Κοινωνία, να επιζητεί πάντα την καθαρότητα της ψυχής και του βίου και να φυλάει με ακρίβεια τα παραγγέλματα του Χριστού ως προς τους διαλογισμούς, τις επιθυμίες, τα βλέμματα, τα λόγια και την εν γένει συμπεριφορά της απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους. Η Μαρίνα από σωματική άποψη ήταν σε μεγάλο βαθμό χαριτωμένη και όμορφη και αποτελούσε ένα από τα τελειότερα πλάσματα του Θεού.

Όσο μεγάλωνε σε ηλικία η κόρη, τόσο αύξανε η σοφία και η φρόνησή της, ο πόθος του Χριστού φλόγιζε την καρδιά της και προσευχόταν κάθε μέρα σε Αυτόν να την αξιώσει να γίνει μέτοχος και κοινωνός των μαρτύρων. Η θεοφώτιστη Μαρίνα δεν τα μελετούσε αυτά μόνο μέσα στην ψυχή της, αλλά και με λόγια τα κοινοποιούσε σε καθέναν που έβλεπε. Ομολογούσε σε όλους ότι ήταν Χριστιανή, κατηγορώντας τα είδωλα. Από αγάπη προς τον πατέρα της, θέλησε να προσπαθήσει να τον διαφωτίσει και να τον ελκύσει προς την οδό της σωτηρίας. Έτσι, κάποια ημέρα που την επισκέφτηκε, του ανακοίνωσε ότι είναι χριστιανή και τον παρακάλεσε να ασπαστεί και αυτός τη μόνη αληθινή θρησκεία. Ο αναιδής πατέρας της Αιδέσιος τη μίσησε με όλη του την ψυχή, ακούγοντας την ομολογία της ένα μίσος, του εκδηλώθηκε προς όλους τους χριστιανούς και δεν ήθελε να την δει στο πρόσωπο, αλλά την αποκλήρωσε. Απόφευγε να λέει ότι εκείνος, όντας ιερέας των ειδώλων, κατάντησε να αφήσει την κόρη του λάφυρο στους χριστιανούς. Όσο την αποστρεφόταν ο σαρκικός και επίγειος πατέρας της, τόσο την δεχόταν ο Ουράνιος και Αιώνιος, που αγαπούσε με όλη την καρδιά της. Όσους έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν για το όνομα του Χριστού, ή όσους έδερναν, αυτή τους σεβόταν και ποθούσε να είναι με αυτούς και να μαρτυρήσει και αυτή για τον Χριστό όταν η Θεία Χάρη και οικονομία το επέτρεπε. Κάτι το οποίο έγινε, αφού με τα λόγια και τους λογισμούς πίστεψε στον Χριστό, έπρεπε να δοξαστεί και με τα έργα, δηλαδή να βασανισθεί και αυτή, να δοκιμασθεί στην πίστη για να συνδοξασθεί με τους άλλους μάρτυρες στη βασιλεία του Θεού. Αυτός ο τρόπος άθλησης της Αγίας έγινε στην ηλικία των 15 ετών.

