Ο όσιος Ευγένιος Γιαννούλης

ο Αιτωλός

5η Αυγούστου

Καταγόταν από το Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας, γι’ αυτό και αποκαλείται Αιτωλός. Κατέφυγε 15ετής στη Μονή Βλοχού Τριχωνίας και αργότερα στη Μονή της Θεοτόκου Τροβάτου Ευρυτανίας. Το 1616 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν ταξίδεψε σε διάφορα κέντρα της Ορθοδοξίας, όπως στο Άγιο Όρος. Επιστρέφοντας, συνέχισε τις σπουδές του στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, στην Κεφαλληνία, στη Ζάκυνθο και στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ονομαστούς διδασκάλους της εποχής του, όπως ο Παΐσιος Μεταξάς, ο Μελέτιος Συρίγος, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς. Διακρίθηκε στη συνέχεια ως διδάσκαλος του υπόδουλου γένους. Ο όσιος Ευγένιος διακρινόταν για την ευθύτητα του χαρακτήρα του, για την υπομονή του και τη μεγάλη του ευσέβεια. Απεβίωσε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα το 1682 μ.Χ. στο μονύδριο της αγίας Παρασκευής των Βραγγιανών Αγράφων, όπου ασκήτευε και δίδασκε. Η ανακήρυξή του ως Οσίου έγινε μόλις το 1982 μ.Χ. με συνοδική πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Περισσότερα...

Λόγιος κληρικός και ένας από τους πιο αξιόλογους διδασκάλους του Γένους. Γεννήθηκε στο Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας και έμαθε τα πρώτα γράμματα σε διάφορα μοναστήρια της περιοχής. Κατά το 1612 μ.Χ. συμπλήρωσε την «εγκύκλια» παιδεία του και διδάχτηκε τη βυζαντινή μουσική στο Τροβάτο (τη γνωστή και αναπτυγμένη τότε κοινότητα των Αγράφων), ενώ το 1636 μ.Χ. πήγε στην Πόλη (ως μοναχός πλέον) και φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή. Από εκεί μετέβη στην Άρτα, το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, όπου διεύθυνε αντίστοιχα τις σχολές των πόλεων αυτών και τελικά έφτασε στο Καρπενήσι, όπου ανέπτυξε ξεχωριστή εκπαιδευτική δραστηριότητα. Ίδρυσε και λειτούργησε από το 1645-1661 μ.Χ. σχολή Ανωτέρων και σχολείο κοινών γραμμάτων, ενώ ανήγειρε εκ βάθρων τον ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας, τον υπήγαγε στο Πατριαρχείο και πέτυχε να χαρακτηριστεί απ’ αυτό ως Σταυροπηγιακός.

Η άφιξη του Ευγενίου και η ίδρυση της ομώνυμης ανώτερης Σχολής του στο Καρπενήσι, γύρω στα 1645 μ.Χ., ήταν ένα πολυσήμαντο ιστορικό γεγονός. Η ίδρυση των Σχολών του εδώ, ήταν μια αιτιοκρατημένη επιλογή του Γιαννούλη, που σχετιζόταν με την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Επιπλέον, γνώριζε πως κάποια σπέρματα εκπαιδευτικής παράδοσης υπήρχαν εδώ, πριν από τον 17ο αιώνα μ.Χ. Η ίδρυση ανώτερης Σχολής στο Καρπενήσι ανταποκρινόταν προς τις κοινωνικές λειτουργίες της περιοχής. Τότε, η κωμόπολη ήταν σημαντικό εμποροβιοτεχνικό και διοικητικό κέντρο και αποτελούσε την κεντρική εμποροανταλλακτική αγορά για όλη την επαρχία. Παράλληλα, ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός ανέδειξε την κωμόπολη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο, ιδρύοντας εδώ την περίφημη Σχολή του, η οποία λειτούργησε από το 1645 ως το 1661 μ.Χ., με μικρή μόνο διακοπή στα Ορλωφικά, αναδεικνύοντας πολυάριθμους δασκάλους και λογίους του Γένους. Οι Καρπενησιώτες, φιλοπρόοδοι και δραστήριοι έμποροι, βρήκαν στο πρόσωπο του Γιαννούλη τον κατάλληλο άνθρωπο, για να δημιουργήσουν σοβαρή εκπαιδευτική κίνηση. Έτσι, τις οικονομικές δαπάνες για την ίδρυση και λειτουργία της Σχολής καθώς και για τη συντήρηση και μίσθωση του δασκάλου, ανέλαβαν με προθυμία οι κάτοικοι της αυτοδιοικούμενης κοινότητας. Στο Καρπενήσι λειτουργεί παράλληλα και σχολείο για τη στοιχειώδη παιδεία, τα κοινά γράμματα, με τους κατοίκους να συνεργάζονται με τον Ευγένιο όχι μόνο στα εκπαιδευτικά θέματα αλλά και σε εκκλησιαστικά ή κοινωφελή έργα. Το 1645 μ.Χ. άρχισε την ανακαίνιση εκ βάθρων του Ναού της Αγίας Τριάδας, κυρίως για τις ανάγκες της Σχολής. Το κύρος και η σοφία του Γιαννούλη ήταν τεράστια όχι μόνο στους ελληνοπρεπείς Καρπενησιώτες αλλά και στους οπαδούς του μουσουλμανικού δόγματος.

