Ο άγιος Παύλος

ο Ομολογητής, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως

6η Νοεμβρίου

Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε γραμματέας του αγιωτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου μετά το θάνατο του οποίου ο Παύλος εξελέγη Πατριάρχης. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, όταν το πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, επειδή ο ίδιος ήταν οπαδός της αίρεσης των Αρειανών. Ανακήρυξε αυθαίρετα Πατριάρχη, τον αρειανόφρονα Νικομηδείας Ευσέβιο. Τότε ο άγιος Παύλος πήγε στη Ρώμη. Εκεί, βρήκε τον Μέγα Αθανάσιο, τον οποίο είχε απομακρύνει από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Κωνστάντιος. Αφού πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ο αδελφός του Κωνστάντιου και αυτοκράτορας της Δύσης Κώνστας, έστειλε γράμμα στον αδελφό του, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του. Έτσι, ο Παύλος και ο Αθανάσιος επανήλθαν στο αξίωμά τους. Δυστυχώς, μετά από λίγο ο Κώνστας πέθανε. Έτσι, ο Κωνστάντιος διέταξε, από την Αντιόχεια που ήταν, να απομακρύνουν τον Παύλο από τον Πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας. Μια μέρα που τελούσε τη Θεία Λειτουργία όρμησαν Αρειανοί και τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι, ο Άγιος τελείωσε και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’ Αὐτόμελον

Θείας πίστεως ὁμολογίᾳ, ἄλλον Παῦλόν σε τῇ Ἐκκλησίᾳ ζηλωτὴν ἐν ἱερεῦσιν ἀνέδειξε. Συνεκβοᾷ σοι καὶ Ἄβελ πρὸς Κύριον, καὶ Ζαχαρίου τὸ αἷμα τὸ δίκαιον. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.