Για την ψυχή του πατέρα…

Η μικρή Ντάμαρ ανοιγόκλεισε τα μάτια της, στριφογύρισε λίγο πάνω στην ψάθα της μικρής καλύβας τους κι ένας γλυκός καινούργιος ύπνος την ανάγκασε να τα ξανακλείσει. Όμως σε λίγο το κλάμα του μικρού Ιλούγκα δίπλα της την έκανε να πεταχθεί από την ψάθα.

Ήξερε πως η μητέρα της, η Ναμπά, ήταν στο πόδι από πολύ πρωί. Έπρεπε να κάνει όσες δουλειές δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα αδύναμα χέρια της Ντάμαρ μέσα στη φτωχική καλύβα. Να ετοιμάσει το πρωινό φαγητό για τα τρία παιδιά της, να δώσει οδηγίες στην Ντάμαρ, να πλύνει τα λιγοστά φτωχικά ρούχα τους, να ρίξει μια ματιά με τα λίγα γράμματα που ήξερε στα τετράδια των παιδιών της.

Τέλος θα πει δυο λόγια προσευχής. Τι παρηγοριά για τη χήρα Ναμπά τούτη η ώρα της προσευχής! Κάποια βροχερή µέρα θυµάται…

Ο Μπατιµπάνκα, το μικρό της παιδί, σπαρταρούσε από τον πυρετό της µαλάριας (ελονοσία) στην αγκαλιά της. Δεν ήξερε πώς να τον κάνει καλά. Όλα τα κρύα πανιά στο κεφάλι, όλα τα γιατρικά που γνώριζε, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Τότε ήρθε μια γειτόνισσα και της είπε να το πάει στην κοντινή Ιεραποστολή, στο ιατρείο, που λευκές νοσοκόμες με τις άσπρες στολές τους κάθε μέρα δένουν τραύματα, περιποιούνται πληγές, δίνουν φάρμακα.

Έτρεξε η χήρα Ναμπά, καθώς ήταν σαν νεκρό το παιδί της. Δεν περίµενε πολύ. Της το άρπαξαν απ’ τα χέρια, το περιποιήθηκαν, του έδωσαν φάρµακα και βιταμίνες, κάποιες τροφές δυναμωτικές. Και της είπαν να πάει κι άλλες φορές.

Όταν έγινε καλά ο µικρός, πήρε µαζί της τα τρία παιδιά της και µπήκε κάποια Κυριακή µέσα στον ναό, που δεν ξαναείδαν τέτοιον τα µάτια της, γεμάτο με χρωματιστές μορφές αγίων και φως και λευκό ιερέα.

Από τότε η Ναμπά πήγε και μιά και πολλές φορές ακόμα. Αυτός ο ήρεµος ιερέας πόσο γλυκά τούς µίλησε για κάποιον Θεό γεµάτο αγάπη, που προστατεύει τις χήρες, που γίνεται προστάτης των ορφανών!

Και ξημέρωσε η ευλογημένη μέρα, που η χήρα Ναμπά, μαζί με τα τρία της παιδιά μπήκε στο άγιο Βαπτιστήριο, φόρεσε το λευκό χιτώνα και από τότε μεγάλωσε η φροντίδα της για τα τρία της παιδιά, τους τρεις θησαυρούς της.

Αυτά θυµόταν η Ναµπά καθώς ξύπναγε τη µικρή Ντάµαρ. Της έδωσε δυο συµβουλές και ξεκίνησε µε τη λιγοστή πραµάτεια της για την αγορά. Από τότε που έχασε τον άνδρα της σε δυστύχημα, έπρεπε η ίδια να δουλεύει για να βγάλει λίγα χρήματα…

Η µικρή κόρη αµέσως έπιασε δουλειά. Ετοίµασε το µανιόκ (είδος λαχανικού), µ’ όλη την τέχνη που της έµαθε η µητέρα της. Όταν µεσηµεριάσει, θα πάρει το δοχείο µε το φαγητό να το πάει στη µάνα και σε µερικές που είναι κοντά της.

Κάποια µέρα τόλµησε και ρώτησε η Ντάµαρ:

– Γιατί να ετοιµάζω τόσο φαγητό, µάνα; Πρέπει να δίνεις και στις άλλες, εσύ που είσαι η πιο φτωχή; Χάιδεψε το σγουρό κεφάλι της η µάνα και της είπε.

– Ναι, κόρη µου, πρέπει να δίνω, για να αναπαυθεί η ψυχή του πατέρα σου…

Από τότε η Ντάµαρ ετοίµαζε µε περισσότερη όρεξη το µανιόκ, αφού έτσι ανακούφιζε την ψυχή του πατέρα της, που τόσο αγαπούσε.

Ήρθε κάποια στιγµή όµως, που η µικρή ψυχούλα της δοκίµασε κάποια ανησυχία.Τώρα που έγινε χριστιανή, θα πιστεύει ακόµα πως πρέπει να µοιράζει τροφή για να αναπαυθεί η ψυχή του πατέρα της; Πήγε και είπε την απορία της στον ιερέα, εκεί στην Ιεραποστολή. Κι άκουσε πως κι οι χριστιανοί δεν ξεχνούν τους πεθαµένους συγγενείς τους. Τους θυµούνται, κάµουν µνηµόσυνα, οι ιερείς µνηµονεύουν τα ονόµατά τους στη Θεία Λειτουργία. Και πολλοί πιστοί µοιράζουν αγαθά, κάνουν ελεηµοσύνες για την ψυχή τους.

– Όµως, ο πατέρας δεν πέθανε χριστιανός, πάτερ, είπε λυπηµένη.

– Δεν πρόφθασε να Τον γνωρίσει, πρόσθεσε απαλά ο ιερέας. Όµως, λες πως δεν του έµοιαζε άλλος στην καλοσύνη. Ο Θεός της αγάπης κάτι ετοιµάζει για όλους αυτούς. Όµως, να ξέρεις πως από το καλοµαγειρεµένο µανιόκ κι απ’ όλα τα πλούτη, την ψυχή του πατέρα σου θα την αναπαύσει περισσότερο η δική σας αγάπη για τον Ιησού Χριστό.

Αυτή είναι τώρα η πιο µεγάλη φροντίδα της µικρής Ντάµαρ, της ορθόδοξης χριστιανής στην Κανάνγκα.

Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ)

Για την ψυχή του πατέρα