Ούτε η μπόρα

Ο μικρός Μπούι το περίμενε. Και πώς το περίμενε το Σάββατο.

Όχι, βέβαια, γιατί τελείωναν λίγο νωρίτερα το σχολείο τους, αλλά γιατί, αφού θα έτρωγε βιαστικά το φαγητό που από το πρωί θα τους είχε αφήσει η μητέρα του, αυτός θα έφευγε πάλι, μια ώρα δρόμο, για να γυρίσει στην ιεραποστολή. Να παρακολουθήσει με πλήθος άλλα παιδιά την ωραία ιστορία του Κατηχητικού τους.

Πόσα τραγούδια θα έλεγαν! Πόσα ομαδικά παιχνίδια θα τους έκανε η ακούραστη κατηχητήρια! Κι έπειτα θα τέντωναν τα αυτιά για να ακούσουν την ιστορία.

Με πόση παραστατικότητα ζωντάνευε μπροστά τους τις ωραίες αυτές σκηνές. Άλλες από τη ζωή του Χριστού και άλλες που μιλούσαν για Αγίους ή για παιδικά ελαττώματα.

Κι έπειτα, την ώρα που θα τέλειωναν, θα χτυπούσαν γλυκά οι καμπάνες του αγίου Ανδρέου, και με τη σειρά, μικροί και μεγάλοι, θα έμπαιναν στον Εσπερινό να προσευχηθούν. 

Τέλος, τρέχοντας σχεδόν θα έφευγε για το σπίτι, άλλη μια ώρα δρόμο.

Θα τον περίμενε στην πόρτα η κουρασμένη μάνα. Γεμάτη όμως διάθεση να ακούσει ό,τι καινούργιο έμαθε σήμερα το παιδί της.

Όμως τούτο το Σάββατο ο Μπούι είναι διστακτικός στο ξεκίνημά του.

Μαύρα, απειλητικά σύννεφα έχουν σκεπάσει το χωριό.

Η διευθύντριά τους, όσες φορές τα βλέπει βαριά και μαύρα να έρχονται από ανατολή και βορρά, κλείνει το σχολείο και τους λέει να πάνε γρήγορα στα σπίτια τους, πριν αρχίσει η ασταμάτητη βροχή.

Τους έχει πει πολλές φορές πως, όταν βλέπουν τέτοια σύννεφα να μην ξεκινούν για το Κατηχητικό.

Έλα όμως που την περίμενε μια εβδομάδα τούτη την μέρα και τούτη την ώρα ο Μπούι.

Φίλησε τον βαφτιστικό του σταυρό και ξεκίνησε.

Όμως, καθώς προχωρεί στον δρόμο, τα μαύρα σύννεφα σωριάζονται το ένα πάνω στο άλλο και κατρακυλούν όλα μαζί. Πιέζουν το ένα στο άλλο. Σπρώχνονται, τρέχουν στον ουρανό σαν άγρια φαντάσματα του δάσους, από ‘κείνα που άκουγε μικρός από τον παππού.

Η παιδική καρδιά σφίχτηκε από φόβο. Τώρα δεν πρόφταινε ούτε να γυρίσει πίσω στην καλύβα.

Έβλεπε τον κόσμο, μικρούς,  μεγάλους να κάνουν γρήγορο το βήμα, να τρέχουν. Έβγαλε και ο μικρός μαθητής τα πέδιλά του και έβαλε φτερά.

Φωτεινές γραμμές σκίζουν τώρα τον ουρανό και οι κεραυνοί πέφτουν ο ένας πίσω από τον άλλο με απαίσιο κρότο, που φοβίζουν το μικρό αγόρι.

Θυμήθηκε την περσινή χρονιά που το μικρό αδερφάκι του καθηγητού του γυμνασίου κάηκε από έναν τέτοιο κεραυνό. Τον ομαδικό θάνατο άλλων μαθητών στο σχολείο. Πήγε να λυγίσει. Στα μαύρα μάτια ανεβήκαν δάκρυα φόβου μπροστά στην φοβερή θύελλα.