Μαρτύριο

Εκείνο τον καιρό στην Ανατολή ήταν έπαρχος κάποιος, που το όνομά του ήταν Ολύμβριος, ένας άγριος και θηριώδης άνθρωπος. Αυτός έτυχε να περνά έφιππος και με συνοδεία από τα μέρη της Ασίας πηγαίνοντας στην Αντιόχεια και είδε στον δρόμο την όμορφη παρθένο Μαρίνα, η οποία πήγαινε στο πατρικό της κοπάδι. Βλέποντας την τόση ομορφιά και την ωραιότητα, κατέφαγε την καρδιά του σαρκικός έρωτας, γιατί ήταν η κόρη πολύ ωραία, και έβαλε στο νου του να την κάνη γυναίκα του. Τη ρώτησε πώς ονομαζόταν και πού έμενε και εκείνη, αφού του απάντησε με συστολή, έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της. Το ίδιο βράδυ ο έπαρχος πέρασε μια ανήσυχη νύκτα: υπέφερε από πυρετό, που δεν του επέτρεψε να κοιμηθεί. Την αυγή πρόσταξε να του φέρουν τη Μαρίνα στο παλάτι, χωρίς να της εξηγήσουν το λόγο. Στον δρόμο προς το παλάτι η Μαρίνα προσευχόταν να της δώσει ο Κύριος σοφία και δύναμη για να διαφυλάξει μέχρι τέλους την ευσέβεια, να νικήσει στα βασανιστήρια και να στεφανωθεί με τους αγίους Μάρτυρες. Όταν έφτασαν στο παλάτι, τη ρώτησε ο άρχοντας ποιο ήταν το όνομά της, το γένος της και τον Θεό στον οποίο πίστευε. Εκείνη αποκρινόταν άφοβα: «Με λένε Μαρίνα, είμαι παιδί ελεύθερων γονέων, εύχομαι να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρα μου Ιησού Χριστού, ο Οποίος δημιούργησε όλον τον κόσμο». Βλέποντας οι παριστάμενοι τέτοια ομορφιά και ακούγοντας τέτοια θαρραλέα απόκριση θαύμασαν. Όταν έφυγαν όλοι αυτοί, ο έπαρχος της ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να την αναλάβει υπό την προστασία του και ότι σκόπευε να την καταστήσει σύζυγό του. Η κόρη, στο άκουσμα αυτής της πρότασης, θορυβήθηκε έντονα. Κατάλαβε τότε εκείνη ότι θα εισερχόταν σε μεγάλη δοκιμασία και αποκρίθηκε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο!

«Αδύνατο; Μια άσημη κοπέλα, σχεδόν παιδί ακόμα, με μόνο εφόδιο την ομορφιά της, πώς αψηφάει και απορρίπτει τέτοια τιμή, που της προσφέρεται από έναν έπαρχο τέτοιας αξίας και υπεροχής;». Ο εγωισμός του πληγώθηκε και η φιλοτιμία του εξεγέρθηκε. Ρώτησε το γιατί. Και τότε η Αγία, με σεμνό και σταθερό τόνο, απάντησε: «Έπαρχε, είμαι χριστιανή!». Άδικα προσπάθησε να τη μεταπείσει. Όταν είδε ότι εκείνη έμενε σταθερή στην άρνησή της στο όνομα του Χριστού, άφησε ελεύθερη να εκραγεί η αχαλίνωτη οργή του. Εξύβρισε χυδαία την χριστιανή παρθένο, τόξευσε προς αυτήν λοιδορίες, κάτι συνηθισμένο σε διεφθαρμένους, όταν αυτοί είναι ισχυροί και τελικά την κατέστησε υπόδικο και την προσκάλεσε επίσημα να δηλώσει ότι είναι χριστιανή. Η Μαρίνα επανέλαβε και στο δικαστήριο την ομολογία της πίστης της με τόση γενναιότητα, που κατέπληξε τους παρισταμένους, οι οποίοι θαύμασαν βλέποντας τόσο ηρωισμό σε μια νεότατη κοπέλα. Πλην όμως την φυλάκισαν μέχρι την επόμενη μέρα, κατά την οποία είχαν γιορτή για όλο τον κόσμο της πόλης και επρόκειτο να έρθουν στη θυσία στα είδωλα όλοι.

