Ο άγιος μάρτυς Αιμιλιανός

18η Ιουλίου

Έζησε κατά τους χρόνους του Ιουλιανού του παραβάτη. Γεννήθηκε στο Δορόστολο της Θρακικής Μοισίας. Από πολύ νωρίς τάχθηκε στρατιώτης του Κυρίου και υπεράσπιζε με μοναδική παρρησία και γενναιότητα την Ορθοδοξία. Ήταν γιος δούλου, άρα και αυτός κατά τους θεσμούς, οι οποίοι και τότε ακόμα επικρατούσαν, ήταν δούλος. Ανήκε στην κυριότητα κάποιου απάνθρωπου, σκληρού και φανατικού ειδωλολάτρη. Αυτός όταν πληροφορήθηκε ότι ο Αιμιλιανός πίστευε στον Χριστό, καταλήφτηκε από μεγάλη οργή. Όχι μόνο τον επέπληξε υβριστικότατα, τον πρόσβαλε με τα χειρότερα λόγια αλλά και τον μαστίγωσε δεινά. Έπειτα τον απείλησε λέγοντας ότι θα έπασχε χειρότερα, αν ήθελε να συνεχίσει τις σχέσεις του προς τους χριστιανούς. Αλλά οι τιμωρίες εκείνες και οι απειλές φλόγισαν ακόμα περισσότερο την ευσέβεια του Αιμιλιανού. Και την επομένη, βγαίνοντας από τον οίκο του Κυρίου του μετέβη στο ναό των ειδώλων και με σφυριά κατέστρεψε όλα τα αγάλματα των ειδώλων. Εκεί, κάποιοι από του παριστάμενους τον αναγνώρισαν ως χριστιανό. Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον βίαζαν να θυσιάσει στο βωμό. Εκείνος όμως αρνήθηκε και έλεγχε αυτούς που είχαν την ανοησία να λατρεύουν μάταια είδωλα που εικόνιζαν θεούς φανταστικούς και ψεύτικους. Οι ιερείς και οι λοιποί ειδωλολάτρες, εξοργισμένοι τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν να δικαστεί. Όταν έμαθε το συμβάν και ο κύριός του έτρεξε αμέσως στο δικαστήριο, όπου, αφού τον έβρισε, τον διέταξε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αιμιλιανός χαμογέλασε. Και κοιτάζοντας τον του είπε: “μπορείς να διατάξεις ότι θέλεις, θα σε υπακούσω, αλλά η πίστη μου είναι εκτός των δικαιωμάτων σου, ως προς αυτή ένα και μόνο Κύριο αναγνωρίζω τον Ιησού Χριστό. Είναι αυτός ο μέγας και παντοτινός μου Κύριος και κατά το σώμα και κατά την ψυχή και δε θέλω ποτέ να τον αρνηθώ”. Ο ειδωλολάτρης δεσπότης ράπισε με δύναμη τον Αιμιλιανό και ο δικαστής βλέποντας ότι ο υπόδικος ενέμενε στην ομολογία του Χριστού τον καταδίκασε σε θάνατο, κι έτσι ο Αιμιλιανός ο δούλος κατά τους νόμους των ανθρώπων, αλλά ο ελεύθερος με τη χάρη του Ιησού Χριστού, έλαβε το μαρτυρικό θάνατο, πρώτα δαρμένος με βούνευρα (=βούρδουλα) κι έπειτα ριφθείς στη φωτιά.

Περισσότερα...

Γέννηση του Αγίου & περιβάλλον

Ο άγιος μάρτυρας Αιμιλιανός καταγόταν από το Δορύστολο Μοισίας της Θράκης. Μεγάλωσε κατά τους χρόνους του επάρχου Καπετωλίνου Βικαρίου και του ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361 μ.Χ.), ο οποίος, αν και θεωρείται ως ένας από τους αυτοκράτορες που δίωξαν το Χριστιανισμό με λιγότερη σκληρότητα σε σχέση με άλλους, εν τούτοις κατά το διάστημα της βασιλείας του αρκετοί ήταν οι χριστιανοί που διώχθηκαν και μαρτύρησαν. Εκείνο τον καιρό ο έπαρχος, επιθυμώντας να αναγκάσει με κάθε μέσο όλους τους χριστιανούς της επαρχίας του να απαρνηθούν την πίστη και να ασπαστούν την ειδωλολατρεία, κατασκεύασε ένα μεγάλο αμφιθέατρο για να βασανίζει τους χριστιανούς και να διασκεδάζει με αυτόν τον τρόπο η συνοδεία του.

