Μέσα από την Καινή Διαθήκη

Η Ταφή του Κυρίου

Ο Κύριός μας ήταν ήδη νεκρός. «Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ» (Ματθ. κζ’ (27), 57). Όταν προχώρησε το δειλινό, ήλθε κάποιος άνθρωπος πλούσιος που καταγόταν από την Αριμαθαία και ονομαζόταν Ιωσήφ. Ο Ιωσήφ είχε πιστέψει στο κήρυγμα του Χριστού, περί της βασιλείας του Θεού και την περίμενε. Από τον φόβο του όμως προς τους άλλους Ιουδαίους, συναντούσε τον Χριστό  κρυφά. Ωστόσο εκείνη την ώρα βρήκε το κουράγιο και εμφανίστηκε μπροστά στον Πιλάτο, αψηφώντας κάθε κίνδυνο και ζήτησε το Πανάγιο Σώμα του Κυρίου, ενώ οι δώδεκα μαθητές Του Κυρίου ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους γεμάτοι φόβο.  Ο Πιλάτος, αφού βεβαιώθηκε από τον εκατόνταρχο ότι ο Χριστός είχε πράγματι πεθάνει, επέτρεψε στον Ιωσήφ να πάρει το νεκρό σώμα.

Με πολλή προσοχή το τύλιξε σ’ ένα ακριβό σεντόνι και το τοποθέτησε σ’ ένα καινούργιο μνήμα, που το είχε ετοιμάσει για τον εαυτό του. Το μνήμα αυτό ήταν λαξευμένο, σκαμμένο δηλαδή, σ’ έναν βράχο, μέσα σ’ έναν ωραίο κήπο που ανήκε στον Ιωσήφ.

Πολλές ευσεβείς γυναίκες, μαθήτριες του Κυρίου, παρακολουθούσαν την Ταφή με πρόσωπα υγρά από τα δάκρυα. Κι όταν όλα τελείωσαν, μερικοί δυνατοί υπηρέτες του Ιωσήφ, κύλησαν έναν μεγάλο βράχο με πολύ κόπο και έκλεισαν έτσι το άνοιγμα του μνήματος. Σε λίγο, ενώ ακόμα ήταν Παρασκευή απόγευμα, έχοντας όλοι τελειώσει το πένθιμο χρέος τους, είχαν φύγει. Ερημιά και γαλήνη επικρατούσε μέσα στον κήπο.

Οι Αρχιερείς τοποθετούν στρατιώτες στο μνήμα

Όμως οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς, οι σκληροί εκείνοι και αδίστακτοι εχθροί του Κυρίου μας, δεν κατόρθωσαν να βρουν ησυχία. Θυμήθηκαν πως ο Χριστός είχε αναγγείλει ότι θ’ αναστηθεί ύστερα από τρεις μέρες. Ανήσυχοι, λοιπόν, την επόμενη μέρα το πρωί, το Σάββατο, τρέχουν στον Πιλάτο.

– Κύριε, του λένε. Θυμηθήκαμε ότι Εκείνος ο πλάνος, που σταυρώσαμε, είχε πει όσο ζούσε, πως μέσα σε τρεις μέρες θα αναστηθεί. «κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας» (Ματθ. κζ(27), 64). Δώσε, λοιπόν, διαταγή να φρουρηθεί ο Τάφος μέχρι την τρίτη μέρα μήπως έρθουν οι μαθητές Του τη νύχτα, κλέψουν το Σώμα και πουν στον λαό πως αναστήθηκε από τους νεκρούς και είναι αυτή η πλάνη χειρότερη της πρώτης (που τον πίστεψαν ότι είναι ο Μεσσίας, ο απεσταλμένος του Θεού).

Βαρύθυμος (καλύτερα: Χωρίς διάθεση και με αρκετό εκνευρισμό) ο Πιλάτος τους είπε:

– Έχετε στρατιώτες. Στείλτε να φυλάξουν για ασφάλεια, όπως εσείς νομίζετε καλύτερα.

Έστειλαν τότε οι Ιουδαίοι μια κουστωδία, μια ομάδα από στρατιώτες, σφράγισαν το μνήμα και τους έβαλαν να φρουρούν απ’ έξω για μεγαλύτερη ασφάλεια. Νόμισαν έτσι πως θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον Παντοδύναμο Κύριο, που είχε κάνει τόσα θαύματα και πριν από λίγες μέρες είχε αναστήσει τον Λάζαρο, να κάνει το πιο μεγάλο θαύμα. Να αναστηθεί όπως τους είχε πει. Πριν ακόμα νυχτώσει, οι στρατιώτες της κουστωδίας είχαν περικυκλώσει το μνήμα και κρατώντας τις λόγχες στα χέρια τους αγρυπνούσαν.

Myrofores2

Οι Μυροφόρες μαθαίνουν πρώτες την Ανάσταση του Κυρίου

Πλησίαζαν πια χαράματα. Ξημέρωνε Κυριακή. Όταν μερικές γυναίκες, πιστές μαθήτριες του Κυρίου, ξεκίνησαν κρατώντας μύρα, πολύτιμα δηλαδή αρώματα, για τον Τάφο του Ιησού. Γι’ αυτόν τον λόγο ονομάστηκαν Μυροφόρες. Η καρδιά των γυναικών ήταν γεμάτη πένθος. Κι έλεγαν μεταξύ τους:

«Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;» (Μάρκ. ιστ(16), 3)

– Αλήθεια, ποιος θα κυλήσει τον μεγάλο ογκόλιθο από το άνοιγμα του μνημείου; Και είχαν μεγάλη ανησυχία. Μια από αυτές, η Μαρία η Μαγδαληνή, έτρεξε βιαστικά. Λαχανιασμένη, σταμάτησε έκπληκτη. Το μνημείο ήταν ανοικτό, οι στρατιώτες είχαν εξαφανιστεί και ο μεγάλος βράχος, που είχε σφραγίσει το άνοιγμα, ήταν πεταμένος πέρα. Σφίχτηκε η απλή και αγαθή της καρδιά.

– Ω! Έκλεψαν το Σώμα του Κυρίου μου, οι εχθροί Του!, είπε μέσα της.

Κλαίγοντας έτρεξε, για ν’ αναγγείλει το γεγονός στους Μαθητές.

Εν τω μεταξύ, οι άλλες Μυροφόρες γυναίκες είχαν κι εκείνες πλησιάσει στο μνήμα. Το βρήκαν ανοιχτό και στάθηκαν έκπληκτες.

– Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκαν.Aggelos

Σκύβουν όμως μέσα στο μνημείο και από την ταραχή τους κάνουν ένα βήμα προς τα πίσω. Τι ήταν αυτό που έβλεπαν; Ένας ολόλαμπρος λευκοφορεμένος άγγελος καθόταν στην άκρη και με το πρόσωπο χαρούμενο τους είπε:

– Μη φοβάστε! Γνωρίζω πως ζητάτε τον Ιησού τον Εσταυρωμένο. «…ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε·» (Μάρκ. ιστ(16), 6) Αναστήθηκε, δεν βρίσκεται εδώ, όπως σας είχε προαναγγείλει. Κοιτάξτε τον τόπο, όπου είχε ενταφιαστεί το Σώμα Του. Πηγαίνετε γρήγορα και πείτε στους Μαθητές Του και στον Πέτρο πως αναστήθηκε ο Κύριος και θα Τον συναντήσουν στη Γαλιλαία. Εκεί θα Τον δείτε!

Βιαστικές, με καρδιά που ξεχείλιζε από χαρά και ευτυχία, οι Μυροφόρες έτρεξαν προς τους Αποστόλους. Ο ήλιος ακόμα δεν είχε βγει. Κι εκεί, από την άκρη του κήπου, ενώ έτρεχαν χαρούμενες είχαν μια μεγάλη συνάντηση. Βλέπουν μπροστά τους όρθιο τον Κύριο ζωντανό. Σαν να έπαθαν κάτι, σταμάτησαν απότομα. Έβλεπαν σωστά;

– Χαίρετε, ακούστηκε τότε η γνώριμη φωνή του λατρευτού τους Διδασκάλου.

Βουβές από συγκίνηση και χαρά εκείνες πέφτουν στα πόδια Του και Τον προσκυνούν.

– Μη φοβάστε!, συνεχίζει ο Κύριος. Πηγαίνετε ν’ αναγγείλετε στους αδελφούς μου, ότι θα συναντηθούμε στη Γαλιλαία. Τότε τρέχοντας, με πόδια που πετούσαν, κατευθύνθηκαν προς το σπίτι, όπου έμεναν κρυμμένοι οι Μαθητές του Κυρίου.

 

 

Aggeloi

Οι Μυροφόρες αναγγέλλουν την Ανάσταση

Η Μαγδαληνή  έτρεξε στους μαθητές. Είπε τότε στον Πέτρο και στον Ιωάννη, γεμάτη ανησυχία και αγωνία: «ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.» (Ἰωάν. κ(20), 2)

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης, βγήκαν αμέσως από το σπίτι και έτρεχαν προς το μνημείο. Ο Ιωάννης σαν νεότερος που ήταν, έφτασε γρηγορότερα έξω από το ανοιγμένο μνήμα και περίμενε τον Πέτρο. Όταν έφθασε κι εκείνος, μπήκαν και οι δύο μέσα στον τάφο. Είδαν σε μια γωνιά τα σάβανα, με τα οποία είχαν περιτυλίξει πολύ σφιχτά το Σώμα του Κυρίου. Στην άλλη γωνία είδαν το ύφασμα, με το οποίο κάλυπταν το πρόσωπο του νεκρού.