Όταν λοιπόν μαζεύτηκαν για τη γιορτή έφεραν και την Αγία, ελπίζοντας ότι και αυτή θα θυσιάσει όταν θα έβλεπε τους άλλους να θυσιάζουν. Αλλά μάταια υπολόγιζαν. Διότι εκείνη δε νικήθηκε καθόλου ούτε με κολακείες, όσες της είπε ο άρχοντας υποσχόμενος σε αυτήν πλούσια δώρα, ούτε τις απειλές του φοβήθηκε, όταν την φοβέριζε να της επιβάλλει πολλά βασανιστήρια. Αλλά εκείνη με πολύ θάρρος αποκρίθηκε λέγοντας: «Να μην ελπίζεις ηγεμόνα ότι εγώ θα δειλιάσω στα βασανιστήρια ή ότι θα με χωρίσει από τον Χριστό καμία θλίψη, πείνα, φωτιά, ξίφος ή άλλο δυσκολότερο βασανιστήριο, ούτε βίαιος και επίπονος θάνατος, ούτε πάλι θα δελεαστώ από απολαύσεις χρυσού ή άλλου πλούτου και τιμής, επειδή όλα αυτά είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, ενώ η ψυχή είναι αθάνατη και ποθεί τα αιώνια. Γι’ αυτό εμείς οι χριστιανοί, σαν σώφρονες που είμαστε, καταφρονούμε τις απολαύσεις της παρούσας ζωής ως προσωρινές και πρόσκαιρες, υπομένοντας τα οδυνηρά και λυπηρά της μιας ημέρας, για να έχουμε ζωή αθάνατη μετά το θάνατο και αιώνια απόλαυση. Αν νομίζεις ότι λέω ψέματα, εδώ είμαι, δοκίμασέ με, για να γνωρίσεις και με έργα την αλήθεια. Χτύπησέ με, σφάξε, κατέκαψε, πνίξε και ταλαιπώρησέ με, με χίλια βασανιστήρια. Όσο χειρότερα με βασανίσεις, τόσο περισσότερο θα με δοξάσει ο Χριστός στη μελλοντική ζωή και μακαριότητα. Πολλές φορές μας δίνει και από εδώ μικρή παρηγοριά για τον αρραβώνα της μελλοντικής αγαλλίασης και μας βγάζει από το βυθό της θάλασσας, μας λυτρώνει από τη φωτιά και από άλλες κολάσεις με αποτέλεσμα να ντροπιάζεστε και να σας κατακρίνουν. Δε λυπάμαι επομένως την πρόσκαιρη ζωή, αλλά παραδίδω με προθυμία το σώμα μου σε θάνατο, για τον αθάνατο Θεό και Δεσπότη μου, όπως και Αυτός ο Αναμάρτητος σταυρώθηκε γιατί με αγαπούσε».

Αυτά και πολλά άλλα άκουσε ο τύραννος και η γεμάτη οργή και θηριωδία καρδιά του θύμωσε. Διατηρούσε όμως ακόμη μια μικρή ελπίδα, ότι θα μπορούσε να τη δελεάσει σαν απλή και απονήρευτη γυναίκα και δε φανέρωσε το θυμό του, αλλά την κολάκευε λέγοντας: «Μαρίνα προσκύνησε τους θεούς για να λυτρωθείς από οδυνηρά βασανιστήρια και σου υπόσχομαι να σε πάρω για γυναίκα μου, να δοξαστείς περισσότερο από όλες τις γυναίκες της πόλης και να έχεις κάθε απόλαυση».

Αυτά και τέτοια παρόμοια μάταια φλυαρούσε ο άφρονας. Έπειτα βλέποντας ότι τον ενέπαιζε η Αγία και καταφρονούσε τους λόγους του, δεν μπόρεσε πλέον να κρύψει την εσωτερική θηριωδία και πρόσταξε τους στρατιώτες να τη γυμνώσουν και να την χτυπήσουν άσπλαχνα με σκληρά ραβδιά. Την χτύπησαν με τόση σκληρότητα, που το μέρος εκείνο κοκκίνισε από τα αίματα, διότι τα ραβδιά είχαν επάνω τους αγκάθια, που κατέσχιζαν τη σάρκα. Η μάρτυρας υπέφερε με αντρειοσύνη τους πόνους και ούτε στέναξε, ούτε δάκρυσε ούτε καν έδειξε σχήμα σκυθρωπότητας. Αλλά αυτή στεκόταν στερεή και αήττητη ατενίζοντας τον ουρανό, σαν να βασανιζόταν κάποιος άλλος και αυτή να παρακολουθούσε. Με το νου της ζητούσε βοήθεια από τον Θεό και με τη δύναμή Του υπέφερε τις πληγές με θαυμαστή ανδρεία.

