Όχι ο Μέγας, ο μικρός αν θες…

Ήταν ένα ξέφραγο αγροτόσπιτο, χα­μόσπιτο πες το καλύτερα, πλάι στην ελ­ληνική Εκκλησία. Δεν είχε απ’ έξω κουδούνι ή  πλακίτσα με τ’ όνομά του.

Κάθε απόγευμα ήταν στην Εκκλησιά. Αυτό ήταν το πραγματικό του σπίτι.

Μάθαμε να πηγαίνουμε κι εμείς εκεί, στην αρχή για βόλτα, μετά να κάνουμε μαζί τον Εσπερινό.

Κοντά στο Μοτέλ που μέναμε ήταν η Εκκλησία. Έτσι δεν μας κούραζε να παίρνουμε ό,τι περίσσευε από το πλούσιο φαγητό μας και να το ακουμπάμε δειλά στο παγκάρι.

«Σαχλαμάρες έχω φαγητό, σαχλαμάρες» έλεγε κι ήταν όλα τα ευχαριστώ του κόσμου σ’ αυτά τα λόγια. Μας μιλούσε, θυμάμαι, για τα χρόνια που ήταν εκεί κάτω, για βαφτίσια που γίναν στο ποτάμι – δεκάδες οι νεοφώτιστοι -, για τη φτώχεια του λαού. Για τη δικιά του, ποτέ. Λιγνό, μαυριδερό το πρόσωπό του άστραφτε, όταν έλεγε για τους Αφρικανούς Ορθοδόξους. Λίγα τα λόγια του, κοφτά, είχε ξεμάθει να μιλάει, μίλαγε με την πολιτεία και τον βίο του πιότερο.

Σ’ ένα χωριό πήγαμε, οι αχυροκαλύβες αδειάσανε, ήρθαν να μας γνωρίσουν οι Αφρικανοί αδελφοί. Στον αποχαιρετισμό μας έδωσαν ό,τι πιο πολύτιμο είχε η φτώχεια τους: μια κότα κι έναν πετεινό. Τι να τα κάνουμε όμως εμείς· τα δώσαμε σ’ εκείνον.

«Σαχλαμάρες» είπε κι εμείς σιγουρευ­τήκαμε πως θα έτρωγε κανένα αυγό και θα γευότανε κοτόζουμο και κότα.

Το είπαμε από την αρχή πως ξέφραγο ή­ταν το σπίτι του. Κι ο κόκορας… δραπέ­τευσε. Του ‘μεινε, σκεφτήκαμε, η κότα και ξεκουράστηκε η ψυχή μας.

Στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι, ανταμώσαμε τις αφρικάνες επαρχιωτοπούλες που έρχονταν στην Ελλάδα για σπουδές. Είχανε έρθει δυο μέρες νωρίτερα και εί­χαν φιλοξενηθεί στο σπίτι της Εκκλησιάς, στο σπίτι του.

«Πολύ μας φρόντισε» μάς είπε η επικεφαλής. «Μέχρι κοτόσουπα και κότα μάς τάισε. Ο ίδιος δεν γεύτηκε καν απ’ το φαΐ». «Σαχλαμάρες» θα ‘λεγε αν τ’ άκουγε. Όπως και τώρα δα το λέει καθώς από τον ουρανό διαβάζει τούτες τις γραμμές.

Το χαμόσπιτο δεν είχε τ’ όνομά του. Μα με χρυσάφι σε μάρμαρο απάνω το σμίλεψε ο Άγγελος.

«Αθανάσιος» όχι ο Μέγας, ο μικρός αν θες, μα «Αθανάσιος Άνθίδης».

Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη