Ο άγιος Καλλίνικος

Επίσκοπος Εδέσσης

8η Αυγούστου

Ο άγιος Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας Καλλίνικος (κατά κόσμον Δημήτριος Πούλος) γεννήθηκε στο χωριό Σιταράλωνα Αγρινίου στις 26 Ιανουαρίου 1919 από ευσεβείς γονείς, τον Γεώργιο και την Αικατερίνη. Ο παππούς του, πατήρ Αθανάσιος, και η γιαγιά του, πρεσβυτέρα Σπυριδούλα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή του.  

Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Θέρμου με άριστες επιδόσεις και μπήκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Προκειμένου να προσφέρει στην τοπική εκκλησία, εργάστηκε ως Γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας κηρύττοντας παράλληλα στον λαό του Μεσολογγίου.

Το 1946 και σε ηλικία 27 ετών κατετάγη στον Λόχο Ορεινών Καταδρομών (37ης Ταξιαρχίας) και υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας με πατριωτισμό και παροιμιώδη θρησκευτικό ζήλο μέχρι τον Απρίλιο του 1949. Ο τότε Επιτελάρχης και αργότερα Στρατηγός του Γ’ Σώματος Στρατού Κωνσταντίνος Τσολάκας τού έγραψε αμέσως μετά τη λήξη της θητείας του στον στρατό: «Πάντα σ᾽ ενθυμούμαι, διότι όταν σε είχα μαζί μου μου δόθηκε η ευκαιρία να σε καμαρώσω στην υπέροχη προσπάθειά σου για την πίστη και την πατρίδα. Εγώ σου εύχομαι να είσαι πάντα ο ίδιος και πάντα να φωτίζεις τούς άλλους με τη δική σου πίστη και λαμπρότητα των αισθημάτων Σου». Επιστρέφοντας στην Ιερά Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντα του Γραμματέως και λαϊκού ιεροκήρυκος σε όλη την επαρχία.  

Το 1957 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Μυρτιάς με το όνομα Καλλίνικος και την επομένη χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και προχειρίσθηκε Αρχιμανδρίτης. Μετά από 25ετή διακονία εξελέγη Μητροπολίτης Εδέσσης και Πέλλης στις 24 Ιουνίου 1967 και την επομένη χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών. Στον χειροτονητήριο λόγο του είπε το εξής: «Προσευχηθείτε, ώστε σαν λαμπάδα να καώ για τη δόξα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, ο Οποίος τόσο με αγάπησε και τόσο με τίμησε. Προσευχηθείτε, ώστε να έχω καλή απολογία εν ημέρα Κρίσεως και να αξιωθώ με τα λογικά μου πρόβατα να εισέλθω στη χαρά του Κυρίου, στη Βασιλεία των Ουρανών και να αναπέμπω Τρισάγιο Ύμνο στην Αγία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». 

Αγωνίστηκε για τον καταρτισμό των κληρικών της Μητροπόλεως διοργανώνοντας συνέδρια και ιερατικές συνάξεις. Περιόδευσε ακούραστα την Αρχιερατική του περιφέρεια και φρόντισε ιδιαίτερα για τις χειροτονίες νέων κληρικών, το κήρυγμα και την εξομολόγηση. Ανέδειξε επίσης, τις τοπικές αγίες, νεομάρτυρα Χρυσή και μάρτυρα Βάσσα την Εδεσσαία. Ίδρυσε Οικοτροφείο για την σπουδάζουσα νεολαία και Γηροκομείο για τους ηλικιωμένους. 

Παρά την αρετή και την ακεραιότητά του δέχτηκε αδικίες και συκοφαντικές επιθέσεις προερχόμενες, κυρίως, από εχθρούς της Εκκλησίας και του Έθνους. Τις αντιμετώπισε με υποδειγματική πραότητα και αγάπη. Κοιμήθηκε την 8η Αυγούστου 1984 μετά από επτάμηνη ασθένεια. Στην εξόδιο ακολουθία του παρέστησαν 29 Αρχιερείς, πολυάριθμοι κληρικοί και μεγάλο πλήθος λαού. Η ταφή του έγινε στο δημόσιο Κοιμητήριο της Έδεσσας μετά από δική του επιθυμία, επειδή θέλησε να βρίσκεται κοντά στον λαό που υπηρέτησε και αγάπησε. Αγιοκατατάχθηκε στις 23 Ιουνίου 2020.

Ἀπολυτίκιον

Τῆς Ἐδέσσης ποιμένα, Ἀρχιθύτην πανεύφημον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, τὸ λαμπρὸν σεμνολόγημα, Καλλίνικον τιμήσωμεν πιστοί, τοῦ κλήρου καὶ λαοῦ τὸν ποδηγόν, ὡς πρεσβεύοντα ἀπαύστως ὑπὲρ αὐτῶν, τῶν ἐκβοώντων πάντοτε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ ἀναδείξαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.