Όταν την χτύπησαν για πολλή ώρα, πρόσταξε ο τύραννος να τη φυλακίσουν, όχι για να δείξει συμπάθεια, εκείνος, που δεν συμπαθούσε και ήταν απάνθρωπος, αλλά για να μην πεθάνει από το μαστίγωμα και έτσι θα μπορούσε να τη βασανίσει εκ νέου. Την έκλεισαν λοιπόν σε έναν τόπο, που ήταν σκοτεινός και που δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. Και μετά από κάποιες ημέρες την ξαναέφεραν στο παλάτι. Τότε, αφού την κρέμασαν, της έσκισαν τα πλευρά με σιδερένια νύχια. Τόσο πολύ έσκισαν τη σάρκα της, ώστε έγινε άσχημη και άμορφη ολόκληρη η ομορφιά του σώματος. Όχι μόνο ο απλός λαός λυπήθηκε, συμπόνεσε και δάκρυσε γι’ αυτήν, αλλά και ο ίδιος ο θηριώδης βασανιστής απέστρεψε το πρόσωπό του από αυτήν, μην υποφέροντας να βλέπει την ασχήμια της. Σε τέτοιο βαθμό έγινε άμορφη η πρώην ωραιότατη και όμορφη. Ύστερα φυλάκισαν ξανά την Αγία σε εκείνον τον απαρηγόρητο και άχαρο τόπο, αφήνοντάς την χωρίς τροφή και φροντίδα. Αλλά όσο ήταν φθαρμένο το σώμα της, τόσο η ψυχή της ανακαινίσθηκε και έγινε λαμπρότερη και με την προσευχή της ευχαριστούσε, γιατί την αξίωσε ο Κύριος να βασανιστεί για την αγάπη Του.

Ο φθονερός διάβολος, που μισεί το καλό, βλέποντας ότι ο υπηρέτης του – που δεν ήταν άλλος από τον άρχοντα της πόλης – δεν μπόρεσε να νικήσει μια τρυφερή κόρη και να την κάνει να προσκυνήσει τους δαίμονες, θέλησε να δοκιμάσει να τη νικήσει ο ίδιος. Μεταμορφώθηκε λοιπόν σε σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκου, όπως είναι στα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, και φάνηκε μπροστά στην Αγία ως φοβερό και εξαίσιο θέαμα. Από το στόμα του και τα μάτια του έβγαινε φωτιά και καπνός. Τα δόντια του ήταν λευκά και η γλώσσα του κόκκινη σαν το αίμα. Σφύριζε δυνατά και προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση. Έπαιρνε τέτοιες μορφές, που καθένας θα τρόμαζε βλέποντάς τες. Η Αγία όμως δεν φοβήθηκε καθόλου και δεν σταμάτησε την προσευχή, από την οποία προσπαθούσε να την αποσπάσει. Βλέποντας αυτός ότι δε δείλιασε, αλλά προσευχόταν χωρίς φόβο, έτρεξε εναντίον της και διαπλατύνοντας το στόμα του και την κοιλιά, φάνηκε ότι την κατάπιε.

Όταν η Αγία είδε ότι ο δράκος την κατάπιε έως τη μέση, όπως της φαινόταν, τρόμαξε πολύ. Αμέσως επικαλέστηκε το σωτήριο όνομα του Χριστού, έκανε το σταυρό της με το δεξί χέρι μέσα στα σπλάχνα του δράκου και ο σταυρός έσκισε την κοιλιά του σαν δίκοπο τσεκούρι. Ο δράκος, αφού διερράγη, έγινε άφαντος, ενώ η Μάρτυρας έμεινε αβλαβής και χαιρόταν ψάλλοντας προς τον Θεό δοξολογία και ύμνους νίκης και λέγοντας διάφορα από την Γραφή, που ταίριαζαν στην περίπτωση, όπως: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλοσύνης σου, θανατοίς και ζωογενείς, συνέτριψας την κεφαλήν του Δράκοντος» και διάφορα παρόμοια. Τότε πάλι ο δαίμονας, δεν σταμάτησε να μηχανεύεται, αλλά θέλησε να δοκιμάσει και με άλλο τρόπο να πολεμήσει τη Μάρτυρα. Μετασχηματίστηκε σε άνθρωπο, ο εχθρός του ανθρώπου, και έγινε μαύρος σαν Αιθίοπας.

Τότε η Μάρτυρας τον άρπαξε από τα μαλλιά και αφού πήρε ένα σφυρί που βρισκόταν ριγμένο κάτω, τον χτύπησε στο κεφάλι και τη ράχη και τον ταπείνωσε τελειωτικά. Εκείνος φάνηκε πάλι να τρέχει προς την Αγία, εκεί που αυτή προσευχόταν. Την άρπαξε από τα χέρια και την φοβέριζε με δυνατή φωνή ότι θα την σκοτώσει αν δεν σταματήσει την προσευχή, η οποία τον ενοχλούσε. Ως εδώ έκανε, τίποτε περισσότερο δεν τον συγχώρεσε να πράξει ο Κύριος. Διότι αν είχε μεγαλύτερη εξουσία, θα την σκότωνε. Δεν έχει όμως αυτός ο ανίσχυρος τη δύναμη να μας κακοποιήσει χωρίς τη θεία συγχώρηση. Και αυτό το λίγο ο ανόητος το έκανε από το κακό του. Γιατί από το πρώτο του κακούργημα κατά της Αγίας και το θαύμα του Θεού, πήρε θάρρος η Αγία εναντίον αυτού που την πείραζε και αφού τον άρπαξε από τα μαλλιά, τον μαστίγωσε.

