Η αγία οσιομάρτυς Ευδοκία

1η Μαρτίου

Ήταν από την Ηλιούπολη της Συρίας και έζησε επί Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Περνούσε τη ζωή της μέσα στην πορνεία και τις ακολασίες. Η εκθαμβωτική της καλλονή είλκυε πολλούς εραστές και έτσι συγκέντρωσε πολύ πλούτο. Το θείο έλεος όμως ευδοκεί, ώστε και οι ψυχές που παρεκτράπησαν ηθικά να μη χάνουν ολότελα την ηθική συναίσθηση, αλλά να μένει κάτι από τον ηθικό πόθο.

Έτσι και η Ευδοκία. Μετά από μία ασθένειά της, είτε από κορεσμό, είτε από εγωισμό προς τους φίλους της διότι την περίοδο που ήταν άρρωστη την είχαν εγκαταλείψει, δε συνέχισε την προηγούμενη ζωή της. Εγκατέλειψε την πόλη και επέστρεψε μετά από ένα χρόνο. Θέλησε να μείνει άγνωστη και γι’ αυτό εγκαταστάθηκε στα τελευταία σπίτια της πόλης. Εκεί γνώρισε με θαυματουργικό τρόπο τους χριστιανούς της τοπικής Εκκλησίας. Αναπαύτηκε τόσο πολύ από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, που αμέσως βαπτίστηκε χριστιανή από τον επίσκοπο Θεόδοτο και με τη μετάνοιά της καθαρίστηκε από τα έκτροπα της προηγούμενης ζωής.

Από τότε άλλαξε ζωή. Μοίρασε την περιουσία της στα ορφανά και τους φτωχούς και έγινε πιστή εργάτης του Ευαγγελίου, και μάλιστα μέχρι μαρτυρικού θανάτου. Έτσι, η αγία Ευδοκία έρχεται να μας θυμίσει τα λόγια του Κυρίου μας ότι «οι τελώνες και οι πόρνες που μετανόησαν και πίστεψαν έμπρακτα σ’ Αυτόν, θα προλάβουν στη βασιλεία του Θεού εσάς που μόνο στα λόγια πιστεύετε στον Θεό».

Αξιώθηκε δε, χάρις στη βαθιά μετάνοια και τη θερμή πίστη της, αγίου οράματος. Είδε ότι μεταφέρθηκε στον ουρανό από έναν άγγελο και ότι πλήθος αγίων και αγγέλων πανηγύριζαν τον ερχομό της, ενώ ο διάβολος βρυχόταν που την έχασε. Για ένα διάστημα έζησε βίο ασκητικό σε μοναστήρι, από όπου την άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό να δικαστεί. Η Αγία όμως με την προσευχή της ανέστησε το νεκρό παιδί του βασιλιά και έτσι προσείλκυσε και τον ίδιο στο χριστιανισμό, για να οδηγηθεί αργότερα στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη αφού και πάλι θαυματούργησε. Τελικά, αποκεφαλίστηκε από τον Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Ἀπολυτίκιον

Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλειπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ, Εὐδοκία προσέδραμες· οὗ τὸν ζυγὸν τῇ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς ἠγωνίσω δι’ αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρίσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.