Ο άγιος Νεκτάριος της Αίγινας

Μητροπολίτης Πενταπόλεως

9η Νοεμβρίου

Ο άγιος Νεκτάριος είναι ένας από τους νεώτερους Αγίους της Εκκλησίας μας. Γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης την 1η Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. από πολυμελή και φτωχή οικογένεια. Αρχικά, ονομαζόταν Αναστάσιος. Από μικρός πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε σκληρά επί έξι χρόνια, ενώ παράλληλα μελετούσε. Στη συνέχεια, διετέλεσε δάσκαλος στη Χίο, και σε ηλικία τριάντα χρόνων έγινε μοναχός στη «Νέα Μονή», ονομασθείς Λάζαρος. Έπειτα, χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητρόπολης. Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή. Ύστερα από τις σπουδές του (1885 μ.Χ.) αναχώρησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί, το 1889 μ.Χ. ο Πατριάρχης Σωφρόνιος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και αμέσως μητροπολίτη Πενταπόλεως της Λιβυής. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και λόγω αυτού ήταν υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Διεβλήθη, δέχτηκε με ταπείνωση την αδικία που υπέστη και για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και συνέχισε το πνευματικό του έργο από τη θέση του ιεροκύρηκα Καρυστίας και έπειτα Λαμίας. Το 1894 μ.Χ. διορίστηκε διευθυντής στη Ριζάρειο Σχολή. Το 1904 μ.Χ. αποσύρεται στην Αίγινα όπου και ιδρύει γυναικεία μονή της οποίας ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση. Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις. Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ.. Η αγιότητά του μαρτυρείται και από το πλήθος των θαυμάτων του προ και μετά το θάνατό του. Επίσημα, ανακηρύχθηκε Άγιος στις 20 Απριλίου 1961 μ.Χ. με πατριαρχική και συνοδική πράξη.

Διαβάστε περισσότερα για τη ζωή του αγίου Νεκταρίου...

Έχουν περάσει μόλις λίγα χρόνια από την κοίμησή του (1920) και ακόμη λιγότερα από την επίσημη ανακήρυξή του ως Aγίου (1961) και όμως μόνο στην Αττική έχουν ήδη χτιστεί 11 εκκλησίες στη μνήμη του. Πρόκειται για το μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκτάριο (Κεφαλά), που είναι γνωστός ως άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός.

Γέννηση και οικογένεια του Αγίου

Ο θεοφόρος ιεράρχης άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης από ευσεβείς γονείς, τον Δήμο και τη Μαρία Κεφαλά, την 1η Οκτωβρίου 1846 και ονομάστηκε στο θείο βάπτισμα Αναστάσιος.

Παιδική ηλικία

Ήταν φρόνιμος, συνετός και υπάκουος στους γονείς του, οι οποίοι τον ανέτρεφαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Κατά την παιδική του ηλικία απέφευγε τις επιβλαβείς παιδικές συναναστροφές και τα υπόλοιπα παιδικά παιχνίδια και συνήθειες και δεχόταν τις καλές οδηγίες και σοφές συμβουλές των γονέων του, και μάλιστα τα λόγια της ευσεβέστατης μητέρας του.

Όταν έφτασε στην ηλικία των 7 ετών αγόραζε χαρτιά και τα συνέρραπτε. Ρωτώντας η μητέρα του τι θα έκανε αυτά τα χαρτιά, αποκρινόταν ότι ήθελε να κάνει βιβλία, για να γράψει τα λόγια του Θεού. Πήγαινε στην εκκλησία και άκουγε το θείο λόγο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, τον είχε κρατήσει στη μνήμη του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διηγείται το μεγαλύτερο μέρος του προκαλώντας το θαυμασμό αυτών που τον άκουγαν. Αλλά και παιδικούς άμβωνες έστηνε και ανέβαινε σ’ αυτούς ως άλλος ιεροκήρυκας.

Ήταν δεν ήταν 8 χρονών. Κάθε μέρα προσευχόταν μαζί με τη γιαγιά του. Όταν εκείνη έλεγε τον Ν΄ ψαλμό και έφτανε στο σημείο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί Σε επιστρέψουσι», ο μικρός έκλεινε με το χεράκι του το στόμα της γιαγιάς και το έλεγε αυτός επαναλαμβάνοντας το στίχο δύο και τρεις φορές, δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τόσο την κατάκτηση της θεολογίας, όσο και την τάση και αποστολή του στο κήρυγμα.

Νεανικά χρόνια

Στη Σηλυβρία δεν υπήρχε ανώτερο σχολείο, αλλά ούτε και χρήματα είχε ο Αναστάσιος για να σπουδάσει αλλού. Έτσι, πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί με την ευχή των γονέων του.

Όταν ήταν 13 χρονών, ξεκίνησε για την Πόλη αδέκαρος, χωρίς ναύλα. Φτάνοντας στην Πόλη, για να μη γίνει βαστάζος στο λιμάνι ή κάτι χειρότερο, εργάστηκε σε ένα εργαστήρι που στοίβαζε μπάλες καπνού. Όσα δε ρητά και αποφθέγματα και άλλα απ’ αυτά χωρία και τμήματα νόμιζε ωφέλιμα για την οικοδομή του πλησίον, τα κατέγραφε στα σακίδια και στα χαρτιά περιτυλίγματος, έτσι ώστε οι αγοραστές του καταστήματος να διδάσκονται διαβάζοντάς τα. Τα παραπάνω αποτέλεσαν αργότερα το περιεχόμενο του βιβλίου που εξέδωσε: «Λογίων θησαύρισμα». Η μόνη αμοιβή ήταν η διατροφή και η στέγη του. Τίποτα παραπάνω. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, αφού εγκατέλειψε το κατάστημα, προσλήφθηκε ως παιδονόμος στο σχολείο μέσα στο μετόχι του Παναγίου Τάφου, όπου με πολύ ζήλο εκτέλεσε την υπηρεσία του διδάσκοντας στις κατώτερες τάξεις και διδασκόμενος τα μαθήματα των ανώτερων τάξεων.

Επάγγελμα-Λειτούργημα

Όντας ήδη 20 ετών, αναχώρησε από τη Βασίλισσα των πόλεων και μεταφέρθηκε στο νησί της Χίου. Εκεί, στο χωριό Λιθί, διορίστηκε δάσκαλος, όπου παρέμεινε 7 χρόνια διδάσκοντας όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και όλους τους χωρικούς, προτρέποντάς τους στην ευσέβεια και την αρετή, ζώντας βίο λιτό και μάλλον ασκητικό, εγκρατευόμενος και προσέχοντας τον εαυτό του. Ιδιαίτερα αγαπούσε την προσευχή και τη μελέτη και πολλές φορές μετά την υπηρεσία του σχολείου αποσυρόταν και κλεινόταν στο δωμάτιό του κάνοντας μελέτη και προσευχή. Αλλά και στο ναό του χωριού πολλές φορές κήρυττε το θείο λόγο.