Αλλά οι αντιθέσεις, ακόμα και οι προσωπικές, είναι σύμφυτες με την ιστορική ανάπτυξη. Ορισμένοι, πρώην διακεκριμένοι μαθητές του Γιαννούλη, όπως ο Αναστάσιος ο Παντοδύναμος κι ο Νικόλαος ο Βελεσδονίτης, με μερικούς άλλους, διαφώνησαν με τον δάσκαλό τους και ίδρυσαν δεύτερη Σχολή. Η προσπάθειά τους, όμως, δε βρήκε ανταπόκριση, αλλά δυσαρέστησε  ιδιαίτερα τον Ευγένιο. Η Σχολή του Γιαννούλη διατηρήθηκε στο Καρπενήσι μέχρι τα 1814 μ.Χ. και πέρασαν απ’ αυτή πολλοί και ικανοί πολυμαθείς δάσκαλοι του υπόδουλου Γένους, όπως :

◊ Ο Αναστάσιος Γόρδιος ο Βραγγιανιώτης, που εκτός από τη Θεολογία και την κλασσική Φιλολογία, σπούδασε και ιατροφαρμακευτική στην Πάδοβα της Ιταλίας. Διαδέχτηκε τον Γιαννούλη στη Σχολή της Γούβας των Βραγγιανών.

◊ Ο Αναστάσιος ο Παντοδύναμος, που έκανε δάσκαλος στο Καρπενήσι και σχολάρχης στον Τύρναβο (1650-1655 μ.Χ.). Αργότερα δίδαξε στην Πατριαρχική Ακαδημία της Πόλης, όπου έγινε ιεροκήρυκας, για να γίνει τελικά στα 1671 μ.Χ. Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

◊ Ο Νικόλαος Βελεσδονίτης ή Αγραφιώτης, που έγινε αρχίατρος του Σουλτάνου. Ήταν κάτοχος της ιατρικής με σημαντικό συγγραφικό έργο, γνώριζε την αραβική γλώσσα και είχε πολλές γνώσεις αστρονομίας και μαθηματικών.

◊ Οι Γρηγόριος Μάνεσης και Ιωσήφ Αρβανιτάκης, που και οι δυο έκαναν τον σχολάρχη στη σχολή του Αιτωλικού. Ο δεύτερος, που λεγόταν Σκρούμπος, δίδαξε στο Αιτωλικό από τα 1665 μ.Χ.

◊ Ο επίσκοπος Φαρσάλων Δαμασκηνός, ο οποίος ήταν Καρπενησιώτης και συνεργάστηκε με τον επίσκοπο Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεο στα 1819 μ.Χ., για να επανιδρύσουν τη σχολή του Καρπενησίου.

◊ Ο Ιάκωβος, Καρπενησιώτης κι αυτός, ο οποίος έγινε επίσκοπος Λιτζάς και Αγράφων.

Στην Ανώτερη Σχολή του Καρπενησίου, ο Ευγένιος Γιαννούλης δίδαξε 16 ολόκληρα χρόνια, δημιουργώντας μια λαμπρή εκπαιδευτική παράδοση στον χώρο της κεντρικής Ελλάδας. Το 1661 μ.Χ. ο Γιαννούλης αφήνει το Καρπενήσι, διατηρώντας τους δεσμούς του μ’ αυτό, για να μεταβεί και να ιδρύσει σχολή στα Μεγάλα Βραγγιανά, μετά από αίτημα των κατοίκων της ισχυρής εκείνης κοινότητας των Αγράφων. Είχαν ισχυρά τσελιγκάτα και ανθηρές βιοτεχνίες μάλλινων υφασμάτων, με ονομαστούς καποράπτες και αγωγιάτες. Η σχολή λειτούργησε στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής στη Γούβα Βραγγιανών και φοιτητές έγιναν πολυάριθμοι απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις της περιοχής και ο Γιαννούλης σχολάρχησε εδώ για μια δεκαετία (1662-1673 μ.Χ.).

Η υλική και ηθική βοήθεια των κατοίκων με την ενίσχυση των ξενιτεμένων, καθώς και η δίψα τους για την παιδεία, απέδωσαν ουσιαστικούς καρπούς. Η σχολή απέκτησε πλουσιότατη και μοναδική για την εποχή βιβλιοθήκη, που αριθμούσε 4.000 τόμους βιβλία στην ελληνική, τη λατινική και τη γερμανική γλώσσα, καθώς και πολλά αρχαία χειρόγραφα και κώδικες. Έτσι, η Σχολή των Βραγγιανών αναδείχθηκε σ’ ένα σπουδαίο κέντρο σπουδών, γνωστό στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης ως Ελληνομουσείον των Αγράφων. Εκτός από τον Ευγένιο Γιαννούλη, τον Αναστάσιο Γόρδιο και τον Θεοφάνη, στη σχολή δίδαξαν και λόγιοι σοφοί από άλλες περιφέρειες. Μετά από σύντομη επίσκεψη στο Καρπενήσι και τα γνωστά του μέρη της Αιτωλίας, επανήλθε το 1680 μ.Χ. στην «ανήλιον» Γούβα των Βραγγιανών, όπου την 5η Αυγούστου του 1682 μ.Χ. «εκοιμήθη εν Κυρίω».

