Ο όσιος Ευμένιος

Επίσκοπος Γορτύνης Κρήτης,
ο Θαυματουργός

18η Σεπτεμβρίου

Πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι εξακριβωμένο. Πιθανότατα γεννήθηκε περί τον 7ο αιώνα μ.Χ. Από νεαρή ηλικία ο Ευμένιος υπέβαλλε τον εαυτό του σε πολλές σκληραγωγίες και ασκήσεις. Έχοντας ζήλο και παιδεία, εργάστηκε ακαταπόνητα ως λαϊκός υπέρ της Εκκλησίας και της σωτηρίας των ψυχών. Διακρίθηκε για την ταπείνωση και την οσιότητα του βίου του. Περισσότερο τον διέκρινε η εγκράτεια. Το ίδιο εξακολούθησε κι όταν περιεβλήθη το ιερατικό σχήμα. Οι μόχθοι του αυξήθηκαν όταν αναδείχτηκε επίσκοπος Γορτύνης στην Κρήτη. Ο Θεός τον αξίωσε να κάνει θαύματα. Όπως αναφέρει η παράδοση, μια φορά με αναμμένες λαμπάδες κατέκαψε ένα δράκοντα που όρμησε εναντίον του. Αναφέρεται ότι αρχιεράτευσε πολλά έτη και ότι δίδαξε πολλούς. Στη Γόρτυνα ανέδειξε ιερείς αξιότατους να ποιμάνουν με πολλή επιστασία (δηλαδή με προσοχή) και ο ίδιος πόθησε να περιοδεύσει, για να δει τόπους ιστορικούς που θα μπορούσαν να αυξήσουν τους πνευματικούς θησαυρούς του.

Για το λόγο αυτό επισκέφθηκε τη Ρώμη, όπου γνώρισε πολλά, αλλά δεν έμεινε αδρανής και χωρίς όφελος. Βλέποντας τους μεγάλους αγώνες της εκεί Εκκλησίας, στερέωσε τους πιστούς με τη διδασκαλία του και με τη θαυματουργή του ενέργεια. Στη συνέχεια πήγε στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου, στους μεγάλους ασκητές και ερημίτες, ποθώντας περισσότερη σκληραγωγία και άσκηση. Με θαύμα ανακούφισε το λαό της Θηβαΐδας, που βασανιζόταν από την ξηρασία που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, αφού ο Ευμένιος προσευχήθηκε με θέρμη, ξέσπασε μεγάλη νεροποντή, που πότισε την ξηραμμένη γη. Στη Θηβαΐδα τον βρήκε ο θάνατος με αγρυπνία και προσευχή, αλλά πριν παραδώσει την τελευταία του πνοή, παρακάλεσε να σταλεί το λείψανό του στην πατρίδα του και στην επισκοπή του. Οι ερημίτες εκτέλεσαν την ιερή του θέληση και το ποίμνιό του δέχτηκε τη σορό του με μεγάλη ευλάβεια και την κήδεψε μεγαλοπρεπέστατα. Το λείψανό του μεταφέρθηκε από τη Θηβαΐδα στη Γόρτυνα, όπου και τάφηκε σε τοποθεσία που έχει το όνομα Ράξος.

Ἀπολυτίκιον

Ταχὺν προμυθέα σε καὶ ἀρωγὸν εὐμενῆ κεκτήμεθα, Ὅσιε, ὡς τοῦ Χριστοῦ μιμητήν. Εὐμένιε ἔνδοξε, σὺ γὰρ ἀναβλυστάνων συμπαθείας τὰ ῥεῖθρα, βρύεις τῇ Ἐκκλησίᾳ ἰαμάτων πελάγη. Ἀλλὰ καὶ τοῖς τιμῶσί σε σκέπη γενήθητι.