Ζηλωτής καθώς ήταν και θερμός οπαδός του μοναχικού βίου, επισκεπτόταν συχνά την ιερή Μονή των αγίων Πατέρων και συνομιλούσε για το μοναχικό βίο και την αγία φιλοσοφία του Χριστού με τον οσιότατο γέροντα Παχώμιο, απ’ τον οποίο οδηγήθηκε κατάλληλα και μυήθηκε σε υψηλότερο βίο και στην τελειοποίηση των αγίων αρετών. Στις 7 Νοεμβρίου του 1876 εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου ονομαζόμενος Λάζαρος και κατατάχθηκε στην εκεί όσια αδελφότητα, όπου και υπηρέτησε ακούραστα ως γραμματέας. Στην αγία αυτή Μονή ασκήθηκε για μια τριετία. Ένα χρόνο μετά από την περιβολή του αγίου και αγγελικού σχήματος χειροτονήθηκε διάκονος στις 15 Ιανουαρίου του 1877 – την ίδια ημέρα που βαπτίστηκε – από τον τότε Μητροπολίτη Χίου λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος.

Σπουδές

Αλλά ο Θεός φώτισε έναν ευσεβή Χιώτη, από τους πλουσιότερους του νησιού, τον Ιωάννη Χωρέμη, ο οποίος και τον έστειλε με προσωπική του δαπάνη στην Αθήνα. Όμως, ενώ λάμβανε το πτυχίο του Γυμνασίου, ο προστάτης του Ιωάννης Χωρέμης αποδήμησε προς τον Κύριο. Στερημένος έτσι μέσων για να ακολουθήσει θεολογικές σπουδές στο πανεπιστήμιο, μετά την προτροπή και τις συστάσεις ορισμένων κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια, όπου εξέθεσε στον τότε πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο τα προσωπικά του. Ο πατριάρχης Σωφρόνιος τον αντιμετώπισε με ιδιαίτερη εύνοια και με τη σύστασή του επανήλθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου, αφού του παρασχέθηκε η κανονική άδεια από την ιερά Μονή του και τον Μητροπολίτη Χίου. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γράφτηκε το 1882 και αξιώθηκε το πτυχίο του προλύτου, δηλαδή του πτυχιούχου της Θεολογικής Σχολής, το 1885. Στο Πανεπιστήμιο διαπρέπει τόσο στην επίδοσή του στα μαθήματα, όσο και στο ήθος και τη χριστιανική διαβίωσή του. Πανάξια, λοιπόν, κερδίζει από το δεύτερο κιόλας έτος υποτροφία.

Υπόλοιπος βίος και δράση του Αγίου

Αποτελειώνοντας τις θεολογικές του σπουδές επανήλθε στην Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονείται πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Σάββα στις 23 Μαρτίου 1886 και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου αναλαμβάνει το οφίκιο του αρχιμανδρίτη στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο. Του ανατέθηκαν δε αμέσως καθήκοντα ιεροκήρυκα και γραμματέα των Πατριαρχείων και την ίδια μέρα διορίστηκε Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Ένα χρόνο μετά, στις 15 Ιανουαρίου 1889, χειροτονείται Αρχιερέας στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Νικολάου στο Κάιρο από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, προχειριζόμενος σε Μητροπολίτη της Μητροπόλεως Πενταπόλεως της Αιγύπτου.

Η αγαθή φήμη του και η μεγάλη αγάπη τού ευσεβούς λαού προς αυτόν προκάλεσαν το φθόνο των ευρισκομένων στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και άρχισαν να διαδίδουν ότι δήθεν επιδιώκει να καταλάβει το θρόνο της Αλεξάνδρειας, πράγμα το οποίο καθόλου δεν σκέφτηκε ο Άγιος. Όμως ο πατριάρχης Σωφρόνιος, ως παθών άνθρωπος, πείστηκε από τις πικρές διαβολές και ανάγκασε τον Άγιο να αποχωρήσει από τη θέση που κατείχε και στη συνέχεια να απομακρυνθεί από την Αίγυπτο.

Αναχώρησε ο θείος Πατήρ από την Αίγυπτο δεχόμενος την αδικία αυτή και πικρή δοκιμασία με πολλή ευχαριστία προς τον Κύριο, χωρίς να γογγύσει ή να πει κάτι εναντίον των άδικων διωκτών του, αλλά μάλλον ευχόμενος για αυτούς. Χρήματα δεν είχε, μιας και ουδέποτε σκέφτηκε να διαφυλάξει οικονομίες, εφαρμόζοντας πρώτος εκείνα που δίδασκε. Ήρθε στην Αθήνα το 1889 με σκοπό να πάει στο Άγιο Όρος και να μονάσει εκεί.

Όλη του η ζωή αλλάζει ξαφνικά. Από Μητροπολίτης μέσα σε λίγες μέρες γίνεται ένας σαραντάχρονος πάμπτωχος άνεργος. Επί έναν ολόκληρο χρόνο αναζητεί εργασία χωρίς να βρίσκει. Τελικά, διορίζεται απλός ιεροκήρυκας του νομού Ευβοίας στις 15 Φεβρουαρίου 1891 με πολλή ταπείνωση και ευχαριστία προς τον Κύριο. Ο μέγας Ιεράρχης, πράος και ταπεινός στην ψυχή, δέχεται πρόθυμα τη θέση αυτή προκειμένου να εργαστεί στην Εκκλησία του Χριστού. Η ταπεινοφροσύνη του δείχνει για άλλη μια φορά το μεγαλείο του ψυχικού του κόσμου. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην ελληνική επαρχία, ο Νεκτάριος κατάφερε γρήγορα να ξεχωρίσει για το άμεμπτο ήθος του και την ανιδιοτελή και πρόθυμη προσφορά των υπηρεσιών του. Από τη θέση αυτή μετατέθηκε στις 19 Αυγούστου 1893 στο νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος ως ιεροκήρυκας μέχρι το 1894.

Στις 8 Μαρτίου του 1894 ανέλαβε τη διεύθυνση της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής στην Αθήνα, η οποία με τη βοήθειά του γνώρισε μεγάλη άνθιση. Όπως αναγνώρισε ο διάδοχος του Αγίου στη διεύθυνση της Σχολής, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος: «Ο διευθυντής αποκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της Σχολής… Ιδιαιτέρως κατέβαλε προσπάθειες όχι μόνο για την εκκλησιαστική μόρφωση και την ηθική διαπαιδαγώγηση των τροφίμων, αλλά και για τις λεπτομέρειες του σχολικού βίου, περιποιούμενος συν τοις άλλοις και τον κήπο της Σχολής». Εξάλλου, τα θετικά αποτελέσματα της διεύθυνσης της Σχολής από τον Νεκτάριο διαβεβαιώνονται από τη μετέπειτα εξέλιξη των μαθητών της, πολλοί από τους οποίους κατέλαβαν υψηλά αξιώματα της ιεροσύνης και της κοινωνίας.

