Το τέλος του σιδερά του λιμανιού

Όταν δημοσιεύθηκε, αρχικά στο Ιεραποστολικό περιοδικό «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός» και κατόπιν στο «Ημεροδρόμιον 2005 – 2006», η μικρή αφήγηση της συναντήσεως μου με τον γέρο-Ναγκ -τον σιδερά του «Λιμανιού»- δέχθηκα ευμενή σχόλια και παρατηρήσεις από διαφόρους φίλους της Ιεραποστολής, αλλά και από ανθρώπους που δεν ήξεραν καν, τι θα πει Ιεραποστολή.

Μεταξύ αυτών όμως, συνέβη και το εξής:
Ένα βράδυ δέχθηκα στο Γιαουντέ ένα τηλεφώνημα από τον στενό μου φίλο, τον ιατρό Ευάγγελο Παπανικολάου.

-Δεσπότη μου, άκου να σου πω τι συνέβη… Με επισκέφθηκε ένας άνθρωπος ονόματι, Κωνσταντίνος Δ. Διάβασε την ιστορία με τον γέρο-σιδερά και συγκινήθηκε ιδιαίτερα γιατί και αυτός είναι σιδεράς στο επάγγελμα και κατασκευάζει εκκλησιαστικά λειτουργικά ειδή (παλαιοχριστιανικού τύπου).
Έμαθε ότι γνωριζόμαστε και με επισκέφθηκε στο ιατρείο μου κουβαλώντας ένα μικρό αλλά βαρύ ξύλινο κουτί, με την παράκληση να φροντίσω να σας το στείλω και εσείς να το παραδώσετε στον γέρο-Ναγκ, τον σιδερά του «Λιμανιού».
-Τι έχει αυτό το κουτί; ρώτησα απορημένος.
-Έχει μία σειρά από εργαλεία σιδηρουργικής, σφυριά, κοπίδια, τσιμπίδες, ένα μικρό αμόνι, ένα χειροκίνητο φυσερό για το καμίνι και άλλα που δεν ξέρω πώς τα λένε.
Έμεινα έκπληκτος… Είπα:
-Να τον ευχαριστήσεις εκ μέρους μου και όταν έλθω στην Ελλάδα να δούμε για το θέμα της μεταφοράς από κοντά.

Είναι όντως παράξενο και θαυμαστό πώς η αγάπη των ανθρώπων εμπνέεται και ανακαλύπτει δρόμους, τρόπους και έργα για να εκφραστεί…
Άρχισα να φαντάζομαι τη χαρά του γέρο-Ναγκ, όταν θα του πήγαινα τα δώρα από έναν ομότεχνό του από τη μακρινή Ελλάδα…
Ο γέρο-Ναγκ βέβαια ούτε σχολείο πήγε, ούτε χάρτης υπήρχε, για να ξέρει κατά πού πέφτει η Ελλάδα, ούτε βέβαια και κάποια άλλη χώρα!
Το καλοκαίρι του 2007 ήμουν στην Ελλάδα και επισκέφθηκα τον φίλο μου τον ιατρό ο οποίος είχε ενημερώσει και τον κ. Κωνσταντίνο Δ. και έτσι συναντηθήκαμε.
Μου έδειξαν το κουτί με τα δώρα για τον γέρο-Ναγκ και ο κ. Κωνσταντίνος μου εξήγησε τη χρήση τους.
Είχε ψάξει παντού να βρει ένα συγκεκριμένο εργαλείο – το χειροκίνητο φυσερό – η χρήση του οποίου είχε σταματήσει λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα. Τελικά το βρήκε σε ένα παλιατζίδικο στον Πειραιά, το επισκεύασε και το τροποποίησε κατάλληλα έτσι ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες και τον τρόπο που δούλευε ο γέρο-Ναγκ, όπως είχε δει από τις φωτογραφίες που συνόδευαν την ιστορία.
Μέσα από τα λεγόμενά του κατάλαβα το πόσο τον είχε αγγίξει η ιστορία, πόσο είχε ασχοληθεί σε βάθος και πόσο χρόνο είχε δαπανήσει για να προετοιμάσει, με τον δικό του τρόπο, μια βοήθεια και μια παρηγοριά για έναν ομότεχνό του, στην άλλη άκρη του κόσμου, που πάσχιζε την τέχνη του με ανύπαρκτα και προϊστορικά μέσα… συν το ότι είχε ψάξει να βρει κάποιον γνωστό μου, να επικοινωνήσει μαζί μου, για να δεχθώ το «τόλμημα» της αγάπης του…