Η Σχολή των Μεγάλων Βραγγιανών έλαμψε έναν περίπου αιώνα σηματοδοτώντας την πορεία του υπόδουλου ελληνικού έθνους. Λειτούργησε σε πλήρη ακμή τουλάχιστον ως το 1770 μ.Χ. Τα Ορλωφικά, που δημιουργήθηκαν από την επιρροή ξένων δυνάμεων στην Ελλάδα για δικούς τους σκοπούς, είχαν κυριολεκτικά καταλυτικές συνέπειες για τον τόπο. Τότε, φαίνεται πως αυτή η σπουδαία βιβλιοθήκη, αληθινό εθνικό θησαυροφυλάκιο, διασκορπίστηκε κι ένα μέρος της περιήλθε στην αρχοντική οικογένεια του Τσολάκογλου από τη Ρεντίνα, για να καταστραφεί τελικά κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Εικοσιένα.

Η παρουσία του Γιαννούλη στον χώρο της Ευρυτανίας ήταν μια εξαιρετική συγκυρία για την οργάνωση και τη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Ως πνευματική προσωπικότητα, τέκνο της γειτονικής κοινότητας του Μεγάλου Δένδρου Τριχωνίδας, ανατράφηκε και γαλουχήθηκε στο άμεσο περιβάλλον του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη, του φιλοσόφου Θεοφίλου Κορυδαλλέα και του λογίου Ιωάννη Καρυοφύλλη, των τριών κορυφαίων διαφωτιστών της εποχής που προσπάθησαν να σπάσουν την ιδεολογική και επιστημονική απομόνωση της ελληνικής σκέψης και να τη συνδέσουν με τα καινούργια μηνύματα του ευρωπαϊκού ουμανισμού. Το αναγεννησιακό αυτό ρεύμα ανακόπηκε και ανάμεσα στα θύματα της ιδεολογικής τρομοκρατίας της εποχής υπήρξε, εκτός των τριών διαφωτιστών, κι ο ίδιος ο Γιαννούλης, που κατηγορήθηκε ως «καλβινίζων» και μάλιστα καθαιρέθηκε από το ιερατικό του αξίωμα, για ν’ αποκατασταθεί μετά από λίγο χρόνο. Τα πνευματικά φώτα και τις εμπειρίες του ο Γιαννούλης τα μετέφερε στο κέντρο της Ελλάδας και στα «πυρίφλεκτα Άγραφα», όπου εκτός της ίδρυσης των σχολών του, έγινε υπερασπιστής των λαϊκών δικαιωμάτων, επικριτής των κακών προεστώτων (των στύλων της τυραννίας), σκληρός επιτιμητής των κακών κληρικών. Και δεν ήταν μόνο η ξένη τυραννία που απειλούσε το γένος, αλλά και οι πολλοί χριστιανοί άρχοντες που έγιναν «επιλήσμονες θείων και ανθρωπίνων νόμων», που συμπεριφέρονταν ως «λύκοι επί τα πρόβατα». Ταυτοχρόνα, ως κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής παιδείας, τοποθετούσε στην κορυφή των αξιών την αρετή ως ήθος, ως σκέψη, ως πράξη, ως συμπεριφορά, ως φρόνηση, ως μέτρο ηθικής αυτοκαταξίωσης του ανθρώπου.

Δάσκαλος με την πλατιά σημασία του όρου ο Ευγένιος Γιαννούλης, του οποίου τα εκπαιδευτικά προσόντα ήταν πολύπλευρα και η πνευματική του ανατροφή, με τους αρχαίους Έλληνες ποιητές και φιλοσόφους, ουσιαστική και όχι επίπλαστη. Υπήρξε δηλαδή, κάτοχος και «της θύραθεν φιλοσοφίας και της ιεράς θεολογίας», κατά τον Προκόπιο. Το ενδιαφέρον του για την περιοχή δεν περιορίστηκε μόνο στη διδασκαλία, αφού εκδηλώθηκε και με άλλες ενέργειές του σ’ επίσημα πολιτικά πρόσωπα της εποχής και ξενιτεμένους Ευρυτάνες. Όταν ο Ιωάννης Καρυοφύλλης έγινε το 1667 μ.Χ. μέγας βεστιάρης στην ηγεμονία της Βλαχίας, ο Γιαννούλης τού έγραψε να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για τ’ Άγραφα, θυμίζοντάς του πως κι αυτός εκεί είχε τις ρίζες του.