Η αγία Σοφία και οι θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη

17η Σεπτεμβρίου

Μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού. Κατάγονταν από επιφανή ιταλική οικογένεια. Η μητέρα, Σοφία, τίμια και θεοσεβής γυναίκα, γρήγορα χήρεψε και με τις τρεις κόρες της ήρθε στη Ρώμη. Η Σοφία «εξέθρεψε» τις κόρες της, κατά το παράγγελμα του αποστόλου Παύλου «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Στο φοβερό διωγμό του Αδριανού (2ος αι.μ.Χ.), μητέρα και κόρες συνελήφθησαν, διότι καταγγέλθηκαν ως χριστιανές.

Αφού απομόνωσαν τη μητέρα, άρχισαν να ανακρίνουν τις κόρες. Οι τρεις αδερφές, με τις προσευχές και την ενθάρρυνση της μητέρας τους, υπέμειναν με αξιοθαύμαστη καρτερία το μαρτυρικό θάνατο. Πρώτη παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Της πρότειναν να αρνηθεί τον Χριστό και θα της χορηγούσαν τα πάντα για να ζήσει ευτυχισμένη ζωή. Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης: «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου». Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.

Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα, όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια: «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των πιστών». Αμέσως τότε και αυτή αποκεφαλίστηκε. Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η ύπαρξή της είναι στραμμένη «στην αγάπη του Θεού και στην υπομονή του Χριστού». Οι δήμιοι δεν άργησαν να αποκεφαλίσουν και αυτή. Η μητέρα τους, Σοφία, η οποία αντίκρισε με θαυμαστή υπομονή το μαρτύριο των θυγατέρων της, έζησε μετά το θάνατό τους τρεις μόνο μέρες. Τόσο όσο χρειαζόταν να φροντίσει για την ταφή τους. Η προσευχή της να τη δεχτούν κοντά τους έγινε δεκτή. Παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της!

Περισσότερα...

Η αγία οικογένεια

Η αγία οικογένεια έζησε κατά τις ημέρες του δυσσεβή αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος βασίλευσε κατά τα έτη 117-138 μ.Χ. Η μητέρα, Σοφία, από επιφανή οικογένεια της Ιταλίας, ευσεβής και φιλόθεη, όταν χήρευσε, έμεινε με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη. Μετακόμισαν οικογενειακώς στη Ρώμη, καθώς εκεί μπορούσαν να βρουν συστηματικότερη πνευματική ψυχαγωγία και βοήθεια στους κόλπους της Εκκλησίας του Χριστού.

Στη μεγάλη και κοσμοκράτειρα τότε Ρώμη, η Εκκλησία από τη μια, στήριζε πνευματικά τους πιστούς, από την άλλη όμως, αφθονούσαν χιλιάδες πειρασμοί, ικανοί να φέρουν σε δυσκολία μία νέα ακόμη χήρα, πλούσια και όμορφη, με κόρες στολισμένες με πολλές ομορφιές και ασυνήθιστες χάρες. Αλλά η Σοφία ήταν χριστιανή από εκείνες που μένουν αδιάφορες σε οποιαδήποτε δελεαστική κοσμική πρόταση. Πόλη της ήταν η Εκκλησία, αγάπη και δύναμή της ο Χριστός. Χαιρόταν όταν έβλεπε ότι οι πνευματικές χάρες των θυγατέρων της επισκίαζαν τα σωματικά κάλλη.

Σύλληψη της αγίας Σοφίας και των θυγατέρων της

Αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι. Η ζωή των χριστιανών βρισκόταν πάντοτε σε κίνδυνο. Οι εχθροί των χριστιανών έκαναν επίθεση κάθε στιγμή εναντίον τους. Κάποια μέρα ο επιστάτης της πόλης, που λεγόταν Αντίοχος, φανέρωσε στο βασιλιά την ευσέβειά τους και τις κατηγόρησε ότι καταφρονούν τους θεούς και απειθούν στα βασιλικά προστάγματα. Η Σοφία συνελήφθη μαζί με τις τρεις κόρες της. Μετά από τις τυπικές ερωτήσεις, ετέθησαν υπό περιορισμό στο σπίτι τους, αφού ανακοινώθηκε στη Σοφία ότι, εάν εντός τριών ημερών δεν αποφάσιζε να αρνηθεί τον Ιησού, θα ήταν υπεύθυνη για το θάνατο το δικό της και των θυγατέρων της.

Δύσκολη απόφαση για μία μητέρα. Αλλά εκείνη δε δίστασε. Όφειλαν να μείνουν πιστές στον Ιησού για το αιώνιο συμφέρον τους. Τι λοιπόν έμενε; Να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο με γενναιότητα και να μεταβάλουν την υπόθεση του θανάτου τους σε υπόθεση θριάμβου, δόξας και ζωής.

