27η Μαρτίου

Η Ματρώνα έζησε στα αρχαία χριστιανικά χρόνια και ήταν υπηρέτρια στο σπίτι ενός ανώτερου αξιωματούχου Εβραίου, παντρεμένου με μία επίσης Εβραία, που ονομαζόταν Παντίλλα, στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, όπως και σήμερα, έτσι και τότε, ήταν από τα μεγάλα κέντρα των ιουδαϊκών συνοικισμών. Κάποιοι από τους Ιουδαίους έχοντας συγχρωτιστεί περισσότερο με τα έθνη υπηρετούσαν και σε δημόσιες θέσεις.

Η Ματρώνα, χωρίς να το ξέρουν οι κύριοί της έγινε χριστιανή. Το γεγονός αυτό έμεινε κρυφό για πολύ καιρό. Διότι εκτελούσε με ακρίβεια την υπηρεσία της και είχε την ευμένεια της κυρίας της. Με τον καιρό όμως αποκαλύφθηκε. Ενώ η εβραία κυρία πήγαινε στη συναγωγή, η Ματρώνα εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία εκτελούσε τα θρησκευτικά της καθήκοντα στη χριστιανική Εκκλησία. Την κατασκόπευσαν όμως οι άλλες υπηρέτριες και την πρόδωσαν στην Παντίλλα. Η σκληρή και φανατική Εβραία την κάλεσε να της πει αν όλα αυτά αληθεύουν. Η Ματρώνα τότε ομολογεί την πίστη της και κακοποιείται άγρια από την Παντίλλα. Κατόπιν την έκλεισε σε μια φυλακή, από την οποία συχνά την έβγαζε για να τη μαστιγώσει και να τη βασανίσει. Αφού η Παντίλλα είδε πως τίποτα δεν άλλαζε, πίστεψε ότι με την κολακεία θα κατόρθωνε να επαναφέρει την Ματρώνα στον ιουδαϊκό νόμο. Δεν το κατόρθωσε όμως.

Χωρίς καμιά μνησικακία, η Ματρώνα ομολογεί και πάλι ό,τι υπαγορεύει η συνείδησή της, δηλαδή Χριστόν Εσταυρωμένον. Διότι η ψυχή της είχε μέσα «αγάπη εκ καθαράς καρδίας και συνειδήσεως αγαθής και πίστεως ανυποκρίτου». Δηλαδή, αγάπη από καθαρή και ανιδιοτελή καρδιά και συνείδηση αγαθή, ελεύθερη από κάθε τύψη και πίστη αληθινή. Όχι μόνο δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά και τόλμησε να δηλώσει στην αγέρωχη και πεισματάρα Εβραία, ότι την λυπόταν διότι έμενε στη νεκρότητα της ιουδαϊκής σκιάς. Η Παντίλλα τότε με περισσότερη ωμότητα τη μαστιγώνει και τη ρίχνει στη φυλακή, όπου παρέμεινε η Ματρώνα για πολλές μέρες σε τραγική κατάσταση. Εκεί μέσα η Ματρώνα παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό, κερδίζοντας το μαρτυρικό στεφάνι, λαμπρότερο από κάθε βασιλικό στέμμα. Ενώ η Παντίλλα, η σκληρή και φονική αριστοκράτισσα, κάποια μέρα πέφτοντας από ψηλά σε ένα πατητήρι, βρήκε το θάνατο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’ ἐκ τρίτου

Γνώμην ἀήττητον, Ματρῶνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν. Ἑβραίων τῇ ἀπηνείᾳ· ὅθεν ἀριστεύσασα καὶ τὸν δόλιον κτείνασα μυστικῶς νενύμφευσαι τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὖν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει πάσης ἡμᾶς ῥυσθῆναι βλάβης.

Ἦχος δ’

Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τὴ φωνή, Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῶ βαπτισμῶ σου, καὶ πάσχω διὰ σέ, ὦς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί, ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄμωμον, προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθείσάν σοί, Αὐτῆς πρεσβείαις ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.