Αφού λοιπόν νίκησε τον εχθρό με ανδρεία η σεμνή και εκείνος έγινε άφαντος και ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθαν στην Αγία από τον ουρανό τα χαρμόσυνα και σωτήρια ευαγγέλια και τρόπαια νίκης. Δηλαδή φάνηκε μεγάλο φως, από το οποίο έλαμψε όλο το δεσμωτήριο. Το φως αυτό πήγαζε από έναν σταυρό, ο οποίος έφτανε από τη γη ως τον ουρανό. Πάνω στον σταυρό πετούσε ένα λευκό περιστέρι, που ήταν καθαρό, χωρίς ίχνος κηλίδας. Αυτά φαίνεται ότι δήλωναν το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Το φως σήμαινε τη δόξα του Πατέρα. Ο Σταυρός, τον σταυρωμένο Χριστό. Και το περιστέρι, το Άγιο Πνεύμα. Το περιστέρι κατέβηκε, ήρθε κοντά στην Αγία και της είπε: «Να είσαι χαρούμενη Μαρίνα, εσύ που είσαι το λογικό περιστέρι του Θεού, γιατί νίκησες τον πονηρό και ντρόπιασες τον εχθρό. Να είσαι χαρούμενη, εσύ η πιστή και αγαθή δούλη του Κυρίου σου, που πόθησες με όλη την καρδιά σου και μίσησες κάθε πρόσκαιρη απόλαυση. Να είσαι χαρούμενη και να ευφραίνεσαι, γιατί έφθασε η ημέρα που θα λάβεις το στεφάνι της νίκης και θα εισέλθεις άξια στολισμένη με τις φρόνιμες παρθένες στο νυμφώνα του Νυμφίου και Βασιλιά σου».

Με τα λόγια αυτά προς την Αγία, που ακούστηκαν από ψηλά, ανακαινίσθηκε η σάρκα της με την δροσιά του Αγίου Πνεύματος. Όλες οι πληγές της θεραπεύτηκαν τόσο, που ούτε σημάδι από τραύμα δεν έμεινε στο σώμα της. Τότε, εκείνη γέμισε από μεγάλη χαρά και αγαλλίαση και εξομολογούταν με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Θα Σε ευλογήσω, Κύριε, θα υμνήσω Εσένα, που είσαι ο Θεός μου, και θα δοξάσω το όνομά Σου, γιατί έκανες θαυμάσια πράγματα σε εμένα, την ανάξια δούλη σου. Θα Σε υψώσω Κύριε, και θα Σε αινέσω, διότι ελέησες και γιάτρεψες την ψυχή και το σώμα μου και δε με παρέδωσες στα χέρια των εχθρών μου, αλλά μου έδειξες το υπέρογκο της φαντασίας του ολεθρίου δράκου και τον βύθισες στην άβυσσο μαζί με τα άλλα θανατηφόρα φίδια και τους δαίμονες. Και πάλι τώρα, με αγαλλίαση στο πνεύμα μου που πηγάζει από Εσένα, που είσαι ο Θεός και Σωτήρας μου, ζητάω άλλη μια χάρη από την αγαθότατη χρηστότητά Σου, να με αξιώσεις να αναγεννηθώ με το λουτρό του αγίου Σου Βαπτίσματος, για να ολοκληρωθώ με το νερό της παλιγγενεσίας, όπως αγιάστηκα με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω άξια να εισαχθώ στους Αγίους Σου. Διότι Εσύ είσαι ο μόνος πραγματικά Άγιος, που αναπαύεται και δοξάζεται στον κύκλο των Αγίων, μαζί με τον Άναρχο Πατέρα και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντα και στους αιώνες».

