Ο όσιος Χαρίτων

ο Ομολογητής

28η Σεπτεμβρίου

Καταγόταν από το Ικόνιο και άκμασε επί των αυτοκρατόρων Αυρηλιανού (270 – 275 μ.Χ.) και Πρόβου. Γεννήθηκε προς τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η κοινωνική θέση της οικογένειάς του ήταν πολύ υψηλή και ο ίδιος έλαμπε από χριστιανικές αρετές. Όταν εκδόθηκε το αυτοκρατορικό διάταγμα κατά των χριστιανών, ο έπαρχος Ικονίου συνέλαβε τον Χαρίτωνα από τους πρώτους και ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Και επειδή αυτός ενέμενε στην ομολογία του Ιησού Χριστού και κατήγγελλε την πολυθεΐα, διέταξε να τον χτυπήσουν αλύπητα με βούρδουλα. Τη δοκιμασία αυτήν την πέρασε ο Χαρίτων με γενναιότητα και αξιοπρέπεια, χωρίς κραυγή ή ικεσία, χωρίς στεναγμό καν, με σιγή και καρτερία. Προς το βράδυ τον έκλεισαν στη φυλακή. Την επομένη, έγινε νέα προσπάθεια εκβίασης του μάρτυρα προς την ειδωλολατρία. Αλλά και οι λαμπάδες που του έκαιγαν το στήθος δεν κλόνισαν την πίστη του.

Βρισκόταν στη φυλακή τραυματισμένος ο Χαρίτων όταν δολοφονήθηκε ο Αυρηλιανός. Τότε σταμάτησε και ο διωγμός. Ο διάδοχός του Πρόβος (276 μ.Χ.), πιο ήπιος και πιο διαλλακτικός, σταμάτησε τους διωγμούς εναντίον της Εκκλησίας. Έτσι και ο Χαρίτων αποφυλακίστηκε από τον Τάκιτο. Αποφάσισε να πάει προσκυνητής στην Ιερουσαλήμ, φέροντας επάνω του τα στίγματα της μαρτυρικής ομολογίας του και ίδρυσε διαδοχικά σε διάφορα μέρη της Παλαιστίνης 3 συνολικά Λαύρες (δηλαδή χώρους πλήθους μοναχών): Φαράν, Δούκα και Σοκά, στις οποίες αρκετοί μοναχοί συνέρρεαν και πλήθος πιστών ασθενών, που έβρισκαν και σωματική και ψυχική θεραπία. Στην πορεία του αυτή συνάντησε νέες δυσκολίες. Ληστές του άρπαξαν όλα του τα χρήματα και τον οδήγησαν και αλυσοδεμένο στο κρησφύγετό τους. Με καρτερία αντιμετώπισε και την περιπέτεια αυτή και παρακαλούσε τον Κύριο να διατηρήσει μόνο την ψυχή του αβλαβή μέχρι τέλους. Ενώ οι ληστές με τον αιχμάλωτο πήγαιναν για την σπηλιά τους, έκαναν μικρή στάση σε ασφαλές μέρος για να ξεκουραστούν. Εκεί, ήπιαν λίγο από το κρασί που κουβαλούσαν μαζί τους, ξέχασαν όμως να βάλουν το πώμα. Κι επειδή υπήρχαν και πυκνοί θάμνοι στην περιοχή, δεν είδαν ότι δηλητηριώδες φίδι μπήκε στο δοχείο.

Φτάνοντας στην σπηλιά που ήταν το κρησφύγετό τους, έφαγαν και ήπιαν. Αλλά το κρασί τους ήταν πλέον δηλητηριασμένο και πέθαιναν όλοι, ενώ ο Χαρίτων ελευθερώθηκε θαυματουργικά από τις αλυσίδες. Το σπήλαιο εκείνο, μετατράπηκε αργότερα από τον Χαρίτωνα σε Εκκλησία του Θεού, προσαρτημένη στη Λαύρα Φαράν, την οποία ίδρυσε ο ίδιος. Τα εγκαίνια της Εκκλησίας αυτής τέλεσε ο τότε επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος. Η φήμη του, έφερε κοντά του πολλούς μαθητές εμπνευσμένους από θείο ζήλο και αγίους πόθους. Στάθηκε σε όλους αυτούς αληθινός ποιμένας και πατέρας τους.

Όταν πλησίαζε στο τέλος του, επέστρεψε στο αρχικό του μοναστήρι, κοντά στους αγαπημένους του μαθητές. Εκεί, παρέδωσε ήσυχα και ειρηνικά την ψυχή του στον Θεό.

Ἀπολυτίκιον

Χαρίτων τοῦ Πνεύματος καταυγασθεὶς ταῖς αὐγαῖς, φωστὴρ ἐχρημάτισας τῆς ἐναρέτου ζωῆς, Χαρίτων μακάριε. Σὺ γὰρ ὁμολογία, ἀληθείας ἐμπρέψας, ἔλαμψας ἐν ἐρήμῳ ἐγκρατείας τοῖς πόνοις. Διὸ τῶν εὐφημούντων σε, Πάτερ, μνημόνευε.