Εκείνη την εποχή χήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος της Αλεξάνδρειας του πατριάρχη Σωφρονίου, ο οποίος εξεδήμησε προς τον Κύριο και όλοι απέβλεπαν προς το σεπτό πρόσωπο του Οσίου. Αλλά ο ταπεινός Νεκτάριος απέφυγε αυτή την εκλογή, έχοντας ως σκοπό του να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός σε κάποια Μονή.

Εκείνο τον καιρό, κάποιες γυναίκες πολύ ευλαβείς του εξομολογήθηκαν την επιθυμία τους να μονάσουν κάτω από τη φωτισμένη πνευματική οδηγία και διακυβέρνησή του, οπότε και αποφάσισε πλέον οριστικά να ενεργήσει για την ίδρυση γυναικείας Μονής, θεωρώντας αυτό – όπως και ήταν – θέλημα Θεού. Αναζήτησε τότε κατάλληλο τόπο και αυτός βρέθηκε στο νησί Αίγινα, όπου και ίδρυσε την ιερή και σεβάσμια Μονή του.

Προχώρησε στην ίδρυσή της ο άγιος Νεκτάριος κατά το 1904, όντας διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής, με την έγκριση του τότε μητροπολίτη Αθηνών Θεοκλήτου. Η τοποθεσία αυτή στην Αίγινα αποκαλείται «Ξάντος». Στην περίοπτη αυτή τοποθεσία υπήρχε παλιά Μονή στο όνομα της Ζωοδόχου Πηγής. Αυτή τη Μονή επανασυνέστησε και επανίδρυσε ο άγιος Νεκτάριος στο όνομα της αγίας Τριάδος και αφού παραιτήθηκε το 1907 της διεύθυνσης της Ριζαρείου για λόγους υγείας, εγκαταστάθηκε οριστικά σ’ αυτή. Εν τω μεταξύ, είχε στείλει εκεί τις πνευματικές του μαθήτριες που επιθυμούσαν να περιβληθούν το αγγελικό σχήμα, μεταξύ των οποίων ήταν και η τυφλή Ξένη, η οποία έγινε η πρώτη Ηγουμένη που διέπρεψε με αρετή και οσιότητα.

Από τότε ο Άγιος έζησε ως αληθινός ασκητής. Ο ίδιος είχε πει: «Ο ασκητής είναι υπέρτερος του Αρχιερέα». Καλούνταν να αποδείξει την ισχύ του λόγου του. Παρά την εκτέλεση των καθηκόντων τού εφημερίου της Μονής και το πλούσιο συγγραφικό του έργο, ασχολούνταν ακόμη με χειρωνακτικές εργασίες, και μάλιστα βαριάς μορφής. Απλός στους τρόπους, όταν έρχονταν επισκέπτες στη Μονή και τον συναντούσαν έξω από αυτή να εργάζεται, ήταν πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσουν λόγω του φθαρμένου και απέριττου ράσου του. Με τον τρόπο της ζωής του και τη δυνατή προσωπικότητά του κέρδισε το σεβασμό, το θαυμασμό και την αγάπη του κόσμου. Η φήμη του διαδόθηκε παντού.

Τότε, ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, ο οποίος πρόθυμα είχε δώσει άδεια για την ίδρυση της Μονής, υπακούοντας στις διαβολές εναντίον του Αγίου, έστελνε κάθε χρόνο ιερέα-ανακριτή ο οποίος ανέκρινε τον Όσιο, μήπως βρει κάποιο παράπτωμα για τη διάλυση της Μονής. Τα ίδια και χειρότερα έκανε και ο διάδοχος του Θεοκλήτου, Μελέτιος Μεταξάκης. Αλλά ο Άγιος με πολλή ταπείνωση και ευχαριστία προς τον Θεό υπέμεινε τα πάντα.

Κοίμηση του Αγίου

Κάποτε ασθένησε από προστάτη και υπέφερε για ενάμιση χρόνο από φοβερούς πόνους, κρύβοντας την ασθένειά του μέχρι λίγο πριν τη μακάρια κοίμησή του. Μεταφέρθηκε και έκανε εισαγωγή στο Αρεταίειο νοσοκομείο της Αθήνας για θεραπεία. Με την άφιξη του Αγίου εκεί, έμειναν έκπληκτοι οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο όταν έμαθαν ότι είναι Μητροπολίτης, διότι από την τόση ταπείνωση και απλότητά του, αλλά και την πολλή του φτώχεια, τον νόμιζαν ως έναν απλό γέροντα μοναχό.

Στο Αρεταίειο παρέμεινε σε νοσηλεία για 50 και πλέον μέρες. Στις 8 Νοεμβρίου του 1920, πριν τα μεσάνυχτα, παρέδωσε πλήρης γαλήνης και χαράς τη μακάρια ψυχή του στα χέρια του Θεού, σε ένα δωμάτιο τρίτης θέσης, όντας 74 χρονών.

Όλο το νησί της Αίγινας θρήνησε για την εκδημία του αγίου Νεκταρίου προς τον Κύριο και με ευλάβεια δέχτηκαν το ιερό σκήνωμα, κρούοντας πένθιμα τις καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Λίγη ώρα μετά από την κοίμησή του άρρητη ευωδία χύθηκε από το τίμιο λείψανό του, η οποία γέμισε την αίθουσα στην οποία κειτόταν στο νοσοκομείο. Από την αίθουσα τον μετέφεραν στο ναό του θεραπευτηρίου και από εκεί με αυτοκίνητο στον Πειραιά, στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας, όπου πολλοί με έκπληξη παρατηρούσαν να βγαίνει από το πρόσωπό του μύρο που ευωδίαζε και απ’ το οποίο η κόμη και η γενειάδα του ήταν γεμάτες. Από εκεί την ίδια μέρα τον μετέφεραν στην Αίγινα, όπου τον υποδέχτηκαν στο λιμάνι και τον πήγαν μέχρι τη Μονή κρατώντας το φέρετρο στα χέρια τους. Οι μοναχές υποδέχτηκαν το λείψανό του με κλάματα και θρήνους. Αφού έψαλαν την Εξόδιο Ακολουθία, το σκήνωμα του Αγίου ενταφιάστηκε με συρροή κλήρου και λαού στο προαύλιο της Μονής, δίπλα στο πεύκο που βρισκόταν εκεί.

Θαύματα του αγίου Νεκταρίου...

