Η καινούργια ζύμη

Τον πρωτοείδαν στην αυλή του σχολείου τους, στην Κανάγκα, του Ζαΐρ, κάποια μέρα που μπήκε μέσα στο γραφείο της διευθύντριάς τους.

Δεν κατάλαβαν τι να ήθελε το ψηλό αγόρι με το θλιμμένο πρόσωπο. Τον ξαναείδαν το άλλο πρωί. Να ξαναμπαίνει στο γραφείο, αυτή τη φορά μαζί με μια γυναίκα ψηλή, τυλιγμένη στην πάνη της, με ωραίο μαντίλι στο κεφάλι. Μα δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πάλι τον λόγο, γιατί το κουδούνι χτύπησε και μπήκαν στις τάξεις τους.

Ο Καγιάμπε, που λίγο περίεργος έμεινε πίσω, μήπως τον δει να βγαίνει από το γραφείο, άκουσε την αυστηρή φωνή, του μαύρου δασκάλου του, και πήγε στη θέση του σταυρώνοντας τα χέρια από ντροπή.

Μα σε λίγο θα τους λυνόταν η απορία. Χτύπησε η πόρτα της πέμπτης τάξεως. Φάνηκε πρώτα η λευκή, λεπτή διευθύντρια που κρατούσε από το χέρι το άγνωστο, ψηλό αγόρι. Καλοντυμένο πεντακάθαρο εκείνο, σήκωσε το βλέμμα του δειλά και τους κοίταξε όλους, κι έπειτα σταμάτησε το βλέμμα του στο πρόσωπο της διευθύντριάς τους.

Εκείνη τους είπε λίγα λόγια μόνο, αφού ζήτησε συγγνώμη για την διακοπή.

– Από σήμερα παιδιά, συμμαθητής σας θα είναι και ο Αιμίλιος ή αλλιώς ο Μπαμπάλα Καγιάντε. Θα τον δεχτείτε σα να τον γνωρίζετε χρόνια.

Όμως ο καινούργιος μαθητής, μέσα στις μέρες που κύλησαν, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί. Άφησε το δικό του σχολείο, τους δικούς του συμμαθητές, που τέσσερα χρόνια τώρα ήταν μαζί. Βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε ξένα παιδιά. Συνάντησε δυσκολίες στα μαθήματα. Είναι μόνο αυτά; Έχει στο νοσοκομείο, άρρωστο ξαφνικά, από καρκίνο τον πατέρα του, που δεν μπορεί τώρα να πληρώσει το μεγάλο ποσό στο ιδιωτικό σχολείο που φοιτούσε. Βλέπει κάθε μέρα το όμορφο πρόσωπο της μητέρας του δακρυσμένο. Την αγωνία του παππού. Την αντίδραση του μεγάλου αδερφού στη μεγάλη συμφορά. Τα τρία μικρότερα να αναζητούν τον πατέρα.

Τον συγκινεί βέβαια η αγάπη της λευκής διευθύντριας, η φροντίδα του νέου δασκάλου του. Όμως οι αδιάκριτες ερωτήσεις μερικών συμμαθητών του, «Γιατί ήρθες στο σχολείο μας;», «Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;», «Γιατί ήρθες στη μέση της χρονιάς;», «Σε ποια εκκλησία πηγαίνεις;», του ανεβάζουν έναν κόμπο στον λαιμό, κάποιο δάκρυ στα μάτια. Τον αναγκάζουν να μένει λίγο απόμερα μοναχικός, απροσάρμοστος ακόμη.


Έξω από την μικρή αίθουσα της ιεραποστολής, βρήκε τους έξι μαθητές της πέμπτης τάξης να μιλούν ζωηρά.

– Τι συμβαίνει παιδιά; τους ρώτησε παραξενευμένη. Τι πρόβλημα λύνετε;

– Ο Αιμίλιος, αδελφή! πετάχτηκε ο μικρόσωμος Μπούι. Συζητάμε πώς θα τον φέρουμε πιο κοντά μας. Πώς θα τον κάνουμε φίλο μας και Ορθόδοξο.

– Εγώ, συμπλήρωσε ο Τούμπα, είδα πως μένει λίγο πιο πέρα από την δική μας καλύβα. Τον περίμενα σήμερα να περάσει και ήρθαμε μαζί στο σχολείο. Ήταν μια καλή αρχή, αδελφή.

– Κι εγώ! είπε ο Μουάτζα. Του έδωσα το τετράδιο της αριθμητικής. Στο σχολείο του ήτανε πιο πίσω,. Του είπα πως θα τον βοηθήσω να τα καταλάβει και γέλασε πρώτη φορά το σοβαρό πρόσωπό του.

– Μαζί παίξαμε μπάλα, αδελφή, είπε και ο πάντα χαρούμενος Τζάτζι. Όμως για λίγο. Θα ξαναδοκιμάσω πάλι.

– Μήπως να πάει στο σπίτι τους η πρεσβυτέρα του πατέρα Ανδρέα, που έρχεται σε όλους μας όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα; συμπλήρωσε ο Κατάνγκι, που πάντα βοηθούσε θετικά τους άλλους.

Τα έχασε για λίγο η λευκή διευθύντρια.

Πού βρίσκεται, αλήθεια; Σε κάποια ομάδα χριστιανών νέων στην Ελλάδα ή στην καρδιά της μαύρης Αφρικής;

Γιατί οι χριστιανοί νέοι στην πατρίδα της το έχουν παντοτινό και καθημερινό σύνθημα να γίνουν η καλή ζύμη της τάξης τους, των άλλων παιδιών. Κάποιων πονεμένων σαν τον Αιμίλιο Μπαμπάλα.

Ναι αδελφή, ανάμεσα σε χριστιανούς νέους βρίσκεσαι, αλλά μαύρους, του σχολείου σου στην Κανάγκα. Που πεινούν. Που χορταίνουν το πρωί με ένα ποτήρι γάλα και δυο μπισκότα που τους δίνετε στο σχολείο. Που περπατούν με γυμνά πόδια, χιλιόμετρα δρόμο για να έρθουν στο σχολείο, και το απόγευμα στο κατηχητικό κάτω από τον καυτό ήλιο και τις καταιγίδες τις απρόσμενες, χωρίς μεταφορικό μέσο. Βρίσκεσαι ανάμεσα στους πρώτους μαύρους νέους που ξεχώρισε ο πνευματικός για μια πιο πνευματική καλλιέργεια για να γίνουν πραγματική ζύμη, άγια ζύμη, ανάμεσα στα άλλα παιδιά του σχολείου σου, ανάμεσα σε εκείνους που καμαρώνεις τον αγώνα τους κάθε Τρίτη που συναντιέστε το απόγευμα.

Και με τέτοια φλόγα, και με τέτοιο ιεραποστολικό ζήλο, ο Αιμίλιος και άλλα πολλά παιδιά, και οι συγγενείς και τα γειτονόπουλα στους οποίους θα μεταφέρουν τον χριστιανικό λόγο, το χριστιανικό τραγούδι και πολιτισμένο παιχνίδι, θα γνωρίσουν σιγά σιγά τον Χριστό, που πιστεύουν και θέλουν τόσο να αγαπήσουν και να υπηρετήσουν.

Κανάνγκα