Για το άλλο νερό

Πόσες φορές τα γυμνά, αδύνατα πόδια της μικρής Ματάλα, έκαναν τούτο τον δρόμο, από την καλύβα τους μέχρι το ρέμα με την δροσερή πηγή.

Κι άλλες φορές, κοβόταν το νερό στην πόλη τους, αλλά όχι για μία και δύο ολόκληρες ημέρες.

Κι άλλες φορές, έπαιρνε την λεκάνη στο κεφάλι, γεμάτη νερό, και την έφερνε ώρα δρόμο από τούτη την πηγή ως το σπίτι τους.

Έτσι και σήμερα, για δεύτερη μέρα.

Να καλύψει βασικές ανάγκες η μάνα, να βάλει νερό, να γίνει το μεσημεριάτικο μανιόκ τους, να κρατήσει στα κύπελα νερό για τα μικρά της αδέλφια, για όλους. Να μείνει και λίγο να ξεπλυθούν τα λερωμένα μουτράκια, τα γυμνά πόδια.

Σήμερα, που είναι ανάγκη να πλυθούν και τα ρουχαλάκια του μωρού, βγάζουν φωτιές τα πόδια της Ματάλα, αφού έκανε αρκετές φορές τούτο τον δρόμο.

Βέβαια, στην ανηφοριά της χαράδρας, χυνόταν αρκετό νερό πάνω στους ώμους της, αλλά μέσα στην κάψα του ήλιου τους, του αφρικανικού ήλιου, τούτο το βρέξιμο ήταν ευεργετικό για το μικρό κορίτσι.

Έλεγε, πως αυτή η φορά ήταν η τελευταία που πήγαινε σήμερα. Ίσως δεν θα γινόταν κι αυτή, αν εκείνο το αγόρι, που έπαιζε με τον κόπο της, δεν της έριχνε όλο το νερό πάνω της, εκεί που έφτανε στο σπίτι της.

Έβαλε τα κλάματα η μικρή Ματάλα. Πήγε να βγει από το στόμα της κάποιος κακός λόγος, σαν εκείνους που άκουγε στην αγορά, στους δρόμους, στην γειτονιά να φωνάζουν, η μία θυμωμένη γειτόνισσα στην άλλη, το ένα παιδί στο άλλο. Θυμήθηκε όμως, αμέσως, την γλυκιά μορφή της κατηχήτριάς της, εκεί στην αίθουσά τους, κάθε Κυριακή που μαζεύονται τόσα κορίτσια.

– Εμείς οι Χριστιανοί, δεν θα αφήνουμε από το στόμα μας να βγαίνει κακός λόγος για τον άλλον. Κι όταν ακόμη μας λυπούν ή μας αδικούν. Στην κατάρα ευχή, στην βρισιά καλός λόγος, στον θυμό χαμόγελο. Έτσι θα ιδρύσουμε και εδώ στην Κανάγκα, την βασιλεία του Θεού της αγάπης.

Έκλαψε μόνο η Ματάλα. Έριξε μόνο ένα θλιμμένο βλέμμα στο αγόρι, που γελούσε ακόμη, και πήρε την μεγάλη λεκάνη, για τούτο τον τελευταίο δρόμο.

Όμως αυτή την φορά, το μικρό σωματάκι, βάραινε από τον κόπο τον πολύ, την κούραση, τον πόνο.

Μ’ όλη αυτήν την ταλαιπωρία, άργησε να ακούσει την φωνή της Λούμπου, που την χαιρέτησε από μακριά, κάνοντας και εκείνη τον ίδιο δρόμο, για την πηγή.

Στάθηκε λίγο. Της χαμογέλασαν τα φριγμένα από τον ήλιο και την κούραση χείλη της και τότε άκουσε να της λέει.

– Ματάλα, έμαθες; Η ορθόδοξη ιεραποστολή δεν έχει νερό δύο μέρες. Οι κυρίες δεν έχουν νερό.

Πάγωσε η καρδιά του μικρού κοριτσιού. Της φάνηκε της Ματάλα πως θα πέσει κάτω. Όχι τώρα πια από την κούραση, αυτή της έφυγε όλη. Από ντροπή, που δεν πήγε η σκέψη της και η αγάπη της στις λευκές κυρίες, της αγαπημένης της ιεραποστολής.

Είχε ακούσει από τον πατέρα πως όλη η πόλη δεν είχε νερό. Δεν έπρεπε, λοιπόν, η πρώτη σκέψη της να είναι αυτή;

Πώς θα πιούν το γάλα τους τα 400 παιδάκια στα σχολεία; Πώς θα γίνουν τα έργα, τα άλλα, μέσα στο μεγάλο σπίτι, που μένουν οι λευκές αδελφές;

Δεν είναι μαθημένες εκείνες να περπατούν κάτω από τον αφρικανικό ήλιο, ούτε ξέρουν πού υπάρχουν πηγές.

Έπειτα, κάθε Κυριακή και άλλες μέρες, τους ποτίζουν με αγάπη και αυταπάρνηση με το νερό της αλήθειας, με το οποίο ξεδιψάει η ψυχή τους. Τους ετοιμάζουν ωραίες γιορτές, δέματα αγάπης, δώρα, γλυκά.

Τούτες τις μέρες, θα τις αφήσουν να βγουν στους δρόμους, να τρέχουν στις πηγές, να κουβαλούν νερό στο κεφάλι και αυτές; Όχι βέβαια.

Η Ματάλα πήρε την απόφαση.

Δεν την πονάει τώρα πια το κεφάλι από τον ήλιο και το βάρος. Δεν βγάζουν φωτιές τα αδύνατα, γυμνά πόδια της. Τρέχει και ούτε καταλαβαίνει το βάρος πάνω στο κεφάλι της.

Τι θα ήταν, βέβαια, μια λεκάνη νερό για την ιεραποστολή; Τίποτε. Όμως, είναι αποφασισμένη για τις λευκές αδελφές, που τους ξεδιψάνε κάθε Κυριακή, να πάει πολλές φορές.

Κι, ω χαρά, όταν έφτασε στον δρόμο τον γνωστό, που τόσες φορές τούτα τα πόδια, ήρθανε, με λάσπη, με βροχή, στην ζέστη την αφόρητη, είδε κι άλλες πολλές μαθήτριες του κατηχητικού τους, και μητέρες. Ακόμα και την πρεσβυτέρα, να έχουν πάει πιο μπροστά από αυτήν, με τις λεκάνες τους, με μικρότερα δοχεία, με ό,τι άλλο μέσο είχαν, νερό στην ιεραποστολή. Στο πνευματικό τους σπίτι. Έτσι σαν συμπαράσταση, σαν ευγνωμοσύνη.

Κι είδαν, τα δακρυσμένα, από τούτο το θέαμα, μάτια της Ματάλα, κάποια άλλα δάκρυα στα λευκά πρόσωπα, βαθιάς συγκινήσεως, για την αδελφική συμπαράσταση των γυναικών, των ανδρών, των μικρών παιδιών.

Δάκρυα, γιατί ήξεραν, τι έκρυβε τούτη η μεταφορά του νερού που έκανε η Ματάλα κι άλλες μαύρες αδελφές στην ορθόδοξη ιεραποστολή.

Κανάγκα

Για το άλλο νερό

by Artist Name