Θαύματα εν ζωή

Η αγία χάρη του Θεού τού έδωσε το χάρισμα της θαυματουργίας. Εδώ περιγράφουμε κάποια από τα θαύματα που έκανε ενώ ζούσε. Από τη Λαμία ήρθε κάποιος στον Άγιο ο οποίος έπασχε χρόνια από σεληνιασμό. Ο Όσιος ανέγνωσε κάποιες ευχές από τους εξορκισμούς και έτσι ο άνθρωπος εκείνος θεραπεύτηκε αμέσως και επέστρεψε στην πατρίδα του υγιής δοξάζοντας τον Κύριο.

Ανομβρία συνεχής μάστιζε την Αίγινα απειλώντας σε καταστροφή και τότε οι κάτοικοι πλησίασαν τον Άγιο παρακαλώντας τον να προσευχηθεί για το σταμάτημα του κακού. Ο Άγιος δέχτηκε την αίτηση των ευσεβών Αιγινητών. Έτσι, ανέβηκε μαζί με τις μονάζουσες στην επισκοπική εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, για να ιερουργήσει και να παρακαλέσουν μαζί τον Κύριο να λυπηθεί το νησί και να στείλει την εξ ύψους ευλογία Του. Δεν είχε ακόμα τελειώσει η Θεία Λειτουργία και ο Θεός άκουσε τη δέηση του δούλου Του και έστειλε άφθονη βροχή στο νησί που διψούσε, η οποία διήρκεσε μέχρι το απόγευμα.

Κάποια μοναχή που έπασχε από παράλυση του κεφαλιού ήρθε στον Άγιο την ώρα που ιερουργούσε, κατά τη στιγμή της Θείας Μεταλήψεως, αλλά όπως τον είδε να λάμπει από θείο φως, δείλιασε να πλησιάσει. Εκείνος καταλαβαίνοντάς την της λέει: «Γιατί δεν πλησιάζεις; Πρόσελθε». Τότε αυτή πλησίασε για να μεταλάβει τα Θεία Μυστήρια από τα χέρια του Αγίου, οπότε και αντιλήφθηκε ότι την άγγιξε κάποιος από πίσω στο κεφάλι και αμέσως απαλλάχτηκε από την ασθένειά της με τη χάρη του Αγίου.

Πριν από τον αποκλεισμό κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μοναχές θέλησαν να αποθηκεύσουν επιπλέον σιτάρι και άλλα είδη τροφής προβλέποντας το δεινό μέλλον εξαιτίας του πολέμου. Αλλά ο θείος Πατέρας τις επέπληξε σφοδρά λέγοντας: «Αν κάνετε αυτό που λέτε, θα πεινάσουμε για πάντα». Και έτσι, αρκέστηκαν στην ετήσια συνηθισμένη προμήθεια των ειδών επισιτισμού για το Μοναστήρι. Και όντως, μ’ αυτά όχι μόνο η Αδελφότητα της Μονής, αλλά και όλοι όσοι την επισκέπτονταν κατά την περίοδο αυτή έφαγαν και χόρτασαν! Κι έγινε έτσι έκδηλη η χάρη και η ευλογία του Αγίου.

«Ο Δεσπότης ήταν άγιος όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Ένα πρωί, ήρθε μια πλουσιοτάτη οικογένεια από τις Κυκλάδες. Οι γονείς κι ένα κορίτσι. Τη μικρή την είχαν πάει στην Αγγλία. Την εξέτασαν οι γιατροί και είπαν ότι, όταν γίνει δεκατριών χρονών, θα πεθάνει. Το λοιπόν, ξαναπήγαν το παιδί στην Αγγλία για δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν και πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε η μάνα του παιδιού είδε στον ύπνο της τον Δεσπότη, τον άγιο Νεκτάριο. Της είπε:

– Παντού το πήγατε το παιδί, παντού το γυρίσατε. Φέρτε το και στο σπίτι μου, στην Αίγινα. Με λένε Νεκτάριο. Μην το ταλαιπωρείτε. Αυτό είναι όπως το γέννησες, ολόκαλο!…

Γι’ αυτό ήρθαν στην Αίγινα. Τους πήγα στο μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία και κοινωνήσανε από τον Δεσπότη. Εκείνος το σταύρωσε και τους είπε ότι ο Θεός θα το κάνει καλά. Φύγανε οι άνθρωποι. Ύστερ΄ από λίγο καιρό, να σου κι ήρθανε πάλι. Το κορίτσι τους ήταν πεντάγερο. Με βρήκανε στην αγορά και σαλτάραν πάνω στην καρότσα να τους πάω στο μοναστήρι. Κάνανε πάλι Λειτουργία. Κλαίγανε και γελούσανε μαζί απ΄τη χαρά τους. Ο Δεσπότης το θεράπευσε το παιδί.

Τρέχω στο κελλί του Αγίου. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία του, βλέπω την εσωτερική πόρτα ανοιχτή. Αυτό που αντίκρισα στη συνέχεια με άφησε άναυδη. Με γέμισε θαυμασμό. Ο Άγιος δεν πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον αέρα, δύο σπιθαμές πάνω από το έδαφος! Τα χέρια του ήσαν υψωμένα προς το εικονοστάσιό του, στην Παναγία, και προσευχόταν. Το πρόσωπό του είχε υποστεί μιαν αλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αυτό το θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα.

’Οταν γύρισα το 1920 από τη Μικρασιατική οπισθοχώρηση, έμαθα πως λίγες ημέρες πριν, μια φτωχιά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο μοναστήρι. Μόλις την είδε ο Άγιος, έβγαλε τις παντόφλες του και τις έδωσε. Ύστερ΄ από λίγο πήγε μια άλλη φτωχιά που πείναγε. Λέει τότε ο Άγιος στις Γερόντισσες:

– Δώστε της να φάει.

– Δεν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, εκτός από λιγοστό ψωμάκι.

– Να το δώσετε αμέσως, τους είπε, … κι έχει ο Θεός!…

Το πρωί, να σου ένας πλούσιος με δύο γαϊδουράκια φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, αλεύρι. Δωρεά στη Μονή. Το ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ο Άγιος εκείνη τη στιγμή και λέει με σημασία στην Ηγουμένη: “Γερόντισσα, έχει ο Θεός…” κι έκανε το σταυρό του.

Άκου ‘δώ. Παντού γίνανε του κόσμου τα εγκλήματα. Κάψανε τα Καλάβρυτα, κάψαν τα χωριά όλα. Εδώ δεν ράγισε ούτε πέτρα. Δεν άνοιξε μύτη. Για τη χάρη του Αγίου. Μιλώ για την Κατοχή. Ο Γερμανός διοικητής Αθηνών έλεγε ότι, άμα περνάγανε τ΄αεροπλάνα τους και πήγαιναν στην Κρήτη, δεν βλέπανε την Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν ούτε τίποτα. Κι όμως! Η Αίγινα πουθενά! Τη σκέπαζε ο Άγιος. Από τον καιρό που ήρθε ο Άγιος στον τόπο μας, πάμε από το καλό στο καλύτερο».