Ο βίος του Αγίου

Ο Άγιος ήταν δούλος κάποιου Έλληνα. Όπως και ο πατέρας του, σεβόταν και πίστευε στον Θεό και αποστρεφόταν τα είδωλα. Ο Αιμιλιανός ανήκε στην κυριότητα κάποιου σκληρού και φανατικού ειδωλολάτρη, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Αιμιλιανός πίστευε στον Χριστό, καταλήφθηκε από σφοδρή οργή. Όχι μόνο τον επέπληξε έντονα και χυδαία, αλλά και τον μαστίγωσε. Έπειτα τον απείλησε, λέγοντας ότι αν εξακολουθούσε να διατηρεί σχέσεις με τους χριστιανούς, θα έπασχε χειρότερα. Αλλά αυτές οι απειλές και οι τιμωρίες φλόγισαν περισσότερο την ευσέβεια του Αιμιλιανού. Έτσι, την επομένη, βγαίνοντας από το σπίτι του κυρίου του, πήγε προς το ναό των ειδώλων. Κάποιοι από εκείνους, που βρίσκονταν εκεί τον αναγνώρισαν ως χριστιανό. Όταν μπήκε ο Άγιος στο ναό των ειδώλων, κατέστρεψε όλα τα είδωλα με σφυρί που κρατούσε στο χέρι του. Έπειτα, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, τον συνέλαβαν και τον πίεζαν να θυσιάσει στο βωμό. Εκείνος όμως αρνήθηκε και έλεγχε όσους έκαναν την ανοησία να λατρεύουν μάταια είδωλα, που απεικονίζουν φανταστικούς και ψεύτικους θεούς. Υπάρχουν άλλες πληροφορίες που αναφέρουν ότι πολλούς έσυραν για να τους καταδικάσουν για το γεγονός της καταστροφής των ειδώλων, καθώς ο αυτουργός παρέμενε άγνωστος. Εξαιτίας αυτού, ο Άγιος παρουσιάστηκε αυτοβούλως και αποκάλυψε τον εαυτό του ως τον δράστη της πράξης αυτής. Οι ιερείς των ειδώλων και οι υπόλοιποι ειδωλολάτρες, εξοργισμένοι, τον συνέλαβαν και τον παρέδωσαν για να δικαστεί. Όταν πληροφορήθηκε το συμβάν ο κύριος του Αιμιλιανού έτρεξε αμέσως στο δικαστήριο, όπου, αφού τον έβρισε άσχημα, τον διέταξε να αρνηθεί την χριστιανική πίστη. Ο Αιμιλιανός χαμογέλασε. Και ρίχνοντας το βλέμμα του στον κύριό του, του είπε: «Μπορείς να διατάξεις ό,τι θέλεις, θα σε υπακούσω, αλλά η πίστη μου είναι πέρα από τα δικαιώματά σου. Στο θέμα αυτό αναγνωρίζω έναν και μοναδικό Κύριο, τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι ο Μέγας και Παντοτινός μου Κύριος, κατά το σώμα και κατά την ψυχή μου, και ποτέ δε θέλω να Τον αρνηθώ».

Το μαρτύριο του Αγίου

Έτσι συνελήφθη και έλεγξε την απιστία του επάρχου Βικαρίου και όσων άλλων έλπιζαν στα μάταια είδωλα. Γι’ αυτό το λόγο χτυπήθηκε με ασπλαχνία, αρχικά με τα χέρια και μετά με βούνευρα (μαστίγια από δέρμα βόα, βούρδουλες). Βλέποντας ο δικαστής ότι ο Αιμιλιανός επέμενε στην ομολογία του Χριστού, ρίχτηκε στη φωτιά όπου, αφού παρέμεινε χωρίς να καεί, παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού, από τον οποίο έλαβε το αμάραντο στεφάνι. Έτσι ο Αιμιλιανός, ο δούλος σύμφωνα με τους νόμους των ανθρώπων, αλλά ελεύθερος με τη χάρη του Θεού, έλαβε μαρτυρικό θάνατο. Η σύναξη και η γιορτή του τελείται σε ναό αφιερωμένο σε αυτόν, που βρίσκεται σε κάποιο μέρος που καλείται Ράβδος. Στο μέρος αυτό ετάφη το σώμα του Αγίου στις 18 Ιουλίου του 361 μ.Χ.

Ο άγιος Αιμιλιανός απέδειξε πόση ευγένεια ψυχής και πόσο μεγαλείο αποκτούν και οι ασημότεροι άνθρωποι, όταν μιλήσει στην ψυχή τους ο Χριστός και ανάψει στην καρδιά του η φωτιά του θείου ζήλου.

Μετά την κοίμηση του Αγίου

Πριν λίγα χρόνια βρέθηκε η εικόνα του Αγίου στο άλσος του λόφου Σκουζέ, στο κέντρο της Αθήνας, από τυχαίο γεγονός. Στο χώρο του άλσους επρόκειτο να κατασκευαστεί δεξαμενή για την ύδρευση των γειτονικών στο λόφο κατοικιών. Κατά τις εργασίες εκσκαφής για την κατασκευή της δεξαμενής, βρέθηκε η εικόνα του Αγίου. Στο σημείο αυτό, που, σύμφωνα με πληροφορίες ήταν κοντά σε μια συκιά, χτίστηκε αργότερα το προσευχητάρι, ενώ υπάρχει η παράδοση ότι κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί έβλεπαν ένα αμυδρό φως να πέφτει πάνω στη συκιά. Η εικόνα αυτή φυλάσσεται επιμελώς στο ιερό του σημερινού Ναού. Το προσκυνητάρι, στο οποίο φυλασσόταν η εικόνα του Αγίου, δεν υπάρχει πλέον, ούτε και είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια η θέση στην οποία υπήρχε, δεδομένου ότι τότε ο χώρος του σημερινού άλσους ήταν ακόμη αδιαμόρφωτος. Το θυμούνται όμως παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, που, όσοι από αυτούς βρίσκονται εν ζωή, είναι σε βαθιά γεράματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των κατοίκων αυτών, όπως και παλιών επισκεπτών, πρέπει να τοποθετηθεί στο νότιο-δυτικό τμήμα του σημερινού άλσους.