O άγιος Ιωάννης

ο Ρώσος, ο Ομολογητής

27η Μαΐου

Η πατρίδα του οσίου Ιωάννου ήταν η Ουκρανία. Από τους ευσεβείς και ορθόδοξους γονείς του διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη, την οποία φύλαξε ως το τέλος της ζωής του (1730 μ.Χ.). Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1711, στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, σκλαβώθηκε από τους Τατάρους, συμμάχους των Τούρκων, οι οποίοι τον πούλησαν ως σκλάβο σε Τούρκο ίππαρχο αξιωματούχο στο Προκόπι της Μικράς Ασίας. Η ζωή της σκλαβιάς ήταν πολύ σκληρή για τον νεαρό Ιωάννη, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό. Οι πιέσεις για να αλλαξοπιστήσει ήταν αφόρητες και τα βασανιστήρια απερίγραπτα. Πολλοί από τους συναιχμαλώτους του υπέκυψαν στις πολλαπλές πιέσεις και αλλαξοπίστησαν. Ο Ιωάννης όμως έμεινε ακλόνητος στην πίστη του και με την υπομονή που έδειξε και την αγιότητα του βίου του κέρδισε στο τέλος την ανοχή και τη συμπάθεια του σκληρού κυρίου του, του οποίου υπήρξε άριστος ιπποκόμος. Ζούσε μέσα σε άθλιες συνθήκες, αλλά έβρισκε παρηγοριά στην αδιάλειπτη προσευχή, μέσω της οποίας αντλούσε δύναμη, κουράγιο και έμπνευση στον αγώνα του. Εκτελούσε με προθυμία τις εντολές του αφεντικού του, εργαζόταν φιλότιμα και ακούραστα και ταυτόχρονα ψιθύριζε συνεχώς, πότε με τα χείλη και πότε με το νου και την καρδιά, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”.

Με το πέρασμα του χρόνου ο αγάς άρχισε να “μαλακώνει” βλέποντας τον Ιωάννη να προσεύχεται συνεχώς, να εργάζεται φιλότιμα και να τον εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο τρόπο. Η συμπάθειά του αυτή άρχισε να γίνεται θαυμασμός – εξάλλου τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν ως άγιο και δίκαιο άνθρωπο και αυτοί ακόμη οι αλλόπιστοι – όταν διαπίστωσε ότι με την πίστη και την προσευχή του νεαρού Ιωάννη γίνονταν θαύματα, με αποτέλεσμα να ευεργετηθούν πολλοί, αλλά και ο ίδιος. Κάποτε, ενώ βρισκόταν ο αγάς στη Μέκκα για προσκύνημα, η σύζυγός του μαγείρεψε το αγαπημένο του φαγητό και στενοχωριόταν που δεν ήταν εκεί για να το απολαύσει. Ο Ιωάννης, μετά από θερμή προσευχή, του έστειλε με άγγελο Κυρίου το φαγητό από το Προκόπι της Μικράς Ασίας και ο αγάς το βρήκε και το έφαγε ζεστό. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του, έδειξε στους αξιωματούχους το πιάτο με το οικόσημο και ζήτησε από τον Ιωάννη να αφήσει το στάβλο και να μείνει σε ένα άνετο δωμάτιο που του ετοίμασε. Εκείνος όμως ο μακάριος δεν ήθελε να εγκαταλείψει τον ταπεινό στάβλο που του θύμιζε τη φάτνη της Βηθλεέμ. Προτίμησε, από την άνεση και την καλοπέραση, την κακοπάθεια και την άσκηση “ίνα Χριστόν κερδίση”.

Ο άγιος Ιωάννης βίωσε μέσα στη σκλαβιά την αληθινή ελευθερία. Και ήταν πράγματι ελεύθερος, αφού η ελευθερία είναι εσωτερική υπόθεση. Προείδε το θάνατό του, κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια που τα έφερε μυστικά μέσα σε ένα μήλο ο ιερέας του τόπου και αναπαύθηκε ειρηνικά. Παρέδωσε την αγία ψυχή του “εις χείρας Θεού ζώντος” σε ηλικία σαράντα περίπου ετών στις 27 Μαΐου του 1730. Μετά από τέσσερα περίπου χρόνια ανοίχτηκε ο τάφος του Αγίου και το σώμα του ήταν ακέραιο. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο ναό του αγ. Γεωργίου και αργότερα του Μ. Βασιλείου. Ο τάφος του έγινε λαϊκό προσκύνημα για χριστιανούς και μουσουλμάνους, αφού ευεργετούσε τους πάντες χωρίς διάκριση. Το 1924, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι κάτοικοι του Προκοπίου μετέφεραν ως θησαυρό ατίμητο το άφθαρτο λείψανό του στην Εύβοια, στο χωριό Εμίν Αγά, που το ονόμασαν Νέο Προκόπιο. Ο περικαλλής ιερός ναός που χτίστηκε προς τιμήν του δέχεται την επίσκεψη χιλιάδων πιστών όλο το χρόνο.

Περισσότερα...

Ήταν ένας φτωχός σκλάβος κατά τους ανθρώπους, όμως ελεύθερος από τα πάθη και την αμαρτία κατά το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό ο Θεός τον ενέδυσε με πρόγευση αφθαρσίας και τον πλούτισε με ανεκτίμητα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στους αιώνες.

Ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσος γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ν. Ρωσίας γύρω στα 1690 μ.Χ. από ενάρετους και πιστούς ορθόδοξους γονείς.

Στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου έλαβε μέρος στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε – όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του – από τους Τατάρους. Αυτοί με τη σειρά τους τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία.

Εκεί, παρόλο που πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί την πίστη του Χριστού, απαντούσε ακλόνητος: «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια, που του καίγανε ως και το κεφάλι με πύρινο τάσι!

Τότε είναι που τον έριξε ο Τούρκος σε έναν υπόγειο στάβλο, όπου έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας τον Θεό.

Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος, ο δούλος, έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου που ήταν λαξευμένο στα σπλάγχνα του καππαδοκικού βράχου, όπου αργότερα θα κοινωνούσε κρυφά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού κάθε Σάββατο.

Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν, και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.

Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο παλιό Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η Τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννη, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό»!

Ο Ιωάννης πήρε τότε ένα πιάτο με ζεστό πιλάφι και είπε πως θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα, κάνοντας όλη τη συντροφιά να γελάσει για τα καλά. Νόμιζαν πως θα το έδινε πάλι σε καμιά φτωχή οικογένεια του χωριού, όπως έκανε άλλωστε συχνά…

Εκείνος όμως το πήρε και πήγε εκεί στο στάβλο του. Γονάτισε και με την προσευχή του ανέθεσε στον Κύριο των πάντων την εκπλήρωση του αιτήματος. Και Εκείνος που είχε πει στους μαθητές Του: «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε», έκανε το θαύμα Του! Έτσι, όταν μετά από μέρες γύρισε ο αγάς και τους έδειξε το πιάτο που είχε ξαφνικά βρει μπροστά του εκεί στη Μέκκα με αχνιστό το αγαπημένο του πιλάφι, τότε όλοι άφωνοι κατάλαβαν ότι ο φτωχός και καλός Ιωάννης ήταν άγιος του αληθινού Θεού!

Από τότε όλοι, όχι μόνο στο Προκόπι αλλά και στα γύρω χωριά, σέβονταν πια τον Γιοβάν, το ορθόδοξο παλικάρι από τη Ρωσία, και έπαψαν παντελώς να τον ενοχλούν…

Μετά από χρόνια κακουχίας, ο Άγιος αρρώστησε και, προαισθανόμενος την κοίμησή του, ειδοποίησε να του φέρουν να μεταλάβει. Ο ιερέας τότε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια στο στάβλο και σκάβοντας ένα μήλο, έβαλε με ασφάλεια μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι κοινώνησε τον Ιωάννη… Μετά από λίγο, στις 27 Μαΐου 1730, ο Άγιος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του, όπως τον βλέπει άλλωστε κανείς και τώρα στο σημερινό Προκόπι να κοιμάται γαλήνια, ολόσωμος και άφθορος, αναμένοντας την ανάσταση και δίνοντας και πάλι σε όλα τα έθνη της γης με το ολοζώντανο αυτό θαυμαστό λείψανο ομολογία Αληθείας, ομολογία Ορθοδοξίας!

Αυτό το θαύμα του άφθαρτου λειψάνου φανερώθηκε στο παλιό Προκόπι στα 1733 μ.Χ., όταν μετά από αποκάλυψη του ίδιου του Αγίου, ουράνιο φως φώτισε τον τάφο του! Στην εκταφή τότε διαπιστώθηκε το ασύλληπτο θαύμα του άφθαρτου σώματος που ευωδίαζε άρρητα!!!

Στα 1830, την εποχή που μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραχίμ της Αιγύπτου, το Προκόπι της Καππαδοκίας ένιωσε το φρικτό ξέσπασμα της τουρκικής μανίας, όταν οι στρατιώτες του Οσμάν πασά του σουλτάνου δε δίστασαν – για να εκδικηθούν τους χριστιανούς – να ρίξουν ακόμα και αυτό το άγιο λείψανο του οσίου Ιωάννου στη φωτιά!

Τότε οι ιερόσυλοι Τούρκοι είδαν έντρομοι το σώμα του Αγίου να κινείται μέσα στις φλόγες ολοζώντανο, να τους φοβερίζει και να τους διώχνει!!!

Την άλλη μέρα, και αφού οι ασεβείς είχαν φύγει μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, οι χριστιανοί με πόνο και αγωνία σήκωσαν βουβοί τα κάρβουνα και τις στάχτες για να αντικρίσουν και πάλι το θρίαμβο της αγιοσύνης, το ολόσωμο και άφθαρτο λείψανο του αγίου παλικαριού εντελώς ακέραιο και απείραχτο από την πυρκαγιά! Ευλύγιστο και μυρωμένο και μονάχα μαυρισμένο από τις κάπνες και τις φλόγες των Αγαρηνών! Έτσι, όπως το αντικρίζει κανείς και σήμερα στο νέο Προκόπι της Εύβοιας, όπου τοποθετήθηκε το 1925.

Η ακολουθία του εκδόθηκε στην Αθήνα το 1849 και 1897, και στην Κωνσταντινούπολη το 1899.

Ἀπολυτίκιον

Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ᾠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον

Τὸν ἀστέρα πάντες τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Προκοπίου, ἀπαστράψαντα νοητῶς, Ὁσίων τὸ κλέος, καὶ Καππαδόκων δόξαν, τὸν θεῖον Ἰωάννην ὕμνοις τιμήσωμεν.