Το παιδί με τον γύψο

Το χαρούμενο μήνυμα είχε φθάσει πολύ νωρίς, από τα Χριστούγεννα ακόμη. Ναι σ’ ένα μήνα ο μικρός Μέμπα, θα γίνει ορθόδοξος χριστιανός, σαν τον Μουκινάγι τον μεγαλύτερο αδελφό του, που βρίσκεται στην Κανάγκα και δουλεύει κοντά στον θείο και παίρνει φέτος το δίπλωμά του ως νοσοκόμος.

Βέβαια, εδώ στα πλούσια χωράφια τους, μπορούσε να βγάζει περισσότερα χρήματα ο αδελφός του. Όμως πολλές φορές είπε στον πατέρα, με μάτια που έλαμπαν με φως αλλιώτικο:

– Πατέρα, αν βρίσκομαι στην πόλη θα μπορώ να πηγαίνω όποτε θέλω και στην ιεραποστολή, κοντά στους ορθόδοξους αδελφούς μου, κοντά στον λευκό πατέρα και τον πατέρα Ανδρέα.

Τον μαύρο τούτο ιερέα που με την τόσο γλυκιά μορφή, ο Μέμπα τον γνώρισε πρώτα, απ’ όσο του έλεγε και το περιέγραφε ζωηρά ο αδελφός του. Ήρθε και κάποιο Πάσχα, που πήγε και αυτός στην μικρή πλινθόκτιστη εκκλησία, που είχαν χτίσει εδώ και καιρό οι λίγοι πρώτοι, ορθόδοξοι χριστιανοί.

Από τότε, με την βοήθεια του Μουκινάγι και άλλων χριστιανών πιστών, η μικρή εκκλησία έγινε πιο όμορφη. Πάντοτε καθαρή. Πάντοτε λάμποντας από αλλιώτικο φως, όσες φορές ερχόταν ο πατήρ Ανδρέας να κατηχήσει τους καινούργιους.

Είχε ακούσει βέβαια πολλά και από τον αδελφό του ο Μέμπα. Όμως τις πιο μεγάλες αλήθειες της καινούργιας πίστεως τις άκουσε από το στόμα του σεμνού λευίτη. Αλήθειες απλές, αλλά και δύσκολες να τις καταλάβει το ανθρώπινο μυαλό και να τις εφαρμόσει.

Βάλθηκε ο μικρός Μέμπα, που ετοιμάζεται τώρα για το βάπτισμα, να μάθει με τα λίγα γαλλικά που ξέρει, το «Πιστεύω».

Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει, με όλες τις λεπτομέρειες, τα στάδια του ιερού μυστηρίου του Βαπτίσματος. Όμως φοβάται πως εκείνη την ώρα θα τα χάσει. Δεν θα ξέρει τι λόγια θα πει, όταν ο ιερέας τους ρωτήσει, αν αποτάσσονται τον διάβολο και αν συντάσσονται με τον Χριστό.

– Θα σου κοπεί η αναπνοή Μέμπα, του είπαν. Γιατί ο πατήρ βουτάει με δύναμη όλο το σώμα μέσα στο νερό. Όμως εσύ μη βγάλεις το κεφάλι έξω και μην ξεχάσεις να πεις και τις τρεις φορές, αμήν.

…Μια εβδομάδα όμως, πριν τη μεγάλη τούτη χαρά, ο Μέμπα σπαράζει με φρικτούς πόνους στο χέρι, στο μικρό καλύβι τους.

Πόσες σκέψεις πικρές, του έρχονται στο μυαλό, ώσπου να γυρίσει η μητέρα του από την αγορά.

Δεν τον θέλει ο Χριστός στο δικό Του ποίμνιο.

Όταν το σπασμένο χέρι μπήκε στον γύψο και ανακουφίστηκε από τους φρικτούς πόνους, άκουσε τον γιατρό να λέει:

– Θα προσέξεις να μην τον βρέξεις και έχουμε καμιά μόλυνση.

Τότε του ήρθαν πάλι θλιβερές σκέψεις και του ανέβασαν δάκρυα στα μάτια, όμως δεν έδειξε τον βαθύ πόνο της ψυχής του. Ήθελε οι γονείς του και τα δυο μικρότερα αδέλφια του, να μην λυπηθούν για την δική του λύπη.

…Την παραμονή που θα έφευγαν για την Κανάγκα, τον τόπο της ιεραποστολής, ήρθε ο Μουκινάγι. Ο Μέμπα, κατάλαβε από το χάδι που του έκανε στο κεφάλι, απ’ την αγάπη που του έδειχνε, ότι κάτι είχε μάθει για το ατύχημά του.