Έναν περίπου χρόνο πριν τη μακάρια κοίμηση του Αγίου, κάποια αδελφή από την ιερά Μονή άκουσε στον ύπνο της μέσα σε όραμα φωνή να λέει: «Ο Πατήρ απέρχεται εις ουρανίους κατασκηνώσεις, όπου ήχος καθαρός εορταζόντων». Επίσης, άλλη αδελφή είδε νεαρό χρυσοστολισμένο αξιωματικό, ο οποίος ερχόταν και ζητούσε τον Άγιο. Στην ερώτησή της: «Τι τον θέλεις;», αποκρίθηκε ο λαμπρός νεαρός με αυστηρό ύφος: «Δεν μπορώ να τον αφήσω πλέον, διότι ανήκει στους ουρανούς και αρκετά σας τον αφήσαμε». Επίσης, κατά το διάστημα που νοσηλευόταν στην Αθήνα, άλλη αδελφή είδε σε όραμα ότι βρέθηκε σε κάποιο ωραίο μέρος, στο οποίο υπήρχε νεόκτιστο παλάτι από λαξευτή πέτρα και το οποίο παρατηρούσε και περιεργαζόταν κάποιος νεαρός μήπως και έχει κάποια ατέλεια. Βρίσκοντάς το σε όλα τέλειο, το έκλεισε και στάθηκε. Τότε τον ρώτησε η αδελφή ποιανού είναι το λαμπρό αυτό παλάτι. «Του Νεκταρίου» αποκρίθηκε εκείνος. Αλλά η μοναχή εξακολουθούσε να απορεί και σκεφτόταν: «Πού άραγε βρήκε ο Άγιος τέτοιο παλάτι, όντας θεόφτωχος;» και ρώτησε και δεύτερη φορά, οπότε και πήρε την απάντησε εντονότερη ότι: «Είναι του Νεκταρίου».

Θαύματα μετά θάνατον

Το 1922, μετά την κοίμηση του Αγίου, μία κόρη που καταγόταν από τη Θήβα, από το χωριό Κόκλα, και που ονομαζόταν Κωνσταντίνα Μακρή, έπασχε από τη μικρή της ηλικία πολύ και βασανιζόταν από ακάθαρτο πνεύμα. Ακούγοντας οι γονείς της για τη θαυματουργική και ιαματική δύναμη του Αγίου, ξεκίνησαν φέρνοντας την κόρη τους που έπασχε, να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου, έτσι ώστε να γίνει καλά. Αφού ήρθε και προσκύνησε η άρρωστη τον τάφο του Αγίου και έμεινε λίγες μέρες, βρήκε την ποθούμενη υγεία δοξάζοντας και ανυμνώντας τον θαυματουργό άγιο Νεκτάριο. Από τότε παρέμεινε στη Μονή, αφιερωμένη στον Θεό, και μετονομάστηκε Καικιλία, αφού έγινε μοναχή.

Την ημέρα της οσίας κοιμήσεως του Αγίου ο σύζυγος μιας ευσεβούς γυναίκας, που στερούνταν πίστεως και ευλάβειας, έτυχε κατά καλή σύμπτωση να ασπαστεί το δεξί χέρι του Αγίου κατά τη μεταφορά του τιμίου λειψάνου. Τότε αισθάνθηκε το χέρι του θερμό και απαλό. Θαύμασε και αμέσως μεταβλήθηκε σε πιστό και ευσεβή. Επειδή δεν έτυχε να προσκυνήσει και η σύζυγός του το ιερό λείψανο του Αγίου, λυπήθηκε πολύ. Και ορίστε, την επόμενη νύχτα βλέπει σε όραμα ότι βρέθηκε σε κάποιον ιερό ναό, στην Ωραία Πύλη του οποίου καθόταν ο Άγιος ιερουργώντας ολόλαμπρος και ο πιστός λαός που βρισκόταν εκεί φώναζε: «Ο Νεκτάριος αγίασε». Τότε η γυναίκα αυτή με το παιδί της διέσχισε το πλήθος και πλησιάζοντας τον Άγιο πήρε την ευλογία του και της φάνηκε ότι αναχώρησε για το σπίτι της. Όταν επισκέφτηκε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα τη Μονή για να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου, ένιωσε έκπληξη βλέποντας την εικόνα του, η οποία ήταν ίδια με την όψη του Αγίου που της φανερώθηκε στο όραμα, διότι δεν τον είχε γνωρίσει ζωντανό.

Πριν από την εγκατάσταση του Αγίου στη Μονή, ο τότε εφημέριός της Νικόλαος είδε το εξής όραμα: του φάνηκε πως μπήκε σε μεγαλοπρεπή αίθουσα, στην οποία ήταν καθισμένη σε θρόνο δόξας μεγαλοπρεπής γυναίκα κρατώντας στην αγκαλιά της λαμπρό βρέφος. Στέκοντας περίτρομος μπροστά στην υπέρλαμπρη γυναίκα ο ιερέας, άκουσε φωνή: «Έρχεται ο Νεκτάριος», και αμέσως ήρθε ο Άγιος. Αφού σηκώθηκε από το θρόνο και τον πλησίασε εκείνη η γυναίκα, του είπε: «Θυμάσαι όταν ήρθα να σε πάρω πριν καιρό, αλλά σε άφησα, διότι οι Μοναχές έχουν ανάγκη της προστασίας σου». Αυτό ασφαλώς δήλωνε ότι η Κυρία Θεοτόκος είχε υπό την ιδιαίτερη προστασία της τον Άγιο, αφού τον διέσωσε κάποτε από δεινή και επικίνδυνη νόσο.

«Θέλησε, λοιπόν, ο άγιος Νεκτάριος κατά τα μέσα Αυγούστου να πάει και να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου που βρισκόταν στην ιερά Μονή της Χρυσολεοντίσσης. Στη Μονή αυτή παρέμεινε για 15 περίπου μέρες ησυχάζοντας, μελετώντας και κάνοντας προσευχή γονυκλινής μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, παρακαλώντας να παραταθεί για κάποια χρόνια η ζωή του στη γη για την ολοκλήρωση του έργου του στην ιερά Μονή. Ωστόσο, ανέθετε τα πάντα στο θέλημα του Κυρίου.

Αφού προσκύνησε για τελευταία φορά την ιερή εικόνα, με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε μυστικά, από πίσω του δε προσευχόταν παρακολουθώντας μια από τις μοναχές της συνοδείας του. Αφού βγήκε, πήρε το δρόμο της επιστροφής και σε κάποιο σημείο του δρόμου, όπου φαίνεται μια πέτρα να είναι χαραγμένη με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, σταμάτησε και άρχισε να προσεύχεται. Μετά, στράφηκε βλέποντας τον ορίζοντα και είπε: «Ας ευλογήσω για τελευταία φορά το Μοναστηράκι μου και τους χριστιανούς του νησιού, διότι σε λίγο θα φύγω». Έκπληκτη η μοναχή Νεκταρία ακούγοντας αυτά, είπε: «Πού θα πας;» «Στους ουρανούς» απάντησε ο θείος Πατέρας.