Μιλήσαμε πολύ. Με ρωτούσε λεπτομέρειες με πραγματικό ενδιαφέρον. Μια αναφορά του όμως μου έκανε εντύπωση:
«Τούτο το μικρό αμόνι το είχα φυλάξει για τον θάνατό μου. Ήθελα να μου το βάλουν σαν προσκέφαλο στον τάφο μου αφού αυτό ήταν όλη μου η ζωή, ο πόνος και ο κόπος μου… Σ’ αυτό οφείλω την καλή κατάσταση της οικογένειάς μου, γι’ αυτό το φύλαγα σαν τα μάτια μου για την στερνή την ώρα. Όταν διάβασα όμως την ιστορία ενός άλλου σιδερά -του γέρο-Ναγκ- σοκαρίστηκα… Σκέφτηκα ότι ο κόπος της δουλειάς μου μπροστά στον κόπο αυτού του ανθρώπου είναι ελάχιστος… Έτσι, είπα‚ ο γέρο-Ναγκ έχει ανάγκη από βοήθεια…, και έπεσα με τα μούτρα να βρω τρόπο να δώσω ένα κομμάτι από τη ζωή μου… ένα χέρι βοηθείας».
Δεν είχα τι να πω ακούγοντάς τον…
Θυμήθηκα μόνο τα λόγια του πατέρα μου που, σιδεράς κι αυτός, μου έλεγε πάντα: «Να κρατάς το σίδερο με τέτοιο τρόπο που να καταλαβαίνεις πού “πονάει”. Μόνο τότε μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις, αλλιώς άσκοπα θα το χτυπάς χωρίς να κατα-φέρνεις τίποτα».
Φαίνεται ότι ο γέρο-Ναγκ είχε τη μαστοριά αυτή, να χτυπά τη σκληρότητα της μεγάλης ιδέας που έχουμε όλοι για τον εαυτό μας, εκεί που «πονάει»‚ εκεί που μπορεί να «σπάσει». Δόξα τω Θεώ που ενεργεί με θαυμαστούς τρόπους στις καρδιές των ανθρώπων!
Αφού τον ευχαρίστησα για όλα όσα μου είπε και όσα έκανε, συνεννοηθήκαμε ότι τα πράγματα θα σταλούν με ένα συγκεκριμένο ελληνικό καράβι που θα έφτανε στο Καμερούν τον Δεκέμβριο. Έτσι χωρίσαμε.
Πήρα τα πράγματα και τα μετέφερα στον τόπο όπου συγκεντρώναμε όσα ήταν να σταλούν με το καράβι.

Επέστρεψα στο Καμερούν και περίμενα την άφιξή του.
Δυστυχώς κοντά στην ημερομηνία που γνώριζα ότι θα αναχωρούσε το πλοίο δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον γνωστό μου καπετάνιο που μου ανακοίνωσε ότι το συγκεκριμένο δρομολόγιο ματαιώθηκε από την εταιρεία… Θα πρέπει να κάνουμε λίγο υπομονή, μέχρι να βρεθεί επόμενη ευκαιρία.
Αρχίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε υπομονή…
Τον Οκτώβριο του 2007 βρισκόμουν στο Β. Καμερούν με μια ομάδα εθελοντών από την Αμερική και την Ελλάδα. Πέρασα δύο φορές από το μέρος που ήταν το «σιδεράδικο» του γέρο-Ναγκ… Απουσίαζε, δεν μπόρεσα να τον συναντήσω…
Ήθελα να του πω τα νέα, ότι περιμένουμε το καράβι.
Τον Απρίλιο του 2008 επισκέφθηκα ξανά το Β. Καμερούν. Κάτι με έτρωγε μέσα μου: «Δεν γίνεται, θα πάω να τον βρω…».
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, ένα ζεστό πρωινό και φθάσαμε στο μέρος όπου ήταν το «σιδεράδικο». Μια νέκρα βασίλευε. Τα «εργαλεία» του στη «θέση» τους‚ δηλαδή σκόρπια στο χώμα. Ήταν ακόμη η περίοδος της ξηρασίας, έτσι δεν μπόρεσα να καταλάβω αν έχουν καιρό να χρησιμοποιηθούν.
Έστειλα τον μεταφραστή που μας συνοδεύει πάντα να ρωτήσει στις κοντινές καλύβες, να μάθει πού είναι ο γέρο-Ναγκ. Μετά από λίγο γύρισε με έναν άλλον άνδρα.