Άρχισαν οι πρώτες αραιές σταγόνες της βροχής.

Έτρεξε ο μικρός Μπούι μαζί με μερικούς άλλους κάτω από ένα μικρό υπόστεγο μιας οικοδομής.

Μεγάλες σταγόνες. Βαριές, γρήγορες, πυκνές, ακούραστες ακατάπαυστες πέφτουν σε όλο τον ορίζοντα και δεν βλέπει τίποτα μπροστά του.

Το μικρό αγόρι, όμως, δεν προστατεύθηκε. Πάνω στο μαύρο σωματάκι του, κόλλησε το λευκό πουκαμισάκι και το νερό κατρακυλάει. Το λούζει ολόκληρο.

Η βροχή πέφτει πάνω στις τενεκεδένιες στέγες ορμητική, ασταμάτητη. Και δεν ακούς τίποτα άλλο από το τρομαχτικό θόρυβο που κάνει.

Εκεί που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα ο Μπούι θυμήθηκε το όμορφο τραγουδάκι που είχε μάθει από πέρυσι. Άρχισαν να το ψιθυρίζουν τα βρεγμένα χείλη του.

«Τίποτα στον δρόμο δε μας σκιάζει,
ούτε η μπόρα ούτε το χαλάζι,
έχουμε μαζί μας τον Χριστό,
σύντροφο χαράς, πατέρα κι αδελφό.»

Σήκωσε ασυναίσθητα το χέρι του που έσταζε από την βροχή. Τ΄ ακούμπησε στον σταυρό του. Ναι, είναι πιστό χριστιανόπουλο ο Μπούι.

Ούτε φαντάσματα υπάρχουν, ούτε εκδικητικοί θεοί που τιμωρούν τους ανθρώπους.

Τέτοιες θα είναι οι βροχές τους τούς είπε ο χριστιανός δάσκαλός τους. Θα ζήσουν μαζί τους. Θα τους καταστρέφουν τις καλύβες τους, τους αγρούς. Αλλά και θα ζωογονούν τη γη τους. Τα δέντρα τους θα αυξάνουν. Θα ομορφαίνουν την ξηραμένη γη…

Τώρα άρχισε εκείνη η ψιλή βροχή η ασταμάτητη για ώρες. Ο μικρός αγωνιστής πήρε την απόφαση.

Συνέχισε βρεγμένος κάτω από τη βροχή τον δρόμο του για την ιεραποστολή.

Στοργικά χέρια όπως και άλλες φορές αγκάλιαζαν το βρεγμένο κορμάκι του. Του έδωσαν στεγνό ρούχο, κάποια καραμέλα στο στόμα. Το καθησύχασαν.

Μαζί με άλλα παιδιά, που δεν φοβήθηκαν κι εκείνα την φοβερή καταιγίδα, άκουσαν, σαν αμοιβή, μια απ’ τις ομορφότερες ιστορίες μέχρι τώρα.

Τους ρώτησε μετά η κατηχήτρια ποιο τραγούδι θέλουν να πουν. Ο μικρός Μπούι είπε δειλά: 

– Τίποτα στον δρόμο δεν μας σκιάζει…

Δάκρυσαν τα μάτια της λευκής κατηχήτριας. Θερμά ευχήθηκε απ’ τα βάθη της ψυχής της.

«Άμειψε, Θεέ μου τους αγώνες, μικρούς και μεγάλους, τούτων των καινούργιων παιδιών Σου!»

Το ωραίο τραγούδι ακούστηκε σε όλη την ιεραποστολή.

Μ’ αυτό στα χείλη πήραν τον δρόμο της επιστροφής οι μικροί χριστιανοί. Η θύελλα είχε σταματήσει.

Ούτε η μπόρα

by Artist Name