Η αδελφή που είχε ταχθεί στη διακονία του Αγίου, έβλεπε και η ίδια όποτε αρρώσταινε ο Όσιος, κάποιον νεαρό στον ύπνο της, ο οποίος στεκόταν δίπλα στον Άγιο και στην ερώτησή της μήπως έχει κάτι ανάγκη ο Πατήρ, απαντούσε: «Εγώ θα σε ειδοποιώ όποτε παραστεί κάποια ανάγκη». Τον ίδιο νεαρό τον έβλεπε σε εγρήγορση, ιδιαίτερα όποτε ιερουργούσε ο Άγιος, και στεκόταν δίπλα του. Φαινόταν δε ντυμένος στρατιωτική ενδυμασία και με αστραφτερή μορφή. Άλλη αδελφή, ακριβώς στο «Τα σα εκ των σων», είδε μεγαλοπρεπέστατη Κυρία, που κρατούσε βρέφος στην αγκαλιά της, η οποία μπήκε στην Ωραία Πύλη και στάθηκε δίπλα στον Άγιο και, αφού εκφώνησε το «Εξαιρέτως», άπλωσε τα χέρια της και έδωσε το βρέφος σ’ αυτόν. Αυτό είδε η αδελφή, ενώ ήταν ξύπνια, με γυμνούς οφθαλμούς.

Άλλη κόρη ορφανή, που ονομαζόταν Άννα Γιαννικίου και καταγόταν από την Αστυπάλαια, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, στη θεία της. Τον Ιανουάριο του 1925 η ίδια προσβλήθηκε αιφνίδια από ακάθαρτο πνεύμα που τη βασάνιζε σφοδρά. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα άκουγε το όνομα του Αγίου, τον έβριζε και έφριζε ο αλητήριος, σπαράζοντας το πλάσμα του Θεού. Οι συγγενείς της, τον Μάη, την ημέρα της Πεντηκοστής, αποφάσισαν να τη φέρουν στον τάφο του Αγίου για θεραπεία. Όταν την έφεραν στη Μονή, ο δαίμονας έφριζε σπαράζοντας και κατατυραννώντας τη δαιμονισμένη τόσο, ώστε αναγκάστηκαν οι Μοναχές να τη δέσουν με σχοινιά στο πεύκο δίπλα στον τάφο. Τέλος, μετά από αρκετή ώρα βγήκε το πονηρό πνεύμα και άφησε την κόρη ελεύθερη, η οποία παρέμεινε στη Μονή αφιερωμένη στον Θεό και έγινε κι εκείνη μοναχή αφού μετονομάστηκε Μητροδώρα, αφιερώνοντας προς δόξαν του Αγίου ένα αργυρό καντήλι.

Μετά από 5 μήνες θέλησαν να οικοδομήσουν μαρμάρινο μνημείο πάνω στον τάφο του Αγίου και έπρεπε να ανοιχτεί ο τάφος για να μετακομιστεί το νεκρό σώμα του. Αλλά η Ηγουμένη δίσταζε να ενεργήσει μια τέτοια πράξη φοβούμενη μήπως βγει δυσοσμία από τον ανοιχτό τάφο, όπως έβγαζαν τα σώματα σε αποσύνθεση.

Αυτά διαλογιζόταν μέσα της η Ηγουμένη χωρίς να φανερώνει σε κανέναν τις σκέψεις της. Και ιδού, εμφανίζεται ο Άγιος σε κάποια αδελφή της Μονής και της λέει: «Τι κάνεις, τέκνο;». «Καλά δι’ ευχών σας, Πάτερ» αποκρίθηκε η μοναχή. «Σκύψε να σε σταυρώσω» επανέλαβε ο Άγιος κατά τη συνήθεια που είχε πάντοτε. Έσκυψε η αδελφή και τη σταύρωσε. Έπειτα της λέει: «Μύρισέ με να δεις, μυρίζω;». Η αδελφή αποκρίθηκε ότι δεν μυρίζει. Τότε της λέει καθαρότερα: «Βρωμάω;». Εκείνη απάντησε: «Ποιος λέει ότι βρωμάτε, σεβασμιώτατε Πάτερ; Πώς είναι δυνατόν να βρωμάτε;». Λέει πάλι ο Άγιος: «Η Γερόντισσα έτσι λέει». «Ποια Γερόντισσα;» λέει η αδελφή. «Η Γερόντισσα το λέει αυτό». «Ποια Γερόντισσα;» λέει η αδελφή. «Η Γερόντισσα Ξένη, η Ηγουμένη» επανέλαβε ο Άγιος. «Κοίταξέ με λοιπόν, τέκνο. Μου λείπει τίποτα;» και έδειξε σ’ αυτήν τα χέρια, τα πόδια και τη ράχη. Και πάλι λέει στην αδελφή: «Δεν είμαι ολόκληρος;». «Ολόκληρος είστε» απάντησε η αδελφή.

Όλα αυτά η αδελφή τα διηγήθηκε στην Ηγουμένη, η οποία με πληροφορία πλέον εσωτερική προχώρησε, άνοιξε τον τάφο βρίσκοντας το άγιο λείψανο σώο και ακέραιο μαζί με όλα τα ιερά άμφια να ευωδιάζει άρρητα και τον θείο Πατέρα να φαίνεται σαν να κοιμάται. Το μετέφεραν, λοιπόν, στο δωμάτιο του Αγίου, όπου παρέμεινε για 48 ώρες, μέχρι την κατασκευή του μαρμάρινου τάφου, οπότε οι αδελφές, αφού τον έντυσαν με καινούργια άμφια, τον απέθεσαν πάλι στο μνημείο.

Το ιερό αυτό λείψανο του αγίου Νεκταρίου παρέμεινε 20 και παραπάνω χρόνια σώο και αδιάφθορο, εκχέοντας άρρητη ευωδία, η οποία έβγαινε από τον τάφο και γινόταν αισθητή στους προσερχόμενους πιστούς με έκπληξη.

Στα Χανιά της Κρήτης ιδρύθηκε στο όνομά του ενοριακός ναός, όπου με ευλάβεια δέχτηκαν το μεταφερόμενο σπόνδυλο από τα τίμια λείψανα του Οσίου και όπου ο Άγιος θαυματουργεί. Παρεκκλήσιο στο όνομά του καθιερώθηκε και στα νέα οικοδομήματα της Εκκλησιαστικής Σχολής Ριζαρείου.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1963 έγινε η ανακομιδή των τίμιων και μυρίπνοων λειψάνων του. Ανοίχτηκε ο τάφος απ’ όπου βγήκε άρρητη ευωδία. Τα ιερά λείψανα του Αγίου συλλέχτηκαν και τοποθετήθηκαν η μεν αγία Κάρα σε επίχρυση θήκη, τα δε υπόλοιπα λείψανα σε αργυρή θήκη, που βρίσκεται δίπλα στο μαρμάρινο εικονοστάσι. Το παρεκκλήσιο που είναι αφιερωμένο στον Άγιο διακοσμείται από πολλά καντήλια και άλλα εικονοστάσια, που είναι ευλαβείς δωρεές και προσφορές, τα δε ιερά του λείψανα εκπέμπουν ευωδία, η οποία δεν έλειψε ποτέ μετά από την κοίμησή του.