Έτσι προσευχόταν η Αγία ολόκληρη τη νύκτα στη φυλακή, δοξάζοντας με αγαλλίαση τον Θεό. Το πρωί ο έπαρχος, αφού κάθισε στο θρόνο του μπροστά από το λαό της πόλης, διέταξε και έφεραν εκεί τη μάρτυρα. Βλέποντάς την ο έπαρχος υγιή και χαρούμενη στο πρόσωπο, τη θαύμασε και της είπε: «Βλέπεις Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί σε φροντίζουν και σε γιάτρεψαν γιατί λυπήθηκαν την ομορφιά σου; Πρέπει και εσύ να μη φανείς αχάριστη στους ευεργέτες, αλλά να τους δώσεις την άξια ανταμοιβή να γίνεις ιέρειά τους, να θυσιάζεις σε αυτούς μαζί με τον πατέρα σου». Είπε σε αυτόν η Αγία: «Εμένα δε με γιάτρεψαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθινός και μόνος Θεός, ο Οποίος θεραπεύει ψυχές και σώματα και τον Οποίο επιθυμώ να Τον λατρεύω πάντα. Αυτόν πρέπει και εσύ να Τον γνωρίσεις και Αυτόν μόνο να προσκυνείς ως αθάνατο και να μισήσεις την πλάνη και ματαιότητα των ειδώλων».

Τότε, πρόσταξε ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγία, να την κρεμάσουν σε ξύλο και να κατακάψουν με λαμπάδες τα πλευρά και το στήθος της. Υπέμεινε η Αγία τους πόνους και την οδύνη της φωτιάς για πολλή ώρα και προσευχόταν με ήσυχη καρδιά, ευχαριστώντας τον Κύριο. Μετά από αυτά, έφεραν στο μέσο του χώρου ένα μεγάλο λέβητα, τον οποίο γέμισαν νερό. Κατέβασαν από το ξύλο τη μάρτυρα, την έδεσαν γερά και τη βούτηξαν με το κεφάλι στο λέβητα, για να πνιγεί στο νερό του. Αλλά μάταια κόπιαζαν! Διότι όταν την έβαζαν μέσα στο λέβητα, αυτή φώναξε λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ, που έλυσες τα δεσμά του θανάτου και ανέστησες τους νεκρούς, Εσύ Παντοδύναμε, ρίξε το βλέμμα σου στη δούλη Σου και σπάσε τα δεσμά μου. Ας γίνει αυτό το νερό για μένα αιτία αιώνιας ζωής και υποκατάστατο του Βαπτίσματος που επιθυμώ, για να αποβάλλω το ένδυμα του παλαιού και φθειρόμενου ανθρώπου και να ντυθώ τον καινούργιο και αθάνατο».

Όπως προσευχόταν, έριξαν την Αγία σε αυτό το σκεύος με το νερό. Αμέσως έγινε μεγάλος σεισμός και φάνηκε πάλι το προηγούμενο περιστέρι πάνω από το νερό, κρατώντας στο στόμα στεφάνι. Αυτή την ώρα φάνηκε και ο πύρινος στύλος και πάνω σε αυτόν ο Σταυρός. Μόλις έγινε αυτό, βγήκε η Αγία από το νερό ελεύθερη, καθώς όλα τα δεσμά της είχαν λυθεί και στεκόταν με αγαλλίαση, που δεν μπορεί να εκφραστεί, δοξάζοντας την Παναγία Τριάδα με όλη την ψυχή της, διότι βαπτίσθηκε αμέσως από αυτήν σύμφωνα με τον πόθο της και φωτίσθηκε με περισσό φως. Δεν έγινε μόνο αυτό το θαυμάσιο στην Αγία, αλλά και άλλο εξαιρετικό: κάθισε το περιστέρι στο κεφάλι της Μάρτυρος κρατώντας εκείνο το αμάραντο στεφάνι και της είπε με γλυκύτατη φωνή: «Ειρήνη σε σένα, δούλη του Θεού. Να έχεις θάρρος και να δεχθείς από το δεξί χέρι του Υψίστου αυτό το ουράνιο στεφάνι».

