Ο όσιος Παύλος

ο Απλός

7η Μαρτίου

Ονομάστηκε “Απλός” ο Άγιος αυτός, διότι ήταν αμαθής γεωργός, μη γνωρίζοντας τίποτα από τις εθιμοτυπίες του κόσμου. Στολιζόταν όμως από άκακο, άπλαστο και απροσποίητο ήθος, χωρίς καμία πονηριά και τον παραμικρό δόλο. Ήταν άνθρωπος άκακος και απλοϊκός.

Στο επάγγελμα ήταν γεωργός, εργασία την οποία ασκούσε με αφοσίωση. Μέχρι την ηλικία των εξήντα ετών έμενε στις γεωργικές του ασχολίες, τις οποίες εκτελούσε με όλη την ευχαρίστηση και την υπομονή, δοξολογώντας τον Θεό όταν του ερχόταν ευφορία, και ελπίζοντας στο έλεός Του και επαναπαυόμενος στη σοφία και αγαθότητα των βουλών Του όταν η σοδειά ήταν φτωχή και ανεπαρκής.

Αλλά η σύζυγός του ήταν εντελώς διαφορετική. Αυτή έκανε τη δήθεν ευγενή, διότι έζησε κάποτε ως υπηρέτρια στην πόλη και είχε να κάνει με την κακή τύχη που της έδωσε άντρα ανίκανο να την καταλάβει και να σταθεί στο ύψος της δικής της συμπεριφοράς! Κι επειδή, εκτός από τη ματαιότητά της αυτή, τη μάστιζε και η αδιαφορία προς τα θεία, θύμωνε με τον άντρα της για την ευσέβειά του και τον ντρόπιαζε λέγοντάς τον κουτό και ανόητο, που χάνεται με τους σταυρούς και ξοδεύει τις ώρες της άνεσής του σε προσευχές και ψαλμούς. Όταν μάλιστα ερχόταν και δύσκολη χρονιά κατά την οποία οι γεωργικοί κόποι έπαιρναν μικρή ανταπόδοση, η τραχύτητα της γλώσσας της και η χονδροειδής συμπεριφορά τής ψευδευγενούς εκείνης γυναίκας γινόταν χυδαία και ανυπόφορη. Μολαταύτα ο σύζυγός της υπέμενε και μακροθυμούσε, συμβουλεύοντας και παρακαλώντας την και τις περισσότερες φορές σιωπώντας απέναντι στους ατέλειωτους παραλογισμούς της και το αμείλικτο μαστίγιο των ύβρεών της.

Αλλά και αυτή του η συμπεριφορά την εκνεύριζε. Αν της απαντούσε, τον έλεγε αυθάδη και ανάγωγο. Αν σιωπούσε, τον έλεγε αναίσθητο. Αυτή, η ευγενής και με καλή ανατροφή, πιστοποίησε τα “πλεονεκτήματά” της προδίδοντας τη συζυγική της πίστη! Ο Παύλος, όταν το βεβαίωσε, γέμισε από θλίψη και πικρία. Τι να κάνει, λοιπόν; Στέναξε βαθιά και προσευχήθηκε με όλη τη θερμότητα της ευσέβειας που είχε δεχτεί αιμοσταγή πληγή. Τέλος, αποφάσισε να την αφήσει και να φύγει μακριά, αφού αυτή έσπασε τόσο αισχρά τον άγιο δεσμό που τους είχε ενώσει με τις ευλογίες της η Εκκλησία.

Πήγε στην έρημο όπου βρισκόταν ο Αντώνιος ο Μέγας. Ο άγιος Αντώνιος έσκυψε επάνω του με ενδιαφέρον, αλλά του είπε ότι δεν ενέκρινε την απόφασή του να έρθει στον ερημικό βίο. Η ηλικία του Παύλου ήταν πλέον προχωρημένη και η έρημος είχε κόπους και δυσκολίες, που απαιτούν εξοικείωση από τη νεανική ή τουλάχιστον την ανδρική ηλικία. Ο Παύλος, όμως, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αναχωρήσει και καθικέτευε τον Μέγα Αντώνιο να τον δεχτεί. Αυτός τον συμβούλευσε να πάει τουλάχιστον σε κοινόβιο, όπου υπάρχει κράμα ερημικού και κοινωνικού βίου κι όπου θα μπορούσε να συνηθίσει με λιγότερους κόπους. Η γνώμη του Παύλου, όμως, δεν άλλαζε με τίποτα. Τότε, ο άγιος Αντώνιος αποφάσισε να τον δοκιμάσει, για να δει το βαθμό της υπομονής του και την αντοχή του στις στερήσεις και τη σκληραγωγία. Το πείραμα έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα και ο άγιος Αντώνιος υποχώρησε, ενώ ο Παύλος τον ευχαρίστησε θερμά για την πατρική του συγκατάβαση.

Στο νέο αυτό στάδιο του βίου του ο Παύλος ο “Απλός” ανέπτυξε σε εξαιρετικό βαθμό ασκητικές αρετές. Θερμός στην ευσέβειά του, άδολος στην καρδιά του, ταπεινός στα φρονήματά του, πράος στο ήθος του, στολιζόταν από τα ωραιότερα χριστιανικά άνθη και είχε κερδίσει την εγκάρδια αγάπη του αγίου Αντωνίου, ο οποίος, όταν ήθελε να φέρει κάποιο υπόδειγμα ακρίβειας πνευματικού καταρτισμού και μεγάλης προσοχής σε όλη τη συμπεριφορά, υποδείκνυε τον Παύλο, ο οποίος, χθεσινός κάτοικος της ερήμου, έγινε αμέσως ένα από τα σεμνότερα στολίσματά της. Εκείνο που προπάντων διέκρινε τον Παύλο ήταν ότι δε φαινόταν να έχει κουραστεί για να αποκτήσει την αρετή, αλλά έκρινε κανείς άμα τον γνώριζε ότι την αρετή την είχε εξαρχής γνώριμη μέσα του. Άλλοι, λόγου χάριν, κοπιάζουν για να φανούν ταπεινοί, αυτός όμως είχε φυσική και παιδική την απλότητα και όσοι τον συναναστρέφονταν απολάμβαναν μεγάλη ψυχική ευχαρίστηση για τη ζηλευτή εκείνη αθωότητα του Γέροντα, ο οποίος κατά το ευαγγελικό πνεύμα ήταν όπως τα παιδιά.

Η θεία χάρη αμείβοντας την αρετή αυτή προίκισε τον άγιο Παύλο και με θαυματουργικά χαρίσματα. Έτσι, θεράπευσε πολλούς οι οποίοι έπασχαν από δαιμόνια, ο δε άγιος Αντώνιος, όσους έρχονταν γι’ αυτούς τους λόγους, σ’ εκείνον τους έστελνε, στον καλό του φίλο, λέγοντας ότι ο Παύλος εισακουγόταν ευκολότερα από τον Θεό, διότι λόγω της βαθιάς ταπείνωσης και περισσότερης αθωότητάς του βρισκόταν πιο κοντά Του.

Σε βαθύ γήρας πέθανε ο Παύλος στα βάθη της ερήμου και οι μοναχοί που ήταν κατεσπαρμένοι σε αυτήν τον κήδευσαν με πολύ πόνο και για πολύ καιρό εξακολουθούσαν να μιλούν για τις συναντήσεις τους με τον Παύλο τον απλό, τον Παύλο τον άκακο, του οποίου η καθαρή καρδιά ήταν ένα από τα γνησιότερα και πιστότερα κάτοπτρα της θείας αγαθότητας.