Λίγα χρόνια μετά την κοίμησή του, στα 1939, φέρανε στο Μοναστήρι έναν δαιμονισμένο. Τον πήγαν στον τάφο του Δεσπότη. Τότες δεν υπήρχε το εκκλησάκι πάνω από τον τάφο κι ο τάφος ήτανε χαμηλός. Το πεύκο μόνο ήταν κοντά. Οι παπάδες, λοιπόν, μνημονεύανε τον δαιμονισμένο και τόνε διαβάζανε πάνω στον τάφο. Τον κρατούσαν δεμένο με αλυσίδες δύο χωροφύλακες και δύο ναύτες. Δεν μπορούσανε να τον κάνουνε καλά. Τους συντάραζε. Χάλαγε ο κόσμος. Μια στιγμή, λοιπόν, ο δαιμονισμένος άρχισε να φωνάζει τόσο δυνατά, που φοβηθήκαμε όλοι: «Άγιε Νεκτάριε, μ’ έκαψες» φώναζε το δαιμόνιο που ταλαιπωριόταν από τον Άγιο. Σε λίγο, ο άνθρωπος έπεσε σαν νεκρός. Αυτό ήταν. Θεραπεύτηκε! Σηκώθηκε και με δάκρυα στα μάτια προσκύνησε τον τάφο λέγοντας και ξαναλέγοντας: «Άγιε Νεκτάριε, μ’ έσωσες. Σ’ ευχαριστώ!».

Άλλη μια φορά, φέρανε μια κοπέλα δαιμονισμένη. Ούρλιαζε σαν το θεριό. Όλοι όσοι ήμασταν γύρω-τριγύρω φοβόμασταν. Το πρόσωπό της ήταν αγριωπό σαν αγρίμι. Την ώρα που βγαίνανε τα Άγια έγινε καλά. Μέρεψε. Γαλήνεψε η μορφή της. Έγινε πεντάμορφη. Κλαίγαμε όλοι μας. Βάραγαν οι καμπάνες.

Κάποιος νέος διηγούνταν:

«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή έρχεται αστραπιαία ένας παπάς – πού βρέθηκε; – και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ΄ έριξε στο χώμα, αντίθετα από την οβίδα. Γλύτωσα, κυριολεκτικά, από θαύμα. Όταν γύρισα στον Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ΄ έσωσε. Εκείνος, μόλις μ΄ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μου ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή. Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του αγίου Νεκταρίου. “Αυτός είναι!” φώναξα ανατριχιασμένος. Γι΄αυτό έρχομαι στο Μοναστήρι. Ήθελα κι εγώ κάτι να προσφέρω στο Μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Θα τα κάνω καινούργια απ΄την αρχή. Γι΄αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές δίχως να με γνωρίζουν. «Ήρθατε για τα κεραμίδια;» με ρώτησαν! Τα ‘χασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (ο άγιος Νεκτάριος) και μας το είπε!…».

Αυτά μου διηγήθηκε το παλληκάρι. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο Μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω μέσα στην αυλή την κρεβατίνα με το γιασεμί. Η γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε: «Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!». Από τότε πίστεψα πιο δυνατά στη χάρη του».

Στιγμές από τη ζωή του αγίου...

Ο Θεός τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα. Ο καπετάνιος από τη γέφυρα του πλοίου τού χαμογέλασε. «Για πού το ‘βαλες;». «Για την Πόλη». «Στην Πόλη δεν πάνε τσάμπα». Στάθηκε σε μια γωνιά συμμαζεμένος. Θεέ μου, θα ‘μενε λοιπόν εδώ δίχως γράμματα, δίχως να μπορεί να μελετά την Αγία Γραφή! Όμως, για δες, περίεργο. Η μηχανή του πλοίου δεν έπαιρνε μπροστά. Οι ναύτες αγκομαχούσαν γύρω – γύρω, αλλά το καράβι αδύνατον να κουνηθεί. Ο καπετάνιος βγήκε και του έριξε μια ματιά. «Πάρε με, πάρε με και μένα». Και τότε του έγνεψε να μπαρκάρει. Το καράβι, με το που πάτησε το πόδι του πάνω, ξεκίνησε, έβαλε μπρος.

Ήρθε ο χειμώνας με χιόνια και με βροχές. Το αφεντικό του παρά τις παρακλήσεις του δεν του έδινε σημασία. Έτσι, μια νύχτα πήρε χαρτί και μολύβι και έγραψε: «Χριστούλη μου, με ρώτησες γιατί κλαίω. Έλιωσαν τα παπούτσια και τα ρούχα μου και υποφέρω. Κρυώνω τώρα το χειμώνα. Πήγα χτες στον παραφέντη και μ’ έδιωξε. Χριστούλη μου, τόσο καιρό εργάζομαι και δεν έστειλα γρόσι στη μάνα. Τι να κάνω τώρα χωρίς ρούχα; Μπαλώνω και σχίζονται. Συγχώρεσέ με που Σ’ ενοχλώ. Σε προσκυνώ. Ο δούλος Σου, Αναστάσιος». Βγήκε χαράματα να στείλει το γράμμα, αλλά ο γείτονας τον λυπήθηκε και προσφέρθηκε να το πάει ο ίδιος. Σε μια βδομάδα ήρθε κανονικό ταχυδρομικό δέμα με ρούχα, παπούτσια και λεφτά. Πάνω – πάνω μια κάρτα. «Ο Χριστός στον Αναστάση». Έπεσε στα γόνατα και ευχαριστούσε εκ βαθέων. Χριστούλη μου, αγαπημένε μου. Το ‘ξερα ότι θα με λυπηθείς.

Στη διακονία που του ανατέθηκε έδειξε απαράμιλλο ζήλο και αξιέπαινη δραστηριότητα. Μεταξύ πολλών άλλων ενεργειών του, επιμελήθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα της διακοσμήσεως και αγιογραφήσεως του πατριαρχικού ναού του Αγίου Νικολάου. Η δαπάνη που απαιτήθηκε για την παραπάνω εργασία συγκεντρώθηκε από εράνους και δωρεές από το σύνολο των ευσεβών ομογενών της Αιγύπτου.

Ο θείος Πατέρας με μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε το μέγα αξίωμα της αρχιεροσύνης και έλεγε προς τον Κύριο: «Κύριε, γιατί με ανύψωσες σε τόσο μεγάλο αξίωμα; Εγώ Σου ζήτησα να γίνω μόνο θεολόγος και όχι μητροπολίτης».

Πριν το διορισμό του Αγίου ως διευθυντή, η Ριζάρειος Σχολή δεν λειτουργούσε όπως θα έπρεπε. Η αρχή φάνηκε από την κακή πλευρά. Μια λογομαχία των τελειόφοιτων κατέληξε σε καβγά, σε ανταλλαγή χτυπημάτων. Οι τέσσερις δράστες έφτασαν στο γραφείο του. Φαίνονταν αγριεμένοι, έτοιμοι να υποστούν τις συνέπειες. Μπροστά του τσακώθηκαν, λογομάχησαν ξανά. Όταν σταμάτησαν, γύρισε και τους κοίταξε στα μάτια έναν – έναν. «Αυτά όλα που κάνατε» άρχισε σιγά-σιγά να λέει, «με λυπούν βαθύτατα». «Με αναγκάζουν να τιμωρήσω τον εαυτό μου με απεργία πείνας». «Κύριε παιδονόμε» γύρισε και είπε. «Να ειδοποιήσετε το μάγειρα επί τρεις μέρες να μη μου στέλνει φαγητό. Εξηγηθήκαμε; Την ώρα του φαγητού θα προσεύχομαι για την αναστάτωση. Πηγαίνετε, παρακαλώ, και είθε ο Κύριος να αποστείλει έλεος και φωτισμό». Απόμειναν να κοιτάζουνε αμίλητοι. «Πηγαίνετε, παρακαλώ, και μέχρι το μεσημέρι να έχετε συμφιλιωθεί πλήρως, διαφορετικά θα συνεχίσω την τιμωρία».

Η ζωή του ήταν ζωή μάλλον μοναχού, με προσευχή και χρηστότητα και συνεχή μελέτη και συγγραφή ιερών βιβλίων. Παρότι φορτωμένος με τα καθήκοντα του διευθυντή της Σχολής, δεν έπαυε να ιερουργεί πάντοτε και να κηρύττει το θείο λόγο στο παρεκκλήσιο της Σχολής. Ένα βράδυ ο καθαριστής της Σχολής με το βοηθό του πιάστηκαν στα χέρια. Έτυχε να περπατάει εκεί γύρω και άκουσε τις φωνές. «Τι συμβαίνει;» τους ρώτησε. Ο μικρότερος, ο βοηθός, κάτι πήγε να πει. Τον σταμάτησε. «Πηγαίνετε» τους είπε, «και εφόσον τεμπελιάζετε και δεν κάνετε το καθήκον σας, θα αναγκαστώ να το κάνω κι αυτό». «Πώς;» ψιθύρισε ο καθαριστής. «Θα μας διώξετε;». «Ηρέμησε, μην ανησυχείς. Απλούστατα, θα αναλάβω να κάνω κι αυτή την εργασία». Για ενάμιση περίπου χρόνο που ήταν καθαριστής ο Μιχάλης οι μαθητές δεν μπορούσαν να καταλάβουνε. Αλλά και εκτός της Σχολής ιερουργούσε και κήρυττε, τόσο στην Αθήνα όσο και στον Πειραιά. Το πέρασμα του αγίου Νεκταρίου από την Αθήνα και τον Πειραιά ήταν επίσκεψη θεία και ευλογία Θεού.

Ερχόμενος στην Αθήνα στερούνταν παντελώς χρημάτων, διότι ό,τι καρπωνόταν στην Αίγυπτο το μοίραζε στους φτωχούς και εξέδιδε ωφέλιμα συγγράμματα. Τόσο δε αφιλοχρήματος ήταν, ώστε πολλοί έλεγαν: «Ο Πενταπόλεως και τα χρήματα δύο πράγματα αντίθετα». Ενώ δε στερούνταν και του καθημερινού ψωμιού, από κανέναν δεν ζητούσε, ζώντας με ευαγγελική ολιγάρκεια και φτώχεια. Για ένα χρόνο παρέμεινε αναζητώντας εργασία, αλλά πουθενά δεν βρήκε κατανόηση.

Όταν ερχόταν Παρασκευή και έπρεπε το επόμενο μεσημέρι να πληρωθούν οι εργάτες που δούλευαν για τη Μονή, οι μοναχές βρίσκονταν σε αγωνία. Κάθε λεπτό του εικοσιτετραώρου από ‘κεί και πέρα ήταν γι’ αυτές εφιάλτης. Πλησίασαν το γραφείο του δισταχτικά, σκυφτές κι απελπισμένες. Ήξεραν ότι χρήματα δεν υπήρχαν. “Τι συμβαίνει;” τις ρωτούσε. “Θα επανέλθουν από Δευτέρα οι εργάτες;” τον ρωτούσαν εκείνες. “Θα σας απαντήσω αύριο το μεσημέρι”. Το βράδυ, προτού κοιμηθεί, πλησίαζε την Κυρία Θεοτόκο και της εξιστορούσε για το αδιάκοπο αυτό ζήτημα. Ξανοιγόταν σε λεπτομέρειες και συχνά προέβαινε σε διαχειριστική αναφορά. Την άλλη μέρα, όταν έφτανε πάνω στο αλογάκι του ο ταχυδρόμος, ήταν αδύνατον να μην έρθουν χρήματα από τα πλέον απίθανα μέρη. Συχνά από την Αίγυπτο αλλά και από την πλέον απόμακρη αποικία, τον Καναδά. Οι Γερόντισσες, όταν τις καλούσε για να τις αναγγείλει τα νέα, έτριβαν τα μάτια τους από απορία. “Έστειλε η Κυρία Θεοτόκος” εξηγούσε. “Για την ερχόμενη εβδομάδα;” ρωτούσαν. “Μη γίνεστε αγνώμονες. Κάτι πάλι θα στείλει η Θεία Πρόνοια”. Και πραγματικά, έστελνε πάντα πάνω στο “Αμήν”.

Ἀπολυτίκιον. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης

Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἀπολυτίκιον. Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης

Οσίως εβίωσας, ως ιεράρχης σοφός, δοξάσας τον Κύριο, δι’ εναρέτου ζωής, Νεκτάριε Όσιε. Οθεν του Παρακλήτου, δοξασθείς τη δυνάμει, δαίμονας απελαύνεις, και νοσούντας ιάσθαι, τους πίστει προσιόντας τοις θείοις λειψάνοις σου.

Κοντάκιο. Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω

Ορθοδοξίας τον αστέραν τον νεόφωτον και εκκλησίας το νεόδμητον προτείχισμα ανυμνήσωμεν καρδίας εν ευφροσύνη. Δοξασθείς γαρ ενέργεια τη του Πνεύματος, ιαμάτων αναβλύζει χάριν άφθονον τοις κραυγάζουσιν Χαίροις, Πάτερ Νεκτάριε.