Λέγοντας αυτά, το θείο περιστέρι, – ω του θαύματος! – κούνησε τα φτερά του, σαν να χαιρόταν με όσα συνέβαιναν. Τότε πέταξε και κάθισε επάνω στο λαμπερό εκείνο Σταυρό και είπε προς τη Μάρτυρα, ενώ όλοι άκουγαν με προσοχή: «Έλα στις άνω Μονές του Παραδείσου, Μαρίνα νύμφη του Θεού, για να απολαύσεις το στεφάνι της αφθαρσίας στα αγαπητά σκηνώματα του Θεού, να χαίρεσαι με τους Αγίους, χορεύοντας και αναπαυόμενη αιώνια». Αυτήν τη θεία φωνή, αφού την άκουσαν όλοι στην πόλη, έφριξαν και αμέσως πίστεψαν στον Χριστό. Αυτοί ήταν πλήθος αμέτρητο, μαζί άνδρες και γυναίκες και φώναξαν με δυνατή φωνή ότι ήταν έτοιμοι να θανατωθούν για τον Χριστό, τον αληθινό Θεό.

Όταν άκουσε ο έπαρχος ότι ομολογούσαν τον Χριστό ως Θεό και Βασιλιά, ενώ βλασφημούσαν τους βασιλείς και τους θεούς, πρόσταξε να θανατώσουν όσους πίστεψαν. Εκείνοι έτρεχαν με τη θέλησή τους να σφαχτούν για τον Χριστό, σαν άκακα πρόβατα. Τότε, οι ανήμεροι τύραννοι φόνευσαν δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες, και γυναίκες που δεν τις μέτρησαν. Όλοι αυτοί δεν χρειάστηκαν άλλο βάπτισμα, αφού βαπτίστηκαν με το άγιο αίμα τους. Έφυγαν για την αιώνια βασιλεία οι τρισευτυχισμένοι, αφού έγιναν θυσία και ολοκαύτωμα στον Θεό. Ο ασεβής Ολύμβριος φοβήθηκε μήπως πίστευαν και οι υπόλοιποι της πόλης, αν άφηνε ακόμη ζωντανή την Αγία και έδωσε διαταγή – παρά τη θέλησή του – να θανατωθεί με ξίφος. Όταν την πήραν οι δήμιοι και την οδήγησαν στον τόπο της καταδίκης, όπου αποκεφάλισαν και το πλήθος, παρακάλεσε η Αγία το δήμιο, που ήθελε να τη φονεύσει, και του είπε: «Περίμενε λίγη ώρα για μένα, να πω λίγα λόγια στους παριστάμενους, να κάνω την προσευχή μου και τότε να κάνεις αυτό που σε διέταξαν».

Αμέσως μετά έστρεψε το πρόσωπό της προς το πλήθος και είπε: «Σας παρακαλώ, αδελφοί και φίλοι μου, ως ανάξια δούλη του Υψίστου, να ακούσετε μυαλωμένα αυτή τη μικρή μου παραίνεση. Γνωρίζετε ότι ένας είναι μόνο ο αληθινός Θεός, ο Οποίος είναι θεωρούμενος και προσκυνούμενος εν Πατρί και Υιώ και Αγ. Πνεύματι. Θα σωθεί μόνο εκείνος που πιστεύει σε Αυτόν. Λοιπόν, αφού υπερβείτε κάθε κτίσμα από αυτά που βλέπετε και αντιλαμβάνεστε, υψώστε το νου και γνωρίστε τον Πατέρα του φωτός και το μονογενή Υιό και Λόγο του, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και το Πανάγιο Πνεύμα. Διότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας αιώνιος Θεός, παντοδύναμος και ακατάληπτος και κανένας δε σώζεται σε άλλο όνομα».