Με πλησίασαν και ο μεταφραστής μου σύστησε τον μεγάλο γιο του γέρο-Ναγκ.
Με πολλή συστολή ο γιος άρχισε να μου μιλάει:
-Δεν σας γνωρίζω, αλλά είναι σαν να σας γνωρίζω. Ο πατέρας μου μού έχει μιλήσει πολλές φορές για σας. Μου είπε ότι είχατε συναντηθεί μία μέρα και σταματήσατε να του μιλήσετε, να δείτε τη δουλειά του, βγάλατε και μία φωτογραφία μαζί του. Μου είπε ότι μετά γυρίσατε μία άλλη μέρα και του φέρατε δώρο ένα σφυρί και του δώσατε και μία παραγγελία. Ο πατέρας μου ήταν – απ’ όσο ξέρουμε – κοντά στα ογδόντα χρόνια. Ποτέ δεν τον είχαμε ακούσει να μιλάει έτσι για κανέναν! Του είχατε δώσει κουράγιο πολύ… Όλα τα εργαλεία τα άφηνε στο μαγαζί, το σφυρί όμως που του δώσατε το έφερνε στην καλύβα του και το έβαζε κάτω από το προσκέφαλό του να μην το χάσει…
Είχα ήδη καταλάβει τι είχε γίνει‚ αλλά δεν ρώτησα τίποτα.
-Τον περασμένο Νοέμβριο αρρώστησε. Έμαθε ότι περάσατε όταν έλειπε. Πέθανε τον Ιανουάριο. Τις τελευταίες ημέρες μάς έλεγε να μην πειράξουμε τα εργαλεία του, αλλά να τ’ αφήσουμε στη θέση τους, για να σταματήσετε, όταν ξαναπεράσετεׄ να μην νομίσετε ότι έφυγε.
Μια βαθιά λύπη με πλημμύρισε απότομα. Δεν μπορούσα να το φανταστώ ότι είχε φύγει έτσι από τη ζωή, παρόλο που είχα πλέον μάθει ότι η ζωή έφευγε καθημερινά και σχεδόν αναίτια σ’ αυτόν τον τόπο του κλαυθμώνος…
Μου έδειξε προς τα πού ήταν ο τάφος του. Περπατήσαμε ως εκεί. Ένας σωρός από χώμα, κάτι μισολιωμένα κουρέλια από ρούχα στο ένα μέρος του τάφου και ένα σπασμένο πήλινο σκεύος -κατά τις ταφικές συνήθειες της φυλής των Τιπουρί- έδειχναν ή καλύτερα άφηναν μία υπόνοια τάφου που με τις πρώτες βροχές θα χανόντουσαν και αυτά…
Έμεινα για λίγο ψιθυρίζοντας την ευχή του τρισάγιου… Ο γιος του, ο μεταφραστής και ο οδηγός μου στάθηκαν αμίλητοι κοντά μου…

Τον γέρο-Ναγκ τον ήξερα πολύ λίγο, ήταν όμως αυθεντικός άνθρωπος και οι αυθεντικοί άνθρωποι σου προκαλούν παράξενα την αίσθηση ότι τους γνωρίζεις από χρόνια, δένεσαι μαζί τους… Ο γέρο-Ναγκ είχε ήδη προκαλέσει πολλά σε πολλούς, χωρίς καν να τους γνωρίζει. Είχε δώσει μία σπάνια και παράξενη μαρτυρία ανθρωπιάς, που είχε προκαλέσει με τη σειρά της μια άλλη σπάνια μαρτυρία αγάπης, όπως στον κ. Κωνσταντίνο και όλα απλά, ανεπιτήδευτα, όπως απλή ήταν και η ζωή του, μέσα στην έρημο του Β. Καμερούν…
-Την επόμενη φορά που θα έλθω, θα σου φέρω μία φωτογραφία που είχα βγάλει τον πατέρα σου να την έχετε και… κάτι δώρα που… δεν πρόλαβα να φέρω, από έναν φίλο του πατέρα σου από την πατρίδα μου. Αυτό ερχόμουν να του πω σήμερα.
Φανερά συγκινημένος μου απάντησε:
-Σας ευχαριστώ, θα είναι μεγάλο πράγμα για την οικογένειά μας, γιατί δεν έχουμε καμιά φωτογραφία του πατέρα. Εδώ, ξέρετε, δεν υπάρχουν μηχανές για φωτογραφίες.
Χαμογέλασα ενθυμούμενος το χαμόγελο του πατέρα του, όταν τον φωτογράφιζα μπροστά στο αναμμένο καμίνι του, και μού έλεγε: «Μα είμαι μουτζουρωμένος τώρα. Δεν θα βγει καλά η φωτογραφία».
Τον ρώτησα πού θα μπορέσω να τον βρω την επόμενη φορά.
-Εδώ θα με βρείτε στο ίδιο μέρος. Έμενα πιο μακριά με την οικογένειά μου, αλλά τώρα που έφυγε ο πατέρας μου μετακόμισα και θα είμαι εδώ. Θα συνεχίσω τη δουλειά του πατέρα μου στο ίδιο μέρος. Αυτή τη δουλειά κάνω. Και εγώ κοντά του την έμαθα από μικρό παιδί.
«Τελικά ο γέρο-Ναγκ τα κατάφερε πολύ καλά», σκέφτηκα, αλλά αρκέστηκα να του πω μόνο: «Ο πατέρας σου ήταν ένας ευλογημένος άνθρωπος. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω γιατί το λέω αυτό, αλλά σου εύχομαι να γίνεις σαν κι αυτόν!».
Έφυγα στενοχωρημένος για τον γέρο-Ναγκ, αλλά και χαρούμενος για τον γιο που θα κρατούσε το «σιδεράδικο» ανοιχτό. Θα κρατούσε την ίδια μαρτυρία αυτού του ανθρώπου στο ίδιο μέρος… Μια σκέψη μόνο στριφογύριζε, σαν αγκάθι, στην καρδιά μου:
«Αχ… και να ‘χε φτάσει το καράβι τότε που ήτανε να ‘ρθει!…».

ο Καμερούν Γρηγόριος