Με αυτούς τους πόθους και τις σκέψεις, έλεγε η μητέρα προς τις κόρες της: «Με φοβίζει λίγο το νεαρό της ηλικίας σας, αλλά να μη φοβάστε τον κίνδυνο. Θα σας στηρίξει η ακαταμάχητη συμμαχία του Χριστού. Και αν εγώ κουράστηκα και ξαγρύπνησα και φρόντισα για εσάς, μόνο για ένα πράγμα θα σας παρακαλέσω, να μείνετε πιστές στον Χριστό, ο οποίος θα σας στέψει με το αθάνατό Του χέρι και θα σας δώσει αμάραντα στέφανα, αιώνιο θησαυρό, ανεξάντλητη ευχαρίστηση». Και οι κόρες της, αφού τη φιλούσαν, την καθησύχαζαν και τη διαβεβαίωσαν ότι θα εκτελέσουν κατά γράμμα τις συμβουλές της και δε θα την απογοητεύσουν.

Αφού πέρασαν οι τρεις μέρες που τους είχαν δοθεί ως προθεσμία για να αρνηθούν τον Ιησού, παρουσιάστηκαν ενώπιον του δικαστή. Βλέποντας ο δικαστής την σταθερή και γενναία απόφασή τους να μην απαρνηθούν τον Χριστό, σκέφτηκε να διαχωρίσει τις Αγίες τη μια από την άλλη, νομίζοντας ότι θα τις λυπήσει με την απομόνωση και έτσι θα μπορέσει να τις νικήσει. Για το λόγο αυτό, κάλεσε τη μητέρα και του είπε τα ονόματα και τις ηλικίες των θυγατέρων της. Ο δικαστής απευθύνθηκε αρχικά στις κόρες της αγίας Σοφίας, οι οποίες ήταν ακόμη παιδιά. Η μεγαλύτερη από τις αδερφές, η Πίστη, ήταν δώδεκα χρονών, δέκα χρονών ήταν η Ελπίδα, και ένα χρόνο μικρότερη η τρίτη από τις αδερφές, η Αγάπη.

Αυτές οι ηλικίες εύκολα μπορούν να κυριευθούν από φόβο. Ο δικαστής κανένα μέσο δεν παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, από όσα έκρινε ικανά για να δελεάσουν τα κορίτσια. Όμως απέτυχε. Και οι τρεις μαζί έλεγαν ότι πιστεύουν στον Χριστό, ότι στον Χριστό ανήκει ο νους τους, η καρδιά τους, ολόκληρη η ψυχή τους, ότι για Αυτόν ζουν και για Αυτόν επιθυμούν να πεθάνουν.

Το μαρτύριο της αγίας Πίστης

Ο δικαστής πρώτα υπέβαλε στο μαρτύριο την Πίστη. Η Πίστη άκουσε την καταδίκη με χαρά, ενώ η μητέρα της προσευχόταν για την ενίσχυσή της. Υπέστη τα πάντα με γενναιότητα: τα χτυπήματα, τα κοψίματα, τα εγκαύματα. Ο δικαστής πρόσταξε να τη γυμνώσουν και να τη ραβδίσουν. Η μάρτυρας φαινόταν χαρούμενη παρά τα άσπλαχνα χτυπήματα, σαν να της έριχναν άνθη και τριαντάφυλλα. Βλέποντας ο δικαστής ότι δεν πληγωνόταν το σώμα της, διέταξε να της κόψουν τους δύο μαστούς. Τότε, έγινε παράδοξο θαύμα: αντί να τρέξει αίμα από την τομή, έτρεξε γάλα, χωρίς να πονέσει η μάρτυρας. Τότε πρόσταξε να ανάψει μια σχάρα, πάνω στην οποία άπλωσαν την Πίστη. Και βοήθησε ο Κύριος την Πίστη, η οποία ένοιωθε σαν να ήταν ξαπλωμένη σε δροσερό παράδεισο αντί να καίγεται. Μετά πρόσταξε να τη βάλουν σε πυρακτωμένο τηγάνι και έχυσαν μέσα βραστή πίσσα και λάδι. Η Αγία επικαλέστηκε τον Παντοδύναμο Χριστό και τότε η φωτιά έχασε την καυστική της δύναμη!

Στο τέλος την αποκεφαλίσανε, ενώ με τα τελευταία της λόγια προσπαθούσε να ευχαριστήσει τη μητέρα της και να ενθαρρύνει τις αδερφές της μπροστά στα βασανιστήρια και το θάνατο που τις περίμενε. Την ώρα του αποκεφαλισμού, η αγία Σοφία ζήτησε μια μικρή χρονική προθεσμία για να μιλήσει στην κόρη της. Σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα ενθάρρυνε την κόρη της και την στήριξε στην πίστη. Όταν άκουσε τα λόγια της μητέρας της, η Πίστη έκλινε το κεφάλι και δέχτηκε με χαρά το θάνατο.

Το μαρτύριο της αγίας Ελπίδας

Στη συνέχεια οδηγήθηκε στο μαρτύριο η μικρή Ελπίδα, η οποία δήλωνε ότι ανυπομονεί να ακολουθήσει τη δοξασμένη οδό της πρώτης αδερφής της.

Και ήταν πράγματι αντάξιά της. Στο γυμνωμένο κορμί της έπεσαν τα βούνευρα, που προκαλούσαν φρικτούς πόνους, ήταν ανίσχυρα όμως για να καταβάλουν τη δύναμη της ψυχής της. Οι φλόγες από τη φωτιά που άναψαν οι βασανιστές, δεν μπόρεσαν να θίξουν την ευσεβή κόρη. Ακολούθησαν τα σιδερένια νύχια. Η Ελπίδα, με τις ελπίδες της όλες στραμμένες στον Κύριο, ήταν χαρούμενη, γιατί θα συναντούσε σε λίγο την αδερφή της, μαζί με την οποία θα γινόταν κοινωνός ανεκφράστων αγαθών.

Βλέποντας αυτά ο τύραννος δαιμονίστηκε από το θυμό του και πρόσταξε να κρεμάσουν πάλι την Αγία και να σκίσουν τη σάρκα της με σιδερένια νύχια. Την ώρα που τη βασάνιζαν, το πρόσωπό της έλαμπε περισσότερο και από τον ήλιο, από το σώμα της έβγαινε θαυμάσια ευωδία και αποθάρρυνε τον τύραννο λέγοντάς του ότι ένα ανήλικο και αδύναμο κορίτσι θα τον νικήσει με τη δύναμη του Χριστού.

Ακούγοντας αυτά ο τύραννος, ερεθίστηκε περισσότερο. Τότε, πρόσταξε να φέρουν ένα χάλκινο δοχείο, το οποίο γέμισαν με βραστή πίσσα και ρητίνη. Όταν το έριξαν πάνω στην Αγία, έγινε ένα παράδοξο θαύμα: το χάλκινο σκεύος καιγόταν και η φωτιά το έφθειρε σαν κερί, ενώ το καυτό μείγμα χύθηκε σαν ρεύμα και κατέκαψε μέχρι θανάτου πολλούς ειδωλολάτρες. Βλέποντας ότι όχι μόνο δεν έπειθε την αγία Ελπίδα, αλλά ότι εκείνη εκλάμβανε ως αιτία χαράς τα βασανιστήρια την ίδια στιγμή που εκείνος ντροπιαζόταν δημόσια, έδωσε εντολή να τη φονεύσουν με ξίφος. Όταν την πήγαν στον τόπο της καταδίκης, η Ελπίδα αντίκρισε το λείψανο της αδερφής της, στο οποίο έπεσε με πόθο και καταφίλησε, διότι θα απολάμβανε της ίδιας τιμής και χαράς με την αδερφή της.

Το μαρτύριο της αγίας Αγάπης

Μετά τον αποκεφαλισμό της Ελπίδας, ο άδικος τύραννος έπεσε σε μεγάλη λύπη, διότι δεν έγινε το θέλημά του και νικήθηκε από τρυφερά και ανήλικα κορίτσια. Είχε όμως την ελπίδα ότι θα νικήσει το τρίτο κορίτσι, επειδή ήταν το πιο μικρό και αδύνατο.

Και τότε ήρθε η σειρά της εννιάχρονης Αγάπης. Η μητέρα της ανύψωσε σε προσευχή την ψυχή της με πολλαπλάσια θερμότητα: «Κύριε! Κύριε! Τίποτε άλλο δε Σου ζητώ παρά να δεχτείς κοντά Σου και την τελευταία κόρη μου καλλωπισμένη με το μαρτυρικό στεφάνι».

Και το μικρό κορίτσι προχώρησε με τόλμη, για να δικαστεί. Ο δικαστής έφερε μπροστά του το χαριτωμένο κορίτσι και με λόγους κολακευτικούς προσπάθησε να την πείσει να θυσιάσει στους δαίμονες. Όμως έμεινε έκπληκτος ακούγοντας την Αγάπη, με τη σοφία και την τόλμη που δίνει ακόμα και στα νήπια το πνεύμα του Θεού, να του λέει: «Και εγώ βλαστάρι της ίδιας μητέρας είμαι»!

Την απάντηση στα λόγια της την έδωσαν δερμάτινα λουριά, με τα οποία χτυπήθηκε σε όλο το γυμνωμένο κορμί της, αφού την κρέμασαν σε ψηλό ξύλο. Ήταν τόσο ισχυρά τα χτυπήματα, που διαλύθηκε η αρμονία της φυσικής σύνθεσης και έσπασαν όλα τα μέλη της! Η Θεία Δύναμη όμως, την ενίσχυσε και δεν αισθανόταν κανένα πόνο. Ύστερα άναψαν το καμίνι, το οποίο έκαψαν περισσότερο από τις αδερφές της τόσο πολύ, που φαινόταν σαν μια θάλασσα φωτιάς. Τη φοβέρισε ότι θα τη ρίξει σε εκείνο το καμίνι. Εκείνη όχι μόνο δε δείλιασε, αλλά από υπερβάλλουσα αγάπη προς τον Χριστό, πήδηξε μόνη της στο καμίνι, από το οποίο πετάχτηκε φλεγόμενο υλικό και έκαψε πολλούς ειδωλολάτρες. Η φωτιά έφτασε μέχρι τον τύραννο, του οποίου έκαψε ένα μέρος του σώματός του. Εκείνος, αντί να μετανιώσει με το πάθημά του, έστειλε στρατιώτες για να τη φέρουν μπροστά του και να τη βασανίσει περισσότερο. Τότε, οι απεσταλμένοι είδαν δίπλα στην Αγία κάποιους λευκοφορεμένους, οι οποίοι τη συνόδευαν από την στιγμή που μπήκε στο καμίνι. Όσοι άπλωσαν τα χέρια τους για να τη συλλάβουν, υπέστησαν παράλυση. Δεν μπόρεσαν να κινήσουν τα μέλη τους καθόλου, αλλά μόνο φώναξαν στην Αγάπη λέγοντας: «Έλα δούλη του αληθινού Θεού, ο δικαστής σε καλεί». Τότε βγήκε η Αγία από τη φωτιά, χωρίς να έχει υποστεί καμιά σωματική βλάβη.

Ακόμη και μετά από αυτά ο τύραννος, όντας καμένος, δαιμονίστηκε περισσότερο. Στη συνέχεια διέταξε να διαπεράσουν τη σάρκα της με πυριφλεγή καρφιά. Από τα καρφιά δεν τραυματίστηκε καθόλου! Απελπισμένος ο βασανιστής διέταξε τον αποκεφαλισμό της.

Η κοίμηση της αγίας Σοφίας

Η μητέρα δοξολογούσε τον Θεό και παρακαλούσε τον τύραννο να σκοτώσει και την ίδια, για να συναντήσει τις κόρες της. Αλλά εκείνος αρνήθηκε, όχι γιατί τη λυπήθηκε, αλλά γιατί θεώρησε ότι έτσι την εκδικείται, καθώς δεν ικανοποιούσε την επιθυμία της. Η Σοφία παρέλαβε τα λείψανα των θυγατέρων της και τα ενταφίασε με ευλάβεια. Αλλά η ψυχή της ήταν στραμμένη προς τα άνω. Διψούσε να βρεθεί εκεί, που ήταν στεφανωμένες οι κόρες της.

Και η επιθυμία της εισακούστηκε. Μετά από τρεις ημέρες, και ενώ φρόντιζε τον τάφο των θυγατέρων της, ο Κύριος την παρέλαβε. Ευσεβή χέρια κατέθεσαν και το δικό της λείψανο στον ίδιο χώρο.

Ἀπολυτίκιον

Σοφία ἐκθρέψασα κατὰ τὴν κλῆσιν σεμνή τὰς τρεῖς θυγατέρας σου, ταύτας προσάγεις Χριστῶ ἀθλήσεως σκάμασιν. ὅθεν τῆς ἄνω δόξης σὺν αὐταῖς κοινωνοῦσα, πρέσβευε τῶ Σωτῆρι, καλλιμάρτυς Σοφία, δοῦναι τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.

Χαίρει ἔχουσα ἡ Ἐκκλησία, σὲ καὶ τέκνα σου καύχημα θεῖον, καὶ γηθοσύνως εὐφημεῖ σε κραυγάζουσα. Σύ μου ὑπάρχεις τὸ καύχημα, καὶ τῶν σῶν τέκνων τὰ πάντιμα λείψανα, μάρτυρες ἔνδοξοι, Σοφία, Πίστις, Ἐλπὶς καὶ Ἀγάπη, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἀνεβλάστησας ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου, Σοφία Μάρτυς σεμνή καὶ προσήγαγες Χριστῷ καρπὸν ἡδύτατον τοὺς τῆς νηδύος σου βλαστούς, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, Ἀγάπην τε καὶ Ἐλπίδα καὶ τὴν θεόφρονα Πίστιν· μεθ’ ὧν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.