Αυτά είπε η Μάρτυρας προς τους παρόντες και ύψωσε προς τον ουρανό τα μάτια της διανοίας λέγοντας: «Κύριε, εσύ που είσαι χωρίς αρχή, που δεν πεθαίνεις, που δε δεσμεύεσαι από τον χρόνο, που δεν είσαι κτίσμα, που δεν είσαι αντιληπτός από τα ανθρώπινα και που είσαι ανεξερεύνητος, Θεέ όλων και Δημιουργέ όλης της κτίσης, Εσύ που προνοείς και σώζεις όλους όσους ελπίζουν σε Σένα, Σε ευχαριστώ, διότι με έφερες σε αυτήν την ώρα και άγγιξα το στεφάνι της δικαιοσύνης Σου. Ψάλλω ύμνους και λέω λόγια ευχαριστίας για την αμέτρητη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία σου, γιατί θέλησες να με εντάξεις στους εκλεκτούς δούλους Σου. Ρίξε και τώρα το βλέμμα Σου σε μένα την ταπεινή, Δέσποτα Θεέ, Κύριε Βοηθέ, Εξουσιαστή των πάντων και Παντοδύναμε, άκουσε την προσευχή μου και συμπλήρωσε τα αιτήματά μου για να επαινεθεί, τιμηθεί και δοξαστεί το όνομά Σου, που είναι πάνω από των Αγίων και προσκυνείται και χάρισε τη συγχώρεση των αμαρτιών όλων εκείνων, που θέλουν να οικοδομήσουν Εκκλησία στο όνομα της δούλης Σου, να λειτουργούν σε αυτήν και να προσεύχονται, ή να γράφουν το μαρτύριό μου και να το μελετούν με πίστη, να θυμούνται το όνομα της δούλης Σου και να αποδίδουν καρπούς κατά δύναμη. Συγχώρησε – κατά το μέτρο της πίστης τους – τις αμαρτίες όλων εκείνων, που θα τιμήσουν και θα φροντίσουν το σώμα μου, που μαρτύρησε για την αγάπη Σου. Και να μην τους αγγίξει χέρι που να κολάζει, ούτε πείνα, ούτε θάνατος ή άλλη βλάβη σωματική ή ψυχική. Όσοι θέλουν να με γιορτάσουν δοξολογώντας με πίστη και Σου ζητήσουν τη σωτηρία και έλεος μέσω εμού, να τους χαρίσεις σε αυτόν τον κόσμο τα αγαθά Σου, να πορεύονται με αυτάρκεια και να τους αξιώσεις της επουρανίου Σου βασιλείας. Διότι Εσύ είσαι ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος και παρέχεις όλα τα αγαθά ανά τους αιώνες».

Κοίμηση

Με αυτά τα λόγια προσευχόταν η Μάρτυρας και πάλι έγινε σεισμός και πολλοί άνθρωποι έπεσαν στη γη. Και ο δήμιος, που θα την θανάτωνε, επίσης έπεσε τρομαγμένος. Ο ίδιος ο Κύριος της συμπαραστάθηκε νοερά με μεγάλο πλήθος αγίων Αγγέλων και της είπε: «Να έχεις θάρρος Μαρίνα και να μη φοβάσαι, διότι άκουσα τις προσευχές σου και έκανα όλα όσα ζήτησες και αιτήθηκες και θα τα κάνω εν καιρώ. Τώρα ήλθα να αναλάβω την ψυχή σου στα ουράνια. Να είσαι ευτυχισμένη, γιατί παρακάλεσες για τους αμαρτωλούς, φάνηκες μπροστά Μου χωρίς κηλίδα και βρήκες χάρη σε Μένα. Γι’ αυτό ο μισθός σου στον ουρανό θα είναι πολύς». Τότε η Μαρίνα γέμισε από πολλή χαρά και αγαλλίαση και είπε στο δήμιο: «Κάνε τώρα σε μένα εκείνο, για το οποίο διατάχθηκες». Αυτός έτρεμε και δεν τολμούσε να σηκώσει το ξίφος. Εκείνη όμως του έδινε κουράγιο και μετά βίας τον έπεισε και της έκοψε το κεφάλι την 17η του μήνα Ιουλίου. Τότε το άγιο λείψανο παρέλαβαν κρυφά οι χριστιανοί και το ενταφίασαν με τιμές όπως άρμοζε. Η μακαρία ψυχή της έφυγε στην ουράνια δόξα. Της οποίας μακάρι να τύχουμε όλοι.

Ἀπολυτίκιον

Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν, κατεπάτησας στεῤῥῶς, ὀφθέντα σοι Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ, τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.

Τοῦ ἐχθροῦ τὰς ἐνέδρας ῥώμῃ διέφυγες, καὶ αὐτῷ προσπλακεῖσα ὑπερηκόντισας, καὶ ἐκ Θεοῦ τὴν δαψιλῆ χάριν ἀπείληφας, ἀποσοβεῖν ἐκ τῶν πιστῶν νόσους τὰς λυμαινώδεις, διὸ πρέσβευε τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ ἡμῶν, Μαρίνα ἔνδοξε.

Ἁγίας Μαρίνης (Προστάτις τῶν παιδίων)
Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ᾔσχυνας Ὀλυμβρίου τὰς πικρὰς τιμωρίας, εὔφρανας ἀσωμάτων τὰς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.