Ο όσιος Αγαπητός
ο Ομολογητής, Eπίσκοπος Σινάου
18η Φεβρουαρίου
Καταγόταν από την Καππαδοκία. Νέος πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε με πνεύμα διακονίας, προθυμότατος στις υπηρεσίες και ως ο τελευταίος από όλους. Με την προσευχή του θεράπευε ασθενείς και με την παρουσία του ακόμη και ζώα. Ο Λικίνιος τον πήρε στον στρατό του, όπου επίσης ζούσε ασκητικά. Όταν καταδιώχτηκαν οι χριστιανοί, υποβλήθηκε σε βασανιστήρια. Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Βικτωρίνου, του Δωροθέου, του Θεοδούλου και του Αγρίππα, χτυπήθηκε με ακόντιο, αλλά σώθηκε. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου κλήθηκε να θεραπεύσει ένα δαιμονισμένο δούλο στο παλάτι και επέστρεψε στο μοναστήρι παίρνοντας ως αντάλλαγμα απαλλαγή από τον στρατό. Επιδόθηκε τότε στις ιερές μελέτες και στην υπηρεσία του Ευαγγελίου. Ο επίσκοπος της πόλης Σινάου πληροφορήθηκε τα χαρίσματά του και τον χειροτόνησε ιερέα. Μετά τον θάνατο του επισκόπου Σινάου, λαός και κλήρος εξέλεξαν διάδοχό του τον Αγαπητό. Από τη νέα του θέση ο Αγαπητός ήταν τύπος των πιστών, ο διδάσκαλος και ο πατέρας τους. Φώτιζε με τον λόγο του, οικοδομούσε με το παράδειγμά του, παρηγορούσε και στήριζε, περιέθαλπε και βοηθούσε όχι μόνο κατά δύναμιν αλλά και υπέρ δύναμιν. Τα θαύματά του (περίπου εκατό) συνεχίστηκαν, αξιώθηκε και του προφορικού χαρίσματος και, αφού φανέρωνε πράξεις του παρελθόντος, νουθετούσε. Σε αυτές τις άγιες ασχολίες τον βρήκε ο θάνατος, ο οποίος του άπλωσε τη γέφυρα διά της οποίας μετέβη από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια.