Ο όσιος Αλέξιος

 

ο Άνθρωπος του Θεού

17η Μαρτίου

Γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του Αρκαδίου και του Ονωρίου, υιών του μεγάλου Θεοδοσίου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ευφημιανός και η μητέρα του Αγλαία. Ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί και είχαν μεγάλη περιουσία, την οποία διέθεταν στα ορφανά και στους φτωχούς με μεγάλη προθυμία και γενναιοδωρία. Την ίδια ακριβώς ανατροφή έδωσαν και στον γιο τους Αλέξιο. Με το δικό του χέρι μοίραζαν τα περισσότερα ελέη τους.

Ο Αλέξιος, ο πραγματικά άνθρωπος του Θεού, όπως τον αποκαλεί η Εκκλησία μας, είχε όλες τις προϋποθέσεις να ζήσει μια “πετυχημένη” ζωή. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, ήταν μοναχοπαίδι και νέος άνθρωπος, είχε όλη την ζωή μπροστά του, όπως συνηθίζουμε να λέμε, κι όμως έδειχνε να μην είναι ευχαριστημένος με όλα αυτά. Έψαχνε κάτι άλλο που θα γέμιζε τον εσωτερικό του κόσμο. Αυτό το κάτι, το οποίο έκανε τον απόστολο Παύλο να θεωρεί όλα τα άλλα σκύβαλα, σκουπίδια, αυτό το κάτι τον τραβούσε τόσο πολύ, ώστε έφθασε να λέγει “ἐπιθυμῶ ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι”.

Όταν έφτασε σε κατάλληλη ηλικία ο Αλέξιος, θέλησαν να τον νυμφεύσουν, πράγμα που ο ίδιος δεν επιθυμούσε. Αλλά στην επιμονή των γονέων του ο Αλέξιος νυμφεύθηκε μία γυναίκα που και αυτή ήθελε να μείνει άγαμη. Οπότε συμφώνησαν να διατηρήσουν και οι δύο την παρθενία τους. Αυτό όμως το κατάλαβαν οι γονείς του Αλεξίου και γι’ αυτό αναγκάστηκε να φύγει σε μακρινό μέρος, στην Έδεσσα της Συρίας. Εκεί επιδόθηκε στη μελέτη του θείου λόγου και στις ασκήσεις. Αλλά και στη βοήθεια και φροντίδα των φτωχών. Μετά 17 χρόνια, επέστρεψε στην πατρίδα του και βρήκε στη ζωή τους γονείς του και τη σύζυγό του. Αυτοί όμως δεν τον αναγνώρισαν. Υπέστη μάλιστα τρομερές ταπεινώσεις από τους υπηρέτες του δικού του σπιτιού, χλευασμούς και ειρωνείες. Έμεινε κοντά τους συνεχίζοντας και καλλιεργώντας το θεάρεστο έργο του.

Όταν πλησίασε το μακάριο τέλος του -γεγονός που προαισθάνθηκε – έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί το όνομα του και την καταγωγή του. Μετά την κοίμησή του ο αυτοκράτορας Ονώριος διάβασε το σημείωμα και αποκαλύφθηκε ποιος ήταν. Αυτό στην αρχή λύπησε τους δικούς του, αλλά έπειτα χάρηκαν, διότι ο Αλέξιος μέχρι τέλους ήταν «ἄρτιος του Θεοῦ ἄνθρωπος». Δηλαδή τέλειος άνθρωπος του Θεού.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’ Ταχὺ προκατάλαβε

Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καὶ κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καὶ λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε• πάντων δ’ ὑπερφονήσας, ὡς φθαρτῶν καὶ ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καὶ Δεσπότῃ. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν.