Ο όσιος Νικήτας

ο Ομολογητής

Ηγούμενος της Μονής Μηδικίου

3η Απριλίου

Ο Όσιος αυτός έζησε μεταξύ του 8ου και 9ου αιώνα. Καταγόταν από την Καισάρεια της Βιθυνίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Φιλάρετος. Το όνομα της μητέρας του δε μας είναι γνωστό. Γνωρίζουμε μόνο ότι πέθανε οκτώ ημέρες μετά τον τοκετό, με αποτέλεσμα ο μικρός Νικήτας από τη γέννησή του σχεδόν να βρεθεί στην πικρότερη ορφάνια, αφού δεν πρόφτασε να απολαύσει τη μητρική στοργή. Έζησε όμως η γιαγιά του (από τη μητέρα του) και εκείνη ανέλαβε το μεγάλωμά του. Με τις άγρυπνες φροντίδες της ο μικρός μεγάλωσε και ο πατέρας του φρόντισε να αρχίσει πολύ νωρίς η εκπαίδευσή του.

Ο διδάσκαλός του ήταν κληρικός, άνθρωπος γραμμάτων και πίστης, πολύ ικανός στο να αναπτύσσει τη σκέψη αλλά και να μορφώνει την καρδιά. Ο μικρός Νικήτας ήταν ο πλέον αγαπημένος του μαθητής και για την πρόοδό του στα γράμματα, αλλά και για τη σωστή διαγωγή του και τη θερμή κλίση του στα θεία. Ο Επίσκοπος της πόλης πληροφορήθηκε την ευσεβή επίδοση του παιδιού κι έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, τον προχείρισε μάλιστα και αναγνώστη. Όταν μεγάλωσε κάπως, έμεινε κοντά στον ησυχαστή Στέφανο, ο οποίος τον δίδαξε τους τρόπους πραγματοποίησης εσωτερικού βίου καθαρού και θεάρεστου. Κατόπιν, ο νεαρός Νικήτας μπήκε στην περίφημη μονή του Μηδικίου. Τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος (717 – 741 μ.Χ.) ο οποίος καταδίωκε όσους τιμούσαν τις εικόνες, ενώ ηγούμενος στη Μονή αυτή ήταν ο Νικηφόρος, άντρας ευσεβής και περιβόητος για τα πνευματικά του χαρίσματα. Όταν ο Νικήτας εμφανίστηκε για πρώτη φορά μπροστά του, δίστασε πολύ να τον δεχτεί, γιατί ήταν ακόμα μικρός και διότι η μοναχική ζωή εκεί ήταν πολύ αυστηρή. Αλλά ο φλογερός πόθος του νέου, οι συγκινητικές ικεσίες του, οι συνετοί λόγοι του, η σεμνή και φρόνιμη φυσιογνωμία του επιβλήθηκαν στην εκτίμηση του γέροντα. Και δεν απατήθηκε.

Ο Νικήτας κατέκτησε γρήγορα την εκτίμηση της αδελφότητας. Ήταν πρόθυμος να εκτελέσει κάθε θέλημα των άλλων, που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα καθήκοντα του χριστιανού, και έλαμπε ως παράδειγμα υπομονής, ταπείνωσης, εγκράτειας, θείου ζήλου και αγάπης. Μετά από καιρό χειροτονήθηκε ιερέας και, όταν ο ηγούμενος Νικηφόρος γέρασε και ασθένησε, εκλέχτηκε βοηθός του. Και δεν άργησε να δείξει τα υπέροχα ηγουμενικά χαρίσματά του, κατακτώντας έτσι το κοινό σέβας όπως είχε προηγουμένως κατακτήσει την κοινή αγάπη. Μετά το θάνατο του Νικηφόρου, σύσσωμη η αδελφότητα τον κατέστησε Ηγούμενο παρά τις θερμές παρακλήσεις του να εκλέξουν άλλον. Από τη μονή του Μηδικίου διεξήγαγε σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων και για το λόγο αυτό απομακρύνθηκε βίαια από το ποίμνιό του και εξορίστηκε.

Όταν ο αυτοκράτορας Λέων ο Ε΄ ο Αρμένιος (813-820 μ.Χ.) ανανέωσε τον πόλεμο κατά των αγίων εικόνων, η ιερά μονή του Μηδικίου αγωνίστηκε τον καλό αγώνα, όπως και επί Λέοντος του Γ΄ και Κωνσταντίνου του Ε΄. Έτσι, ο ηγούμενος Νικήτας, εκπρόσωπος του φρονήματος της μονής του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη. Τη νύχτα κατά την οποία συνήλθαν στη Μεγάλη Εκκλησία περί τον τότε ακόμα πατριάρχη Νικηφόρο ικανοί αρχιερείς και πλείστοι μοναχοί για να κανονίσουν την πολιτεία τους έναντι των εικονομαχικών σκοπών του Λέοντος του Ε΄, βρισκόταν και ο Νικήτας. Ήταν κι αυτός μαζί με εκείνους που κατά την ίδια νύχτα πήγαιναν στον Βασιλέα. Και επειδή μίλησε σ’ αυτόν με θάρρος, συμμετείχε μάλιστα και στη διαμαρτυρία κατά της εικονομάχου Συνόδου την οποία ο Λέων ο Ε΄ συγκάλεσε. Συμπεριλήφθηκε και ο Νικήτας στο διωγμό και κλείστηκε σε φυλακή σκοτεινή και βρώμικη.

Αλλά και εδώ η κατηγορία δεν έλειψε. Κατήγγειλαν στον Βασιλιά ότι ο ηγούμενος της μονής Μηδικίου Νικήτας μετέφερε τον υπέρ των εικόνων αγώνα σ’ αυτούς που ήταν στη φυλακή, διδάσκοντάς τους ότι τα εικονομάχα βασιλικά προστάγματα είναι ασεβή. Ο Βασιλιάς οργίστηκε και εξόρισε τον Όσιο προς τα απώτερα της Ανατολής μέρη. Αλλά πέντε μέρες από την εκεί άφιξή του, νέα βασιλική διαταγή όρισε να τον επαναφέρουν στη φυλακή που βρισκόταν και πριν. Ήταν χειμώνας και οι βροχές ήταν συνεχείς και άφθονες. Παγετώδη ψύχη έκαναν μαρτυρική την ακατάπαυστη πορεία, η οποία κράτησε συνολικά 7 μέρες. Κι όταν επέστρεψαν, επανεγκλείστηκε στο κελλί, που δεν είχε ούτε στρώμα, ούτε σκέπασμα, ούτε καν μία ψάθα. Εν τω μεταξύ, άλλοι από τους διωχθέντες πείστηκαν να φανούν ενδοτικότεροι. Τους βεβαίωσαν δηλαδή ότι δεν τους ζητούσαν να απαρνηθούν την τιμητική προσκύνηση των εικόνων, αλλά μόνο να αναγνωρίσουν τον νέο πατριάρχη Θεόδοτο που είχε αποκηρυχτεί από τους προμάχους της Ορθοδοξίας.

Η επιτήδεια αυτή μεθόδευση τους δελέασε. Το να ανακτήσουν την ελευθερία τους και να απαλλαγούν από την αφόρητη ζωή των φυλακών με τόσο μικρή θυσία, δεν το θεώρησαν αμαρτωλό. Έτσι, αρκετοί από τους μοναχούς επανήλθαν στις μονές τους. Ο όσιος Νικήτας ακολούθησε κι αυτός την ίδια λύση, αλλά με εντελώς ιδιαίτερο σχέδιο, το οποίο έκρυψε από τους άλλους. Δέχτηκε δηλαδή να αναγνωρίσει τον Θεόδοτο, με την απόφαση όμως ότι επανερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη θα εξακολουθούσε τον υπέρ των αγίων εικόνων αγώνα του στο πλήθος. Αυτό και έκανε.

Ο βασιλιάς Λέων ο Ε΄, όταν πληροφορήθηκε αυτή τη διαγωγή του Νικήτα, τον προσκάλεσε και τον ρώτησε για ποια αιτία, ενώ άλλοι μοναχοί αναγνωρίζοντας τον Θεόδοτο εφησύχασαν έπειτα στις μονές τους, αυτός εξακολουθούσε να μένει στην πόλη και να την ταράζει. Συγχρόνως τον απείλησε ότι αν δεν αναχωρήσει αμέσως, θα τον υποβάλει σε τιμωρίες ανυπόφορες μέχρι θανάτου. Ο Νικήτας δεν πτοήθηκε, αλλά απευθυνόμενος στον Βασιλιά του είπε: – Γνώριζε και συ, βασιλιά αρνησίθεε, ότι εμμένω στους πρότερους λογισμούς μου και τις εικόνες του Χριστού και των αγίων σέβομαι και στο δικό σου θέλημα δεν υπακούω, με τους ομόφρονές σου εικονομάχους κληρικούς δε συγκοινωνώ και αν υπακούοντας στην παράκληση άλλων μοναχών, τους οποίους καταπόνησε η ωμότητα του διωγμού, υποχώρησα λίγο ως προς το ζήτημα του Πατριάρχου, το έκανα κάνοντας σαφή ομολογία ως προς την πίστη και ξεκαθαρίζοντας τη θέση μου στα ζητήματα της θρησκείας. Για τούτο και σένα, ο οποίος επιμένεις να αθετείς την προσκύνηση των αγίων εικόνων, και τους ομόφρονές σου αναθεματίζω. Κάνε ό, τι θέλεις.

Κατά βασιλική διαταγή ο όσιος Νικήτας στάλθηκε στον τότε έξαρχο των μοναστηριών Νικομηδείας Άνθιμο, άνδρα μοχθηρό και διεστραμμένο, ο οποίος τον έκλεισε στη φυλακή σε κάποιο νησί για έξι ολόκληρα χρόνια. Μετά το θάνατο του Λέοντος του Ε΄ και επί του διαδόχου του Μιχαήλ του Β΄, μαζί με τους άλλους μοναχούς οι οποίοι αγωνίστηκαν υπέρ των αγίων εικόνων, απέκτησε και πάλι την ελευθερία του ο ηγούμενος Νικήτας. Από τότε έμεινε ήσυχα σε κάποιο μετόχι βόρεια της Κωνσταντινούπολης, γέροντας και ένδοξος αθλητής της Εκκλησίας, αποτελώντας ζωντανό παράδειγμα προς τους νεότερους περί του καθήκοντος προς την πίστη και τους ιερούς θεσμούς της αγίας μας θρησκείας. Η μνήμη των κατορθωμάτων του έφερε κοντά του ευσεβείς ομίλους κι αυτός ευχαριστιόταν να διδάσκει και να προσπαθεί να εμπνέει σε περισσότερες ψυχές την αυταπάρνηση, που τόσο έχει πάντα ανάγκη η στρατευομένη Εκκλησία.

Έτσι, αναδείχτηκε ο όσιος Νικήτας ένας από τους μάλλον πολύαθλους ομολογητές κι έφυγε από τον κόσμο αυτό ειρηνικά, με την αγαθή συνείδηση ότι αγωνίστηκε τον αγώνα τον καλόν και ότι του επιφυλασσόταν ο της δικαιοσύνης στέφανος.

Ἀπολυτίκιον

Ὡς νίκης ἐπώνυμος, τῶν θεοσδώτων θεσμῶν, φρουρὸς ἀπερίτρεπτος καὶ στῦλος ὤφθης στερρός, Νικήτα μακάριε· σὺ γὰρ τῆς ἀπαθείας, κοσμηθεὶς ταῖς ἀκτῖσιν, αἴγλης ὁμολογίας, τὸν σὸν βίον φαιδρύνεις. Καὶ νῦν τῶν σοὶ προσιόντων, δέχου τὴν αἴνεσιν.

Ἦχος πλ. δ’

Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Νικήτα σοφὲ ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.