Η οσιομάρτυς Αναστασία

η Ρωμαία

29η Οκτωβρίου

Γεννήθηκε και έζησε στη Ρώμη τον 3ο μ.Χ. αιώνα επί αυτοκρατόρων Δεκίου και Γάλλου και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Βαλεριανού. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Ρώμης. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε στους φτωχούς την περιουσία που κληρονόμησε και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.

Οι ειδωλολάτρες τη συνέλαβαν. Εκείνη, όμως, ομολόγησε με θάρρος την πίστη της και μετά από φρικτά βασανιστήρια τελείωσε τη ζωή της με τρόπο μαρτυρικό. Ήταν νέα στην ηλικία όταν συνελήφθη και μαρτύρησε, αλλά με γηραλέα φρόνηση και ανδρείο φρόνημα. Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος, υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητά της για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί τον Χριστό. Τότε δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μια ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκοσμίων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά τον Χριστό μου Τον θέλω και απ’ Αυτόν καμία δύναμη δεν θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε».

Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα την κρέμασε και της έσχισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

Όσο ζούσε, ευεργετούσε τους ανθρώπους με την αγία ζωή της και την ευάρεστη στον Θεό προσευχή της. Αλλά και μετά το θάνατό της ευεργετεί και παρηγορεί ακόμη περισσότερο. Η παρουσία της είναι ζωντανή σε όσους με ευλάβεια προστρέχουν στις πρεσβείες της. Τα ιερά λείψανά της, που αποπνέουν την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν πηγή ιάσεων και θεραπείας διαφόρων ασθενειών, ψυχικών και σωματικών.

Ἀπολυτίκιον

Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή, ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολήν, ἐνθέως ἐφοίνιξας• ὅθεν Ἀναστασία, ὡς Ὁσία καὶ Μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων, ἀπαστράπτεις ἐν κόσμῳ, πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.