Βγήκαν από το μνημείο ξαλαφρωμένοι, με καρδιά γεμάτη χαρά. Ο Κύριός τους είχε πράγματι αναστηθεί, όπως τους είχε πει. Έπρεπε να φύγουν αμέσως για τη Γαλιλαία. Εκεί θα Τον συναντούσαν.

Η Μαρία η Μαγδαληνή συναντά τον αναστημένο Κύριο

«Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω.» (Ἰωάν. κ(20), 11) Η Μαρία η Μαγδαληνή, με βήμα αργό ξαναγύρισε στον Τάφο. Πλησίασε και σκούπισε τα μάτια της. Στάθηκε έξω από το μνημείο κι έκλαιγε έξω απ’ αυτό. Για μια στιγμή σκύβει στο εσωτερικό του σκαμμένου βράχου και μένει άλαλη από έκπληξη και φόβο.

Aggeloi

Δύο λευκοφορεμένοι άγγελοι βρισκόντουσαν εκεί, καθισμένοι ο ένας στη θέση που είχαν ακουμπήσει το κεφάλι του Χριστού  κι ο άλλος στη θέση που είχαν απλώσει τα πόδια Του.

– Γιατί κλαις; τη ρωτούν με χαρούμενο πρόσωπο οι άγγελοι.

– Έκλεψαν το Σώμα του Κυρίου μου, αποκρίνεται η Μαρία η Μαγδαληνή κλαίγοντας, και δε γνωρίζω που το έχουν βάλει. Την ίδια όμως στιγμή αισθάνθηκε να στέκεται κάποιος πίσω της. Στρέφει το κεφάλι και ακούει μια φωνή:

– Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητείς; της λέει εκείνος.

Η Μαρία δεν μπόρεσε να διακρίνει καλά τα χαρακτηριστικά αυτού που την ρωτούσε. Νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και έκανε ένα βήμα προς αυτόν.

– Κύριε, του λέει, εάν εσύ πήρες το Σώμα του Κυρίου μου, πες μου σε παρακαλώ, που Τον τοποθέτησες, για να Τον πάρω.

Κι Εκείνος της απάντησε λέγοντας:

– Μαρία!

Αυτή η λέξη τάραξε την ψυχή της Μαγδαληνής. Μόνο ένας φώναζε το όνομά της με τέτοιο τρόπο. Μόνο ο Κύριος! Κι αμέσως, σαν να έπεσε ένα βαρύ σκοτάδι από τα μάτια της, αναγνώρισε την θεία μορφή Του. Με την ψυχή της πλημμυρισμένη από χαρά Τον πλησιάζει:

– Ραββουνί!, φωνάζει, δηλαδή Διδάσκαλέ μου! και απλώνει τα χέρια της προς Αυτόν.

– Μη μ’ αγγίζεις!, της λέει ο Κύριος. Πήγαινε στους αδελφούς μου ν’ αναγγείλεις την Ανάστασή μου.

Δωροδοκία των στρατιωτών από τους Αρχιερείς

Τι έγινε όμως με τους στρατιώτες της κουστωδίας που φύλαγαν το μνήμα του Κυρίου μας;

Εκείνοι, μόλις έγινε ένας τρομερός σεισμός, ζαλισμένοι, τρομαγμένοι, θαμπωμένοι από το φως, που ξεπήδησε από τον ξαφνικά ανοιγμένο τάφο, έπεσαν κάτω σαν νεκροί, αναίσθητοι. Γρήγορα όμως συνήλθαν. Είδαν τον τάφο αδειανό και φοβισμένοι έτρεξαν στους Αρχιερείς και στους Γραμματείς. Stratiotes

Τρέμοντας τους εξιστορούν τα γεγονότα. Εκείνοι δεν ξέρουν τι να πουν, πώς να εξηγήσουν αυτά που έγιναν. Φόβος και ανησυχία ξαναγυρίζουν στην καρδιά τους. Με πονηριά προσπαθούν να σκεπάσουν τα πράγματα. Παίρνουν ιδιαιτέρως τους στρατιώτες και τους λένε:

– Πάρτε αυτά τα χρήματα, και να διαδώσετε πως σας είχε πάρει ο ύπνος τη νύχτα αυτή. Κι έτσι βρήκαν οι μαθητές του Κυρίου αφορμή, ήρθαν και έκλεψαν το Σώμα, για να λένε τώρα πως τάχα ο Διδάσκαλός τους αναστήθηκε από τους νεκρούς. Μην ανησυχείτε ακόμα κι αν αυτή η είδηση φτάσει μέχρι τα αυτιά του ηγεμόνα. «ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσωμεν.» (Ματθ. κη(28), 14). Εμείς θα τον πείσουμε να σας απαλλάξει από κάθε ανησυχία και ευθύνη.

Εκείνοι αφού πήραν τα χρήματα, έκαναν όπως τους συμβούλευσαν οι Αρχιερείς.