Πλησίασε ο Μέμπα τον μεγάλο του αδελφό, τον δεύτερο κατηχητή του, του έπιασε το χέρι και ρώτησε, με πίστη βαθιά, αυτό που στριφογύριζε όλο ετούτο το διάστημα στο μυαλό του:

– Μπορεί Μουκινάγι, το αγιασμένο νερό της κολυμβήθρας, να μου κάνει κακό; Μήπως ο Χριστός με τούτο το σπάσιμο θέλει να δοκιμάσει την πίστη μου;

Δάκρυσαν τα μαύρα μάτια του μεγάλου αδελφού και απάντησε:

– Δεν χρειάζεται να διαφωνήσουμε οι δυο μας. Ο πατήρ Ανδρέας μου είπε να το αποφασίσουν οι γονείς μας. Αλλά βλέπω πως το αποφάσισες μόνος σου. Όχι, δεν θα πάθει κανένα κακό το χέρι σου, το πιστεύω κι εγώ.



Ταλαιπωρήθηκε το μικρό αγόρι μ’ εκείνο το χέρι, σε τούτο το ταξίδι. Ταλαιπωρήθηκε και στο ύπαιθρο, που αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα τους, ώσπου να ξημερώσει η άγια μέρα. Όμως τι με τούτο;

Όσα βλέπουν σήμερα τα μάτια τους, στην όμορφη καταπράσινη ιεραποστολή της Κανάγκα, είναι πολύ ανώτερα, απ’ όσα του διηγούταν ο αδελφός του κάθε φορά που ερχόταν.

Εξάλλου, τι ήταν η δική του μικρή ταλαιπωρία, μπροστά σε όσα έβλεπαν τα μάτια του. Πολλοί από αυτούς τους 300 και πάνω, που βαφτίζονται σήμερα, ταξίδεψαν μέρες, για να φτάσουν ως εδώ.

Μάνες με μικρά βρέφη, άνδρες και παιδιά με μαλάρια, με υψηλό πυρετό. Τούτα τα φλογισμένα μάτια και το μαυροπράσινο χρώμα που είναι τόσο γνωστά. Κι όμως όλοι περιμένουν με λαχτάρα, την μεγάλη ώρα.

Αυτός είναι καλά, απλώς έχει το χέρι στον γύψο τίποτε άλλο. Θεέ μου, για κάτι τόσο μικρό, θα έχανε τέτοια ευλογία;

Περιμένει ο Μέμπα να έρθει η σειρά του.

Στα γεμάτα νερά σκαλιά του βαπτιστηρίου, λευκά χέρια και μαύρα τον βοήθησαν να ανέβει και να κατέβει ως το αγιασμένο νερό.

Κάποιος τον συμβούλεψε να έχει έξω το χέρι, όμως ο Μέμπα, πρώτα βούτηξε αυτό στο νερό.

Του κόπηκε η αναπνοή, όπως του είπε ο αδελφός του, αλλά κάθε φορά που έβγαζε έξω το κεφάλι, φώναζε μαζί με τον πατέρα το «Αμήν».

Χέρια απλώθηκαν, και τον έπιασαν προσεκτικά, κι άλλα σκούπισαν το χέρι με τον γύψο. Του φόρεσαν το λευκό χιτώνα, τον σταυρό στον λαιμό. Του έδωσαν το μικρό κερί.

Κι έζησε την άλλη ημέρα στον λαμπροστολισμένο ναό του Αγίου Ανδρέα, μεγάλες, πρωτόγνωρες χαρές, καθώς προχώρησε μαζί με τους άλλους, με τον γύψο στο χέρι, να κοινωνήσει, Σώμα και Αίμα Χριστού, για πρώτη, ολόπρωτη φορά.

Όπως το πίστεψε κι αυτός και όλοι οι δικοί του, που απ’ αυτή τη μέρα αποτελούν μια ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια, το χέρι του Μέμπα, δεν έπαθε τίποτα. Έδεσε και οι πρώτες λέξεις που έγραψε σε κάποια εικονούλα που του έδωσαν ήταν:

«Είμαι ορθόδοξος χριστιανός!».

Στην ιεραποστολή, όσοι είδαν το θέαμα, για πάντα θα θυμούνται ένα μικρό αγόρι, με γυψωμένο το χέρι, να παίρνει το άγιο βάπτισμα.

Το παιδί με τον γύψο

by Artist Name