Με του σταυρού τη δύναμη

Τούτες τις τελευταίες Κυριακές, σε κάθε κήρυγμα του, ο πατήρ Ανδρέας, λίγη ώρα θα την αφιερώσει στο μεγάλο θέμα που απασχολεί μικρούς και μεγάλους, στη μαγεία.

Ο Μουάμπα, χαίρεται ιδιαίτερα για αυτό. Όχι γιατί έχει προσωπικές απορίες ακόμη, αλλά γιατί πιστεύει ότι τούτο το θέμα, πίστη στη δύναμη των κακών πνευμάτων, των μάγων των χωριών και των πόλεων, πρέπει να αντιμετωπιστεί γενναία από όλους τους. Να το πολεμήσουν.

Καθώς γυρνούσε σήμερα, στο πατρικό του σπίτι, που είναι αρκετά μακριά από το κτίριο της ορθοδόξου ιεραποστολής, και σκεπτόταν το κήρυγμα, ήρθε στη σκέψη του όλο το προσωπικό του βίωμα, που έζησε αυτός, δεκαπεντάχρονο αγόρι, εδώ και δύο χρόνια μετά την βάπτισή του, στον ορθόδοξο ναό.

Είχε πεθάνει ξαφνικά, αρκετά νέος, ο πατέρας ενός φίλου του.

Πιστός χριστιανός, από τους πρώτους που βοήθησε σε όλα τα έργα για την στερέωση της ορθοδοξίας εκεί στον τόπο τους.

Ο γιος του, είναι συνομήλικος και φίλος του Μουάμπα.

Σε τούτο το απρόσμενο πένθος, ξεκίνησαν τέσσερις φίλοι του αγοριού και μια ομάδα από τους πιστούς φίλους του πατέρα να πάνε στο χωριό, δεκαπέντε χιλιόμετρα δρόμο, να μείνουν κοντά στον νεκρό, κοντά στην οικογένεια που έχασε τον προστάτη της.

Δεν ήταν πένθος αλήθεια εκείνο. Οι νέοι έψαλλαν τροπάρια, ύμνους, κάποιοι που ήξεραν γράμματα διάβαζαν το ψαλτήρι. Όλοι μαζί, κατά διαστήματα έκαναν προσευχή.

Η ελπίδα στην ανάσταση των νεκρών στερεωμένη μέσα τους. Και σε εκείνους που είχαν το πένθος έδωσε σε εκείνο το συντρόφευμα του νεκρού κάτι που πρώτη φορά το έζησε ο Μουάμπα. Στην πατρίδα του συνηθίζουν να θρηνούν τους νεκρούς γοερά με άγριες φωνές και κραυγές. Να μιλούν για εκδίκηση και άλλα παρόμοια…

Κάποια ώρα προς τα ξημερώματα ήρθαν δυο τρεις συχωριανοί.

Ένας που ξεχώριζε ανάμεσά τους κρατούσε από το χέρι το παιδί του.

Ο Μουάμπα, είδε πως ο φίλος του θορυβήθηκε σαν τους είδε. Το ίδιο και όλοι οι δικοί του.

Ο επισκέπτης αλαφιάστηκε σαν είδε την οικογένεια του νεκρού καρτερική, ήρεμη να προσεύχεται.

Το μικρό αγόρι του ξένου πήγε να βάλει τις φωνές, όπως συνηθιζόταν για να μοιρολογήσει. Όμως του νεκρού το στερνοπαίδι, τον πήρε παράμερα και του είπε:

– Μη φωνάζεις Μπακάλα, δεν θέλει φωνές άγριες ο δικός μας Θεός. Έχει δύναμη! Αναστήθηκε ο ίδιος!

Όμως το ξένο παιδί είχε αντιρρήσεις και ξεκίνησε να κοροϊδεύει. Τότε το χριστιανόπουλο είπε σταθερά:

– Αν δεν θέλεις να μείνεις ήσυχος, όπως και εμείς, να πας στο σπίτι σου.

Ο Μουάμπα, είδε τότε τις αστραπές τις γεμάτες κακία, στα μάτια του πατέρα του παιδιού. Χωρίς να μπορέσει να συγκρατήσει τον εαυτό του φώναξε:

– Αν είναι δυνατός ο Θεός σας, ας σηκωθεί ο πατέρας σου τούτη τη στιγμή.

Ο Μουάμπα, κατάλαβε πως δεν έπρεπε να κλείσουν το στόμα σε μια τέτοια πρόκληση. Πήρε τον λόγο και είπε ήρεμα όσα τον φώτισε ο Θεός.

Έκλεισε το στόμα του ξένου. Μα οι άγριες αστραπές των ματιών του έπεσαν τώρα πάνω του…

Μετά το ιερό καθήκον της ταφής πήραν τον δρόμο της επιστροφής.

Είχαν να περπατήσουν ώρες.

Ο ίδιος χαρούμενος για την ειρηνική αντιμετώπιση της οικογένειας του φίλου του, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να ομολογήσει τον Χριστό, τάχυνε λίγο πιο πολύ το βήμα του για να δοξολογήσει τον Θεό του.

Τότε πετάχτηκε, απρόσμενα ένα φίδι μπροστά του, που το δηλητήριό του θα τον άφηνε την ίδια ώρα νεκρό.

Έκανε το σημείο του σταυρού, πρόφτασε να πει, «Κύριε, Σωτήρα μου, βοήθησε με», βέβαιος πως δεν θα απέφευγε την επίθεσή του.

Όμως εκείνο, όρθιο σχεδόν, με το κεφάλι σηκωμένο έπεσε ξαφνικά και χάθηκε από μπροστά του.

Έκανε άλλη μια φορά το σημείο του σταυρού, περίμενε και τους άλλους, τους είπε για τον κίνδυνο, έψαξαν μήπως το βρουν να το σκοτώσουν, μα μάταιη η προσπάθεια.

Ευχαρίστησε τον Θεό, γιατί τον γλύτωσε από έναν βέβαιο θάνατο.

Όμως την Κυριακή, που ήρθε ο φίλος του από το χωριό, στον Άγιο Ανδρέα, όταν τελείωσε η εκκλησία, τον πήρε παράμερα, του έσφιξε το χέρι και του είπε γεμάτος χαρά.

– Μουάμπα να σε ευλογεί ο Θεός. Ξέρεις ποιος ήταν εκείνος που σου επιτέθηκε εκείνο το βράδυ και ειρωνεύτηκε τον Χριστό μας;
Ήταν ο μάγος Ζαμπί, ο κακός μάγος του χωριού μας.
Ήρθε το άλλο βράδυ στο σπίτι και μου είπε, «Έχει δύναμη ο Θεός σας! Μια προσευχή τον γλύτωσε τον φίλο σου, από το φίδι που του έστειλα. Και τα μάγια που έστειλα να αρρωστήσει ο μικρός σου αδερφός γύρισαν στο δικό μου παιδί. Άσε με να συνέλθω λίγο και θέλω σιγά σιγά να μάθω για τον Θεό των Χριστιανών».

Θυμάται ο Μοάμπα πως τότε μαζί με τον φίλο του, ξαναμπήκαν στον ναό κι ευχαρίστησαν γι’ άλλη μια φορά Εκείνον που δίνει δύναμη στους δικούς του «τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων» (Λουκ. ι’ 19). 

Κανάγκα

Με του Σταυρού τη